Κωστής Χατζηδάκης

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Άρθρο του Κωστή Χατζηδάκη στο περιοδικό ΕΠΙΛΟΓΗ

Η έλλειψη ρευστότητας και η ανάγκη τόνωσης της αγοράς είναι ένα από τα κύρια ζητούμενα σήμερα, όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά διεθνώς. Καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην έλλειψη ρευστότητας, για να υιοθετήσουμε, στη συνέχεια, το κατάλληλο μείγμα μέτρων.


Η έλλειψη ρευστότητας είναι συνάρτηση της πρωτοφανούς για τα μεταπολεμικά δεδομένα χρηματοοικονομικής κρίσης. Παγκοσμίως, η δύσκολη οικονομική συγκυρία έχει οδηγήσει τον τραπεζικό τομέα στο να γίνεται πιο φειδωλός, να έχει, με άλλα λόγια «κλειστεί στο καβούκι του», θέτοντας περιορισμούς στη δανειοδότηση επιχειρήσεων και πλήττοντας κατ’επέκταση την ίδια την αγορά. Επομένως, για να ξεπεραστεί η έλλειψη ρευστότητας, έπρεπε και πρέπει πρώτα απ’όλα να γίνουν οι αναγκαίες κινήσεις, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, που να θίγουν τη ρίζα του κακού.


Σε διεθνές επίπεδο, έχουμε ήδη δει μια σειρά πρωτοβουλιών. Τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στους G20 σχεδιάστηκαν μέτρα που να απαντούν στον ελλιπή διεθνή έλεγχο των τραπεζών, πράγμα που οδήγησε στην τραπεζική φούσκα του 2008. Με άλλα λόγια, από κοινού οι χώρες αποφάσισαν να αναπτύξουν μια σειρά ελεγκτικών μηχανισμών, που θα εγγυώνται τη σωστή λειτουργία της αγοράς. Να λάβουν μέτρα που θα αφορούν τη διαφάνεια στο τραπεζικό σύστημα, την κατάργηση των λεγόμενων φορολογικών παραδείσων, την προσεκτική ανάληψη χρηματοπιστωτικού ρίσκου, την πειθαρχία της αγοράς, την επανεξέταση των διεθνών λογιστικών προτύπων.


Σε εθνικό επίπεδο, αμέσως μόλις έγιναν αισθητές οι συνέπειες της κρίσης, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε στη λήψη μέτρων, σε συντονισμό και με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, προκειμένου να ενισχυθεί η ελληνική αγορά. Αναφέρομαι στο πακέτο στήριξης του τραπεζικού συστήματος, για να στηρίξει με τη σειρά του τις επιχειρήσεις, όπως έγινε σ’όλη την Ευρώπη. Αναφέρομαι επίσης στο ΤΕΜΠΜΕ, το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων, που κατά τη Β’ φάση του, η οποία ξεκίνησε τον Ιανουάριο 2009, χρηματοδότησε μέχρι σήμερα πάνω από 50.000 επιχειρήσεις με συνολικό ποσό δανείων ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ. Σημειώνω επίσης την προσπάθεια αξιοποίησης των κοινοτικών κονδυλίων. Εδώ, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πραγματοποίησε κυριολεκτικά έναν αγώνα δρόμου, προκειμένου να ολοκληρωθούν όλα τα προγράμματα του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, που είχαν μείνει πίσω απ’την προηγούμενη κυβέρνηση, χωρίς απώλεια πόρων.


Βεβαίως, παρά ταύτα, καθώς διανύουμε τη χειρότερη οικονομική κρίση διεθνώς μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο είναι λογικό να υπάρχουν πιέσεις από την ίδια την αγορά για περαιτέρω στήριξη. Η σημερινή κυβέρνηση επιχείρησε να απαντήσει σε αυτές τις πιέσεις, καταθέτοντας στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ρευστότητα. Αν και επί της αρχής το συγκεκριμένο νομοσχέδιο μας βρήκε σύμφωνους, εκφράσαμε επιφυλάξεις για ορισμένες διατάξεις. Διότι η άσκηση πολιτικής ειδικά στον τομέα αυτό είναι ταυτόχρονα μια άσκηση ισορροπίας. Από τη μια μεριά πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις παρατηρήσεις της ίδιας της αγοράς, από την άλλη πρέπει να φροντίζουμε για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Η ίδια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σημείωσε ότι ορισμένες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου μπορεί, ιδιαίτερα για τις ενήμερες οφειλές, να οδηγήσουν σε επιβράβευση των κακοπληρωτών, σε μεγαλύτερες επιφυλάξεις των τραπεζών για χορήγηση δανείων και σε αύξηση του κόστους του χρήματος. Εκείνο που χρειάζεται, λοιπόν, είναι να στηρίξουμε τη ρευστότητα, αλλά όχι με προχειρότητα. Να προχωρήσουμε σε ρυθμίσεις που πραγματικά στηρίζουν την αγορά και όχι σε ερασιτεχνικές και λαϊκίστικες λύσεις.


Το ελληνικό δημόσιο έχει στα χέρια του άλλα δύο εργαλεία για να πετύχει τους αναπτυξιακούς του στόχους: το ΕΣΠΑ, δηλαδή το Δ’ ΚΠΣ, και τον αναπτυξιακό νόμο. Για το μεν πρώτο, ειδικά στο Υπουργείο Ανάπτυξης, είχαμε ενεργοποιήσει μέχρι τον Οκτώβριο το 40% του επιχειρησιακού προγράμματος του υπουργείου. Η νέα κυβέρνηση δηλώνει ότι θα προχωρήσει γρήγορα στην άμεση αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, αλλά δεν έχει ακόμα δείξει συγκεκριμένο έργο προς αυτή την κατεύθυνση. Για το δεύτερο, τον επενδυτικό νόμο, ακόμα και η σημερινή κυβέρνηση αποδέχεται ότι ο ισχύων ήταν ο καλύτερος από όλους όσους εφαρμόστηκαν κατά καιρούς. Ωστόσο, τον «παγώνει» για να τον αντικαταστήσει εν καιρώ. Εύχομαι ο νέος να είναι πράγματι καλύτερος.


Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ και να πω ότι αν αξιοποιηθούν σωστά όλα τα παραπάνω, θα τονωθεί η ρευστότητα και θα επιτευχθεί η ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν ανακριβές. Διότι, μπορεί να βοηθήσουν την αγορά βραχυχρόνια, δεν εξασφαλίζουν όμως ένα σταθερό και βιώσιμο οικονομικό περιβάλλον μακροχρόνια. Στην Ελλάδα, για να ξεπεραστεί πραγματικά η κρίση, πρέπει να συντρέξουν μια σειρά από προϋποθέσεις. Προϋποθέσεις που αφορούν στην εξυγίανση των δημοσιονομικών μεγεθών με τον περιορισμό της κρατικής σπατάλης και την πάταξη της φοροδιαφυγής. Με μόνιμα, όχι προσωρινά μέτρα για τις δαπάνες σε τομείς που αποτελούν πληγή για το δημόσιο, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, η υγεία, οι σιδηρόδρομοι. Και με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα για να εισπραχθούν βεβαιωθέντα χρέη προς το δημόσιο όσον αφορά στη φοροδιαφυγή. Χρειαζόμαστε όμως, παράλληλα, για την υπέρβαση της κρίσης, ένα συγκροτημένο πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών. Με αποκρατικοποιήσεις που περιορίζουν το δυσκίνητο δημόσιο τομέα, με άνοιγμα των κλειστών αγορών και επαγγελμάτων, με απλοποίηση της διαδικασίας ίδρυσης επιχειρήσεων, με ουσιαστικό περιορισμό της γραφειοκρατίας.


Το πρόβλημα λοιπόν της ρευστότητας της αγοράς προκύπτει από την οικονομική κρίση. Τα άμεσα μέτρα στήριξης (ΤΕΜΠΜΕ, αξιοποίηση κοινοτικών κονδυλίων κλπ) είναι ασφαλώς αναγκαία. Περισσότερο, όμως, αναγκαία, ειδικά για την Ελλάδα, είναι η εξυγίανση των δημοσιονομικών μεγεθών και η προώθηση ουσιαστικών διαρθρωτικών αλλαγών. Μόνο έτσι θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να μπει η Ελλάδα, επομένως και οι ελληνικές επιχειρήσεις, σε άλλο δρόμο. Σ’έναν δρόμο ελκυστικό για τις αγορές και τους επενδυτές. Αλλιώς κινδυνεύουμε να πετάξουμε τις κρατικές ενισχύσεις σε ένα βαρέλι δίχως πάτο.


Μετάβαση στο περιεχόμενο