Κωστής Χατζηδάκης

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

“Μπροστά μόνο με μεταρρυθμίσεις”. Άρθρο στον Ελεύθερο Τύπο

kx_article_elef_typos_14_3Για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές. Χρειάζονται πολιτικές για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, το άνοιγμα των αγορών, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (…)

Χρειαζόμαστε τις μεταρρυθμίσεις, φτάνει να εφαρμόζονται σωστά με βάση τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Δεν θα πάμε μπροστά με τις συνταγές του παρελθόντος. Δεν θα γίνουμε Ευρώπη αρνούμενοι όσα συμβαίνουν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

kx_article_elef_typos_14_3Η Ελλάδα παρά τις δυσκολίες έχει βρεθεί την τελευταία διετία, χάρη στις προσπάθειες του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης και την κατανόηση των ελλήνων πολιτών, στην πρώτη θέση της κατάταξης αρκετών διεθνών οργανισμών ως προς τις μεταρρυθμίσεις. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλαν και οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν από το υπουργείο Ανάπτυξης, με στόχο να καλυφθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, να διευκολυνθεί το επιχειρείν και να βελτιωθεί η θέση των καταναλωτών στην αγορά.

Μέρος των αλλαγών αυτών ήταν και οι προτάσεις που υπέβαλε ο ΟΟΣΑ για την ομαλότερη λειτουργία της αγοράς, με βάση την αναμφισβήτητη διεθνή εμπειρία του στα ζητήματα αυτά (έχει υποβάλει σχετικές μελέτες στην Αυστραλία, την Ιαπωνία, τον Καναδά). Σε αυτές τις προτάσεις βασίστηκε και η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την άρση εμποδίων στον ανταγωνισμό σε δεκάδες προϊόντα και υπηρεσίες όπως τα βιβλία, τα υγρά καύσιμα, τα οικοδομικά υλικά, οι τουριστικές υπηρεσίες, κλπ. Και βέβαια το γάλα και το ψωμί, για τα οποία όσα επισημαίνονται στο ρεπορτάζ της εφημερίδας σας της περασμένης Παρασκευής έχουν διαφορετική αφετηρία: στο μεν γάλα δεν υιοθετήθηκε η πρόταση του ΟΟΣΑ, ενώ στο ψωμί υιοθετήθηκε αλλά δεν εφαρμόζεται.

Τόσο οι προτάσεις του ΟΟΣΑ για το γάλα όσο και οι θέσεις των υπουργείων Ανάπτυξης και Αγροτικής Ανάπτυξης για το γάλα είναι γνωστές. Είναι γνωστό επίσης το περιεχόμενο της ρύθμισης που ψηφίστηκε από τη Βουλή. Είναι προφανές για όποιον γνωρίζει όλα τα παραπάνω ότι η διάταξη που ψηφίστηκε δεν απηχεί τη δική μας πρόταση ή την πρόταση του ΟΟΣΑ, αλλά εκείνη που υποστηρίχθηκε από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποδίδονται σε εμάς οι ευθύνες για το γεγονός ότι πράγματι δεν έπεσαν οι τιμές του γάλακτος, με αποτέλεσμα οι Έλληνες σε καιρό κρίσης να εξακολουθούν να πληρώνουν μία από τις ακριβότερες τιμές στην ΕΕ.

Αφετηρία της παρέμβασης που είχαμε σχεδιάσει στο υπουργείο Ανάπτυξης ήταν, ακριβώς, το γεγονός ότι οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν την τρίτη υψηλότερη τιμή για το γάλα μεταξύ των «28». Χωρίς ταυτόχρονα να ωφελούνται οι παραγωγοί, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι τόσο η παραγωγή γάλακτος όσο και ο αριθμός των αγελαδοτρόφων μειώνονται τα τελευταία χρόνια. Ένα ερώτημα που προκύπτει – και στο οποίο δεν έχω λάβει ικανοποιητική απάντηση – για όσους δήλωναν αντίθετοι σε οποιαδήποτε αλλαγή, είναι ακριβώς αυτό: για ποιο λόγο υπερασπίζονται ένα καθεστώς που ζημιώνει τόσο τους παραγωγούς όσο και τους καταναλωτές, ωφελώντας προφανώς τους ενδιάμεσους.

Εμείς από την πλευρά μας επιλέξαμε να υιοθετήσουμε την πρακτική που ακολουθείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Και προτείναμε, η διάρκεια του γάλακτος να καθορίζεται με ευθύνη του παρασκευαστή ούτως ώστε κάθε επιχείρηση να προσαρμόσει το προϊόν της στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δικτύου διανομής, των καταναλωτών στους οποίους απευθύνεται, της τοπικής αγοράς (π.χ. νησιά), κλπ. και να πετύχει τη μέγιστη μείωση κόστους, όπως γίνεται σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.

Το ζήτημα είναι τι μπορεί να γίνει τώρα ώστε πράγματι να μειωθούν οι τιμές του γάλακτος. Όπως γνωρίζετε η Ελλάδα έχει συμφωνήσει ήδη να προβεί σε επανεξέταση όλων των σχετικών ρυθμίσεων μέχρι το Δεκέμβριο. Υπάρχει συνεπώς ασφαλιστική δικλείδα ώστε, όσοι (μεταξύ των οποίων και εγώ) θεωρούν ότι η ρύθμιση ήταν ατελέσφορη να συμφωνήσουν στις απαιτούμενες αλλαγές. Που θα οδηγούν σε άνοιγμα της αγοράς με βάση την εμπειρία από τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι τιμές καταναλωτή είναι χαμηλότερες χωρίς να φθίνει η κτηνοτροφία.

Σε ό, τι αφορά το ψωμί και για όσους εξακολουθούν να διαφωνούν με την υποχρεωτική ζύγιση, θα πρότεινα να θέσουν στον εαυτό τους το ερώτημα αν θα δέχονταν να πληρώσουν στο ταμείο του σούπερ – μάρκετ το αντίτιμο για ένα κιλό ζάχαρη ή ρύζι, γνωρίζοντας ότι η συσκευασία μπορεί να περιέχει 800 ή 900 γραμμάρια. Κανείς δεν θα ανεχόταν, πιστεύω, αυτής της μορφής την αισχροκέρδεια. Μέχρι τώρα το ψωμί δεν ζυγιζόταν με τη δύναμη της συνήθειας και την ανοχή, οφείλω να προσθέσω, της Πολιτείας. Με το νέο νόμο θεωρώ ότι είναι ευθύνη των ελεγκτικών αρχών να επιβάλουν το αυτονόητο: ότι δηλαδή ο καταναλωτής θα πληρώνει για την ποσότητα προϊόντος που πράγματι αγόρασε.

Για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές. Χρειάζονται πολιτικές για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, το άνοιγμα των αγορών, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται σειρά μέτρων που ελήφθησαν την προηγούμενη διετία, όπως π.χ. οι νέες αγορανομικές και υγειονομικές διατάξεις που επιτρέπουν σε περισσότερες επιχειρήσεις να πωλούν περισσότερα προϊόντα σε περισσότερα σημεία, η διάθεση του βρεφικού γάλακτος από τα σούπερ – μάρκετ που οδήγησε σε πτώση των τιμών, η απελευθέρωση των διδάκτρων που επίσης επέφερε μείωση τιμών, η διεύρυνση των εκπτωτικών περιόδων, το άνοιγμα της «Αγοράς του Καταναλωτή» στην κεντρική αγορά του Ρέντη, κ.α. Χρειαζόμαστε τις μεταρρυθμίσεις, φτάνει να εφαρμόζονται σωστά με βάση τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Δεν θα πάμε μπροστά με τις συνταγές του παρελθόντος. Δεν θα γίνουμε Ευρώπη αρνούμενοι όσα συμβαίνουν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Είμαι βέβαιος ότι η πορεία που έχει ξεκινήσει θα συνεχιστεί, προκειμένου να προσαρμοστεί η ελληνική αγορά στα ευρωπαϊκά δεδομένα και να απελευθερωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας προς όφελος, τελικά, και του καταναλωτή.


Μετάβαση στο περιεχόμενο