Κωστής Χατζηδάκης

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Άρθρο για την αξιοπιστία της πολιτικής στην Εστία

newspaper_stack_120x80

Είναι ευρύτερα υπονομευτικός για το πολιτικό σύστημα και υποτιμητικός για τους πολίτες, ο τρόπος που εμφανίζεται η κυβέρνηση μετά τις εκλογές προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη μεταμόρφωσή της.

 

Η αξιοπιστία της πολιτικής προϋπόθεση για την υπέρβαση της κρίσεως στην οικονομία
Άρθρο στην εφημερίδα “Εστία”

Δεν είναι πρωτοτυπία να πούμε ότι πιο δύσκολη περίοδο για την οικονομία από τη μεταπολίτευση και μετά δεν έχει γνωρίσει η Ελλάδα. Χρειάζεται να δώσουμε όλοι τον καλύτερό μας εαυτό και να εφαρμόσουμε το καλύτερο μείγμα οικονομικής πολιτικής. Χωρίς δειλία, αλλά και χωρίς να παραγνωρίζεται η ιδιαίτερα κρίσιμη για το μέλλον αναπτυξιακή διάσταση στα υιοθετούμενα μέτρα. Επειδή όμως η προσπάθεια για την οικονομία δεν εξελίσσεται μόνο στο οικονομικό πεδίο, για την επιτυχία του εγχειρήματος έχει πολύ μεγάλη σημασία η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Με κόμματα που θα εμπνέουν εμπιστοσύνη, που θα βάζουν πάνω απ’ όλα την Ελλάδα και που, όταν διαφωνούν, θα το πράττουν με ειλικρίνεια.

Θα τεθεί αμέσως το ερώτημα: Εσείς δεν βλέπετε τις δικές σας ευθύνες; Η ΝΔ, ιδιαίτερα μετά τις εκλογές, έχει ενοχοποιηθεί για όλα. Για όσα φταίει, αλλά και για όσα δε φταίει. Εδώ και 11 μήνες έχουμε κάνει την αυτοκριτική μας ως παράταξη, όπως οφείλαμε άλλωστε. Πράγματι, θα έπρεπε να τα έχουμε καταφέρει καλύτερα σε πολλούς τομείς. Αλλά η γενική ισοπέδωση δεν μπορεί να κρύψει ότι υπήρξαν και σωστές πολιτικές. Δεν μπορεί να περηφανευόμαστε για τον έλεγχο των δαπανών, για τη φοροδιαφυγή και για συμπεριφορές συγκεκριμένων προσώπων που έγιναν αντικείμενο κριτικής. Αλλά και δεν μπορεί να μην υπερασπιστούμε τις επιλογές μας στην ενεργειακή διπλωματία, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, στα μεγάλα έργα, στην Ανώτατη Εκπαίδευση, στον ΟΤΕ, στον ΟΛΠ, στην Ολυμπιακή. Μπορεί να δειλιάσαμε σε ορισμένους τομείς, αλλά όπου πραγματικά αναλάβαμε το πολιτικό κόστος, βοηθήσαμε τον τόπο να πάει μπροστά. Αυτό είναι και το βασικό δίδαγμα για  εμάς. Ότι, δηλαδή, πρέπει να μείνουμε προσηλωμένοι στις βασικές θέσεις ενός μεγάλου, ευρωπαϊκού, κεντροδεξιού κόμματος και με θάρρος να τις υπερασπιζόμαστε, ανεξάρτητα από το εάν είναι πρόσκαιρα δημοφιλείς. Μη λησμονώντας ότι δε συμμετέχουμε σε αγώνα ταχύτητας, αλλά σε αγώνα αντοχής.

Άλλοι κυβερνούν όμως σήμερα τον τόπο. Η δε διακυβέρνηση της Ελλάδας σήμερα, είναι κλασική περίπτωση πλαστοπροσωπίας. Όχι μόνο σε σχέση με όσα έλεγε προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ, αλλά με όσα υποστήριζε το κυβερνών κόμμα από της ιδρύσεώς του, το 1974. Πράττουν το ακριβώς αντίθετο. Αναφέρω μερικά πρόσφατα παραδείγματα: Στα καύσιμα, κατήγγελλαν τη ΝΔ όταν η χώρα μας ήταν η ένατη φθηνότερη στην ΕΕ στις τιμές της βενζίνης, ενώ τώρα που η χώρα μας έγινε η ακριβότερη στην Ευρώπη δε λένε τίποτα. Με την Ολυμπιακή, την πολιτική που ως Αντιπολίτευση ονόμαζαν ανάλγητη την υιοθέτησαν στο σύνολό της μετά τις εκλογές. Για τον ΟΣΕ, χρησιμοποιούν το ίδιους συμβούλους που χρησιμοποίησε η Νέα Δημοκρατία. Κατά τα λοιπά, τώρα το πρόγραμμα είναι σοσιαλιστικό, τότε ήταν ανάλγητο και νεοφιλελεύθερο. Πριν από τις εκλογές, εξήγγειλαν κρατικοποιήσεις ιδιωτικών τραπεζών, τώρα συζητούν για ιδιωτικοποίηση κρατικών. Μιλούσαν και – περιέργως – συνεχίζουν να μιλούν για χρήματα που υπάρχουν και που, προφανώς, ένα χρόνο μετά ούτε βρήκαν ούτε θα κατορθώσουν να βρουν. Αυτό είναι το άκρον άωτον της πολιτικής εξαπάτησης. Και δυστυχώς, δεν έγινε μόνο από τη σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, γίνεται κατ’ εξακολούθησιν από το συγκεκριμένο κόμμα.

Θα διερωτηθεί κάποιος: Ως προς τι ενοχλεί αν κάποιος έπαψε να υιοθετεί λανθασμένες θέσεις; Αυτό καθ’ αυτό μπορεί να μην είναι αρνητικό. Είναι όμως ευρύτερα υπονομευτικός για το πολιτικό σύστημα και υποτιμητικός για τους πολίτες, ο τρόπος που εμφανίζεται η κυβέρνηση μετά τις εκλογές προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη μεταμόρφωσή της. Πρώτον, δεν παραδέχεται ότι πραγματικά άλλαξε θέσεις, συνεχίζοντας να αναλίσκεται σε μια παλαιοσοσιαλιστική ρητορική, ενώ, ενίοτε, ο πρωθυπουργός, ως πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, δίνει μαθήματα στις τράπεζες και στους παράγοντες τους αγοράς. Δεύτερον, δηλώνει άγνοια σε σχέση με την κατάσταση της οικονομίας τα περασμένα χρόνια, ενώ όχι μόνο εμείς οι ίδιοι προειδοποιούσαμε ότι η κατάσταση είναι δύσκολη, αλλά και εκείνοι ως αντιπολίτευση μιλούσαν για σκηνικό καταστροφής και χρεοκοπίας. Τρίτον, δεν έχει κάνει ούτε ίχνος αυτοκριτικής για όλες τις ρόδινες, προεκλογικές υποσχέσεις του όσο και για τη μετεκλογική αδράνεια και τους άστοχους χειρισμούς των πρώτων μηνών. Τέταρτον, επιχειρεί να φορτώσει όλες τις ευθύνες στη Νέα Δημοκρατία, όταν την αντιπολιτεύθηκε με λύσσα σε κάθε διαρθρωτική αλλαγή που επεχείρησε. Και πέμπτον, ενώ προσπαθεί να ηγηθεί εκ των πραγμάτων σε μια προσπάθεια για την ανασύνταξη της οικονομίας, δυναμιτίζει, με συνεχείς και συστηματικές επιθέσεις εναντίον της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το αναγκαίο κλίμα συναίνεσης και συνεννόησης.

Όλα αυτά δεν είναι σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική. Είναι παλαιοπολιτικές και λαϊκιστικές μέθοδοι που, μεταξύ των άλλων, υπονομεύουν το πολιτικό σύστημα, μειώνουν ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία του στα μάτια των πολιτών και επιτείνουν τις αρνητικές αντιλήψεις μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης σε σχέση με τους πολιτικούς. Με δεδομένο λοιπόν ότι ένα αξιόπιστο, ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα είναι βασική προϋπόθεση για την έξοδο από την οικονομική κρίση, όλες οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να εργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση. Εμείς της Νέας Δημοκρατίας οφείλουμε να αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες. Οι ευθύνες όμως της κυβερνήσεως είναι πολύ μεγαλύτερες.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο