(…) Όλες αυτές οι ανακατατάξεις, υπογραμμίζουν πόσο παιδαριώδεις είναι οι πειραματισμοί του ΣΥΡΙΖΑ στην εξωτερική πολιτική. Η Ελλάδα παρά την κρίση, διαθέτει ένα αδιαμφισβήτητο στρατηγικό πλεονέκτημα: μετέχει στις σημαντικότερες συμμαχίες, την ΕΕ, την Ευρωζώνη και το ΝΑΤΟ. Διαθέτει μιαν ισχυρή ομπρέλα ασφαλείας, που πολλές χώρες θα ήθελαν να έχουν. Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αρκεστούμε σε μιαν αμυντική στάση. Η κρίση δεν αποτελεί λόγο για αδράνεια. Άλλωστε, όλες οι μεγάλες επιλογές στις διεθνείς μας σχέσεις -π.χ. η στρατηγική των κυβερνήσεων του Κέντρου για την ένταξη στο ΝΑΤΟ στις αρχές του ’50 και του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την ΕΟΚ το 1974 – δεν έγιναν σε περιόδους ομαλότητας ή ευημερίας, αλλά άνοιξαν το δρόμο σε αυτές. (…)
Πριν από 25 χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1989, ελάχιστοι ανέμεναν την κοσμογονία που θα πυροδοτούσε μήνες αργότερα, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου: κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, κατάργηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, επανένωση της Γερμανίας και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης σε 15 κράτη. Ακολούθησαν η “βελούδινη” διάσπαση Τσεχοσλοβακίας και ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία.
Είναι χρήσιμο να τα θυμόμαστε αυτά, καθώς διανύουμε μιαν εποχή αυξημένης αβεβαιότητας στην ευρύτερη περιοχή μας. Στη Συρία και το Ιράκ έχει προκύψει μια νέα οντότητα που αυτοαποκαλείται “Ισλαμικό Κράτος”. Στη Λιβύη, η εκλεγμένη Βουλή, συνεδριάζει σε ναυλωμένο ελληνικό πλοίο και υπάρχουν σενάρια ενδεχόμενης διχοτόμησης. Η Ουκρανία απώλεσε την Κριμαία και πιθανώς να μετατραπεί σε ομοσπονδία. Ακόμη και στην ΕΕ, η ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας αποφεύχθηκε την ύστατη ώρα, με την υπόσχεση για περισσότερη αυτονομία. Ακολουθεί η Καταλονία, που επιδιώκει να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της.
Τι σημαίνει αυτή η αστάθεια και τι συνεπάγεται για την Ελλάδα; Μπορεί κανείς να επισημάνει μίαν ομοιότητα και δύο διαφορές μεταξύ του 1989 και του 2014:
- Και στις δύο περιπτώσεις αποδεικνύεται ότι τα μεταπολεμικά σύνορα, δεν πρέπει να θεωρούνται εγγυημένα. Φυσικά, δεν υπάρχει κίνδυνος για την ακεραιότητα της Ελλάδα και των περισσοτέρων χωρών, αλλά η αστάθεια μπορεί να έχει άλλες συνέπειες, που δεν μπορούμε να αγνοούμε.
- Από την άλλη πλευρά, μια διαφορά είναι ότι τη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα υποδεχόταν μετανάστες κυρίως από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Σήμερα, αντιθέτως, αυξάνονται ιδιαιτέρως οι ροές από την Ασία, την υποσαχάρια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, που θα παραμείνουν οι κύριες πηγές μετανάστευσης προς την Ευρώπη.
- Τέλος, οι εξελίξεις που ακολούθησαν το φθινόπωρο του 1989 σημάδεψαν το τέλος της μεταπολεμικής αντιπαράθεσης, μεταξύ κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ανελεύθερου κομμουνιστικού καθεστώτος. Αντίθετα, η σημερινή αστάθεια, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις τρομακτικές ανισότητες μεταξύ του προηγμένου κόσμου και των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, οι οποίες εντείνονται και από την τεχνολογική επανάσταση της τελευταίας εικοσαετίας. Οι ανισότητες τροφοδοτούν μιαν αυξανόμενη αντιπαλότητα, συχνά με θρησκευτικό μανδύα. Ή για να το θέσω διαφορετικά: αν τον Νοέμβριο του 1989 βλέπαμε στην τηλεόραση το ενθουσιασμένο πλήθος που περνούσε πάνω από το Τείχος στο ελεύθερο δυτικό Βερολίνο, σήμερα παρακολουθούμε άναυδοι στο Youtube, τους βάρβαρους αποκεφαλισμούς δυτικών ομήρων στο Ισλαμικό Κράτος.
Όλες αυτές οι ανακατατάξεις, υπογραμμίζουν πόσο παιδαριώδεις είναι οι πειραματισμοί του ΣΥΡΙΖΑ στην εξωτερική πολιτική. Η Ελλάδα παρά την κρίση, διαθέτει ένα αδιαμφισβήτητο στρατηγικό πλεονέκτημα: μετέχει στις σημαντικότερες συμμαχίες, την ΕΕ, την Ευρωζώνη και το ΝΑΤΟ. Διαθέτει μιαν ισχυρή ομπρέλα ασφαλείας, που πολλές χώρες θα ήθελαν να έχουν. Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αρκεστούμε σε μιαν αμυντική στάση. Η κρίση δεν αποτελεί λόγο για αδράνεια. Άλλωστε, όλες οι μεγάλες επιλογές στις διεθνείς μας σχέσεις -π.χ. η στρατηγική των κυβερνήσεων του Κέντρου για την ένταξη στο ΝΑΤΟ στις αρχές του ’50 και του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την ΕΟΚ το 1974 – δεν έγιναν σε περιόδους ομαλότητας ή ευημερίας, αλλά άνοιξαν το δρόμο σε αυτές.
Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και τώρα. Οφείλουμε να κατανοήσουμε τη δυναμική που έχει αναπτυχθεί, μετά το τέλος της ψυχροπολεμικής περιόδου. Η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε τρεις άξονες δράσης:
- Θωράκιση των συνόρων. Με την αναχαίτιση των παρατύπων μεταναστευτικών ροών, έναν εκσυγχρονισμένο Κανονισμό για τη Φύλαξη των Θαλασσίων συνόρων και την ενίσχυση της Frontex. Βασικό στοιχείο αποτελεί η αναθεώρηση του “Δουβλίνο ΙΙ” ώστε οι αιτούντες άσυλο να μην επιστρέφουν υποχρεωτικώς στην χώρα εισόδου τους, αλλά στο εξής να κατευθύνονται και προς άλλα συμβαλλόμενα κράτη, με ορθολογιστικά και ανθρωπιστικά κριτήρια.
- Ενεργό συμμετοχή στις διεθνείς πρωτοβουλίες. Η Ελλάδα πρέπει να συμμετάσχει με κάθε πρόσφορο μέσο στην ευρεία συμμαχία που δομείται σήμερα, έναντι του “Ισλαμικού Κράτους”. Η ειρήνη άλλωστε, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη στη Μ. Ανατολή ώστε μεσοπρόθεσμα να περιορισθούν δραστικά τα προσφυγικά ρεύματα.
- Ανάδειξη της τεχνογνωσίας της Ελλάδας ως προς την κατανόηση και την αντιμετώπιση των κρίσεων της ευρύτερης περιοχής μας. Μπορούμε να γίνουμε το “μάτι” του αναπτυγμένου κόσμου στη Μ. Ανατολή, όπως η Σιγκαπούρη είναι για την Κίνα. Δηλαδή, μέσω της ενίσχυσης των Πανεπιστημίων, των επιχειρήσεων και των ερευνητικών μας κέντρων, να εξάγουμε τεχνογνωσία, υπηρεσίες και πληροφορίες για την ευρύτερη “γειτονιά μας”. Είτε αυτό αφορά στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα είτε στις διεθνείς σχέσεις και την ασφάλεια.
Βασική προϋπόθεση επιτυχίας είναι να αντλήσουμε γνώση από το παρελθόν, να εμβαθύνουμε περισσότερο στα προβλήματα και τις προοπτικές της “γειτονιάς μας”, να αναλάβουμε τώρα δράση που θα κεφαλαιοποιήσουμε στο μέλλον. Όπως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου γκρέμισε πολλές ψυχροπολεμικές βεβαιότητες, έτσι καλούμαστε σήμερα να αντιμετωπίσουμε μια νέα πραγματικότητα- χωρίς παρωπίδες και χωρίς να αιφνιδιαζόμαστε, αλλά με τρόπο προνοητικό για το καλό της πατρίδας.