Ποιοι είναι οι στόχοι της έκθεσης, της οποίας είστε εισηγητής και αφορά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ;
Ο βασικός στόχος της έκθεσης είναι να προβάλει τις προτεραιότητες της Ευρωβουλής για τη λειτουργία των Διαρθρωτικών Ταμείων την περίοδο 2007-2013, αυτό που είναι ευρύτερα γνωστό ως Δ’ ΚΠΣ. Κατ’ αρχάς, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό ότι με την υπερψήφιση της συγκεκριμένης έκθεσης -και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία- το Κοινοβούλιο παρουσιάζει την τελική του θέση για ένα σπουδαίο ζήτημα, κάτι που δεν κατάφερε να κάνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τις δημοσιονομικές προοπτικές. Με τον τρόπο αυτό, στέλνει ένα αναμφισβήτητα θετικό μήνυμα στους Ευρωπαίους πολίτες ότι οι εργασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζονται με κανονικούς ρυθμούς κι ότι η κρίση που δημιουργήθηκε λόγω των τελευταίων εξελίξεων, σύντομα θα ξεπεραστεί. Επί της ουσίας, η έκθεση αποτελεί την απάντηση της Ευρωβουλής στις θέσεις που αναπτύσσονται στα Συμβούλια Υπουργών και οι οποίες οδηγούν σε περικοπές για το Δ’ ΚΠΣ. Το Κοινοβούλιο επιβεβαιώνει την βασική του τοποθέτηση ότι ο προϋπολογισμός συνοχής πρέπει να ανέρχεται στο 0,41% του κοινοτικού ΑΕΕ (Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος), προκειμένου να καλυφθούν αποτελεσματικά οι αυξημένες ανάγκες για οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή στην διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμβιβαστική πρόταση της Λουξεμβουργιανής Προεδρίας στην πρόσφατη αποτυχημένη Σύνοδο Κορυφής πρότεινε προϋπολογισμό της τάξεως 0,37%. Η διαφορά του 0,04% αφορά περίπου 30 δις. ευρώ. Οι θέσεις της Ευρωβουλής πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Συμβούλιο, καθώς για τις τελικές αποφάσεις απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Ευρωβουλής.
Στο ψήφισμα αναφέρονται συγκεκριμένες προτάσεις. Ποιες είναι αυτές και πόσο θα επηρεάζουν την Περιφερειακή Πολιτική της Ένωσης;
Αν και το Κοινοβούλιο ουσιαστικά υποστηρίζει την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία άλλωστε υιοθετούσε ήδη τις βασικές θέσεις για το μέλλον της περιφερειακής πολιτικής που είχε κατά καιρούς εκφράσει η Ευρωβουλή, η έκθεση περιλαμβάνει και κάποιες ακόμη συγκεκριμένες προτάσεις. Για παράδειγμα, προτείνεται η δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης των κονδυλίων που χάνονται λόγω της αυστηρής εφαρμογής του κανόνα Ν+2. Προτείνεται δηλαδή τα κονδύλια αυτά να μη γυρίζουν στους εθνικούς προϋπολογισμούς των πλουσιότερων κρατών μελών, αλλά να δίνονται στις ευρωπαϊκές περιφέρειες που έχουν αποδείξει ότι μπορούν να τα απορροφήσουν, προκειμένου να καλύψουν διαρθρωτικές τους ανάγκες. Επιπλέον, για τις περιφέρειες που πέφτουν θύματα του λεγόμενου “στατιστικού φαινόμενου” της διεύρυνσης (π.χ. η Αττική ή η Κεντρική Μακεδονία), προτείνεται σταδιακή μείωση της χρηματοδότησής τους από το 85% της πλήρους χρηματοδότησης στην αρχή της περιόδου στο 60% στο τέλος της. Αντίστοιχα, για τις περιφέρειες φυσικής σύγκλισης, δηλαδή τις περιφέρειες που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας για το Στόχο Σύγκλιση, αλλά θα τύχουν μεταβατικής χρηματοδότησης στο πλαίσιο του Στόχου Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας και Απασχόλησης (για τη χώρα μας το Νότιο Αιγαίο και η Στερεά Ελλάδα), η έκθεση ζητά να παραμείνουν επιλέξιμες και για δράσεις του Στόχου Σύγκλιση (π.χ. έργα υποδομής, τουρισμός). Όλες αυτές η ρυθμίσεις έχουν πολύ μεγάλη σημασία και για τη χώρα μας.
Τι σημαίνουν οι προτάσεις αυτές για την Ελλάδα και ειδικότερα για το ύψος των κοινοτικών πόρων που θα διοχετευτούν στην χώρα μας τα επόμενα χρόνια;
Οι προτάσεις της Ευρωβουλής αποτελούν το πλέον θετικό σενάριο για τη χώρα μας. Το ποσοστό που προτείνεται μεταφράζεται περίπου σε 22,5 δις. ευρώ για την Ελλάδα. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς και τη ρύθμιση που προτείνεται για τις περιφέρειες του στατιστικού φαινόμενου, το ποσό θα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Είναι σαφές ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στηρίζει την βασική επιδίωξη των χωρών συνοχής για επαρκή χρηματοδότηση της συγκεκριμένης πολιτικής.
Ποια στάση θα τηρήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην περίπτωση που το Συμβούλιο των Υπουργών επιδιώξει αλλαγές που αλλοιώνουν την φιλοσοφία της πρότασης;
Το ζήτημα είναι πολύ απλό. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την έκθεσή μου παρουσιάζει τις βασικές του θέσεις και ζητά από το Συμβούλιο να τις λάβει υπόψη για την τελική διαμόρφωση του συγκεκριμένου Κανονισμού. Εάν το Συμβούλιο δε σεβαστεί τις θέσεις αυτές και επιχειρήσει να επιφέρει ριζικές αλλαγές ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική του όλου συστήματος, τότε το Κοινοβούλιο δε θα έχει άλλη λύση από την απόρριψη του συγκεκριμένου Κανονισμού. Οι ρυθμίσεις άλλωστε δεν μπορούν να ισχύσουν, εάν η Ευρωβουλή δε δώσει τη σύμφωνη γνώμη. Για το λόγο αυτό, το Συμβούλιο δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί σημαντικά από τις θέσεις αυτές. Αναγνωρίζουμε βέβαια ότι η τελική λύση, ιδιαίτερα για το θέμα της χρηματοδότησης της πολιτικής αυτής, θα είναι ένας συμβιβασμός, που σίγουρα δε θα ικανοποιεί πλήρως τις θέσεις του Κοινοβουλίου.
Στο τελευταίο Συμβούλιο Κορυφής υπήρξε διάσταση απόψεων αναφορικά με τις δημοσιονομικές προοπτικές της ΕΕ για την περίοδο 2007-2013. Πόσο δύσκολη είναι τελικά η επίτευξη μίας συμφωνίας στο θέμα αυτό και πόσο μπορεί να επηρεάσει την Ελλάδα η εξέλιξη αυτή;
Η απόφαση για τον κοινοτικό προϋπολογισμό δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Ιδιαίτερα για τις επόμενες δημοσιονομικές προοπτικές, που καλύπτουν για πρώτη φορά τις ανάγκες 25 κρατών μελών και δεδομένης της σκληρής στάσης των έξι πλουσιότερων κρατών για περικοπές στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ήταν φανερό από την αρχή ότι οι διαπραγματεύσεις θα ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα ότι η αποτυχία της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής δεν αποδίδεται στην αδυναμία των Ευρωπαίων ηγετών να βρουν μία συμβιβαστική λύση. Αντίθετα, οι προτάσεις της Λουξεμβουργιανής Προεδρίας φαίνεται ότι έχαιραν ευρύτερης αποδοχής. Στην πραγματικότητα, η αδυναμία λήψης της σχετικής απόφασης οφείλεται στη στάση του Τόνυ Μπλερ, που χρησιμοποίησε ως αφορμή τα δημοσιονομικά, για να επιβάλει ένα νέο μοντέλο για την Ευρώπη. Αν υπάρχει αλλαγή της στάσης αυτής, η επίτευξη συμφωνίας πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Στο μεταξύ, δυστυχώς, διατρέχουμε ένα μεγάλο κίνδυνο. Αν οι αποφάσεις δε ληφθούν φέτος, αλλά το 2006, θα χαθεί ο πολύτιμος χρόνος της προετοιμασίας και θα αργήσει να τεθεί σε εφαρμογή το Δ’ ΚΠΣ. Επιπλέον για τη χώρα μας η ενδεχόμενη λήψη της σχετικής απόφασης το 2006 θα έχει και άλλες δυσμενείς συνέπειες. Στην περίπτωση αυτή θα ληφθούν υπόψη μεταγενέστερα στατιστικά στοιχεία σε σχέση με το ΑΕΠ, τα οποία και θα κρίνουν ποιες ελληνικές περιφέρειες θα είναι τελικά επιλέξιμες για κοινοτική χρηματοδότηση από το Δ’ ΚΠΣ. Αυτό ουσιαστικά μπορεί να θέσει σε “κίνδυνο” περιφέρειες όπως η Πελοπόννησος, η Κρήτη και το Βόρειο Αιγαίο.