Κανένας δεν εξεπλάγη όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να θέσει ως στρατηγικό της στόχο να γίνει μέχρι το 2010 η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο. Κανένας δεν απόρησε όταν η “γνώση” θεωρήθηκε ως βάση για την εκπλήρωση αυτού του στόχου, όταν η εκπαίδευση λογίστηκε ως αυτονόητο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση για κάθε Ευρωπαίο πολίτη. Ζούμε άλλωστε στην εποχή της κοινωνίας της πληροφορίας, στην εποχή των ανοιχτών οριζόντων στην εκπαίδευση. Τη στιγμή όμως που η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της κάνει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, στην Ελλάδα “τιμωρείται” ακόμη η δίψα και η θέληση για μάθηση. Και η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή για χιλιάδες νέους κάθε χρόνο.
Είναι γεγονός ότι στη χώρα μας, η ζήτηση για πανεπιστημιακή μόρφωση δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προσφορά των εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Να είμαστε πιο συγκεκριμένοι: η πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση αποτελεί ακόμη στη χώρα μας δικαίωμα υπό αίρεση! Όσοι νέοι δεν καταφέρουν να εισαχθούν σε ένα Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο, είναι αναγκασμένοι -και φυσικά μιλάμε για ανάγκη- να βρουν διέξοδο στο εξωτερικό. Είμαστε μάλιστα τόσο εξοικειωμένοι με το φαινόμενο αυτό, που το αντιμετωπίζουμε σχεδόν ως δεδομένο. Δεν είναι όμως…
Η κατάσταση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχει οδηγήσει τη στιγμή αυτή 70.000 Έλληνες φοιτητές σε πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού. Αυτό μας κοστίζει 587 εκ. ευρώ ετησίως. Πρόκειται για μία περίπτωση που τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους και κάθε σχόλιο περιττεύει. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε οικονομική αφαίμαξη τις οικογένειες τους. Το κόστος διαβίωσης, για παράδειγμα, στην Αγγλία που υποδέχεται κάθε χρόνο χιλιάδες Έλληνες φοιτητές, είναι πάρα πολύ υψηλό. Με πραγματικές στερήσεις λοιπόν -και όχι μόνο οικονομικής φύσης- στέλνουν οι γονείς τα παιδιά τους στο εξωτερικό. Γιατί αυτά πρέπει να σπουδάσουν. Και γιατί το ελληνικό σύστημα δεν παρέχει επαρκείς δυνατότητες.
Η κατάσταση αυτή συνδέεται και με το ζήτημα των ελληνικών κολεγίων, που τόσο έντονα έχει απασχολήσει την επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες. Τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών λειτούργησαν στη χώρα μας, εκμεταλλευόμενα την δυσκαμψία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Λειτούργησαν μάλιστα -και πρέπει να τονιστεί- με το νόμο και τις υπογραφές των αρμόδιων Υπουργών. Πολλές οικογένειες αποφάσισαν να στείλουν για κάποια χρόνια εκεί τα παιδιά τους, προκειμένου να περιορίσουν το τεράστιο κόστος των σπουδών στο εξωτερικό. Τα πτυχία άλλωστε εκδίδονται από τα πανεπιστήμια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι από τα ελληνικά κολέγια. Αποτέλεσμα; Πάνω από 25.000 νέοι κατέχουν στη χώρα μας διπλώματα που η ελληνική κυβέρνηση απλά πετάει “στον κάλαθο των αχρήστων”. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό και καμία τύψη. Εξακολουθώντας να πρεσβεύει ότι ακολουθεί μία πολιτική προοδευτική και κοινωνική!
Σε ό,τι αφορά την πρακτική μη αναγνώρισης των πτυχίων αυτών, θεωρώ ότι και η επόμενη καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι απλώς ζήτημα χρόνου, καθώς και ζήτημα χρημάτων για τους Έλληνες φορολογούμενους που τελικά καλούνται να πληρώνουν τα συνεχή πρόστιμα που επιβάλλονται στη χώρα μας. Θα ήθελα όμως περισσότερο να σταθώ στην κοινωνική διάσταση του προβλήματος που είναι και η πιο σημαντική. Δυστυχώς, σε μία Ευρώπη των πολλαπλών επιλογών, εμείς εγκλωβισμένοι σε παρωχημένες αντιλήψεις, εκφράζουμε λογικές του 50 και του 60. Πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτό στους κυβερνώντες ότι η Ανώτατη Εκπαίδευση δεν αποτελεί αγαθό πολυτελείας. Αποτελεί κοινωνικό αγαθό. Σε μία σύγχρονη λοιπόν κοινωνία, η πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση πρέπει να εξασφαλίζεται και όχι να ορθώνονται εμπόδια στην απόκτηση της γνώσης.
Το συμπέρασμα αυτό είναι τόσο απλό όσο και σημαντικό. Μόνο που η κοινωνικά “ευαίσθητη” κυβέρνηση του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να το εφαρμόσει. Και νιώθει ξαφνικά ότι απειλείται το κατά τα άλλα τέλειο σύστημα Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα μας από την αναγνώριση των πτυχίων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων που συνεργάζονται με ελληνικά κολέγια. Ας ξυπνήσουμε πια από τον ύπνο του δικαίου. Όσο είναι ακόμη καιρός!