Η συνεχώς διευρυνόμενη γκάμα υπηρεσιών που βασίζεται στις νέες τεχνολογίες πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών (ΤΠΤ) προσφέρεται για ενός νέου τύπου οικονομική ανάπτυξη και για ουσιαστική αναβάθμιση των παραγωγικών διαδικασιών εντός των επιχειρήσεων, αλλά και της ίδιας της δημόσιας διοίκησης. Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση επισημαίνοντας τη σημασία των ηλεκτρονικών επικοινωνιών για την επίτευξη των στρατηγικών της στόχων (στόχοι που απορρέουν από την Στρατηγική της Λισσαβόνας), έχει επεξεργαστεί ένα σύνολο πολιτικών δράσεων (e-Europe) για την υλοποίησή τους αφήνοντας στα κράτη μέλη την πρωτοβουλία να εξειδικεύσουν τις πολιτικές τους.
Ωστόσο, η έκρηξη των νέων τεχνολογιών σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται να μην αγγίζει –δυστυχώς- τη χώρα μας που πεισματικά παραμένει στον τομέα αυτό στην «εποχή του χαλκού». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης αποτελεί ο δημόσιος τομέας, όπου η κατά κεφαλή δαπάνη για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών είναι η χαμηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 με 44€, όταν ο κοινοτικός μέσος όρος είναι στα 134 €. Η περιορισμένη διείσδυση των νέων τεχνολογιών στις δημόσιες υπηρεσίες, για λόγους διαρθρωτικούς και διοικητικής «κουλτούρας», αποτυπώνεται και στο χαμηλό ποσοστό των δημόσιων υπαλλήλων που χρησιμοποιεί ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Είναι μόνο 23%, ενώ σε άλλες χώρες όπως η Ισπανία -χώρα Συνοχής -το ποσοστό αυτό να κυμαίνεται στο 80%. Αλλά ακόμα και στο επίπεδο των ιδιωτών και των επιχειρήσεων η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Η «κοινότητα» των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου είναι περιορισμένη (το ποσοστό των χρηστών κυμαίνεται γύρω στο 20% με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 45%).
Ιδιαίτερη αναφορά για την θέση της χώρας μας στο τομέα αυτό, γίνεται στην δέκατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κανονιστικές ρυθμίσεις και τις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Ένωση το 2004. Η Επιτροπή αναφέρεται στην βραδεία αφομοίωση των στρατηγικής σημασίας ευρυζωνικών υπηρεσιών στη χώρα μας (γρήγορο ίντερνετ και πολυμέσα) καθώς τον Ιούλιο του 2004 οι 9000 συνδρομητικές γραμμές DSL αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 0,24%(!!) του πληθυσμού με τον κοινοτικό μέσο όρο της Ε.Ε των 15 να κινείται στο 7,72%.
Στην Ελλάδα, πέρα από την έλλειψη εξοικείωσης του κράτους και των πολιτών με τις νέες τεχνολογίες, υπάρχει και μία στρέβλωση της αγοράς. Λόγω της δεσπόζουσας θέσης του ΟΤΕ στην αγορά, η χώρα μας παραμένει πολύ ακριβή στη χρήση του ίντερνετ, παρά τις προόδους που έχουν σημειωθεί. Παράλληλα, η πολιτική του ΟΤΕ για το γρήγορο ίντερνετ (πολύ μικρή διαφορά στις τιμές χονδρικής που παρέχει στις άλλες εταιρίες τηλεφωνίας και στις τιμές λιανικής) έχει ως αποτέλεσμα την «ομηρία» των ιδιωτικών εταιριών, και την ακριβή -απαγορευτική για πολλούς χρήστες- χρέωση.
Προκειμένου να υπάρξει μια ουσιαστική αλλαγή, θα πρέπει να οδηγηθούμε άμεσα στην ουσιαστική-και όχι ονομαστική- απελευθέρωση της αγοράς τηλεπικοινωνιών, με πιο ενεργό ρόλο της ρυθμιστικής αρχής (ΕΕΤ). Ο ανταγωνισμός στον τομέα των ευρυζωνικών υπηρεσιών θα επιφέρει πολλαπλά οφέλη για την οικονομία (χαμηλότερο κόστος, καλύτερες υπηρεσίες), αλλά και για τον ίδιο τον πολίτη.
Σε ό,τι αφορά την δημόσια διοίκηση, η απελευθέρωση της αγοράς, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στο δημόσιο και η εφαρμογή προγραμμάτων ουσιαστικής κατάρτισης των υπαλλήλων, μπορούν να φέρουν το δημόσιο τομέα πιο κοντά στη νέα εποχή. Με «ψηφιοποίηση» πολλών υπηρεσιών και εγγράφων απαλλάσσοντας τον πολίτη από το άγχος της επαφής με το δημόσιο. Παράλληλα η προώθηση των σύγχρονων υπηρεσιών προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις με έμφαση στις αμφίδρομες και συναλλακτικές (και όχι απλά ενημερωτικές) υπηρεσίες κράτους–πολίτη, θα βοηθήσουν την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (e-government) που σήμερα περιορίζεται σε καθαρά ενημερωτικό ρόλο. Εννοείται ότι τέτοιου είδους διαδραστικές εφαρμογές αφορούν επίσης την υγεία, την εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις.
Για την επίτευξη όμως όλων αυτών των στόχων επιβάλλεται η πλήρης αξιοποίηση των πόρων του Γ΄ ΚΠΣ για την Κοινωνία των Πληροφοριών (πρόγραμμα που δυστυχώς είχε μείνει πολύ πίσω με την προηγούμενη κυβέρνηση) με εξορθολογισμό των διαδικασιών αξιολόγησης και εκταμίευσης, η αξιοποίηση στο έπακρο του αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η χώρα μας στις ΤΠΤ σε πανεπιστήμια, επαγγελματικούς φορείς. Η αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες και η Κοινωνία των Πληροφοριών αποτελεί βασική προϋπόθεση για την δημιουργία ανταγωνιστικής οικονομίας και για την ουσιαστική συμμετοχή της χώρας στη σύγχρονη εποχή. Η Ελλάδα δεν πρέπει να μείνει μία χώρα παλιάς τεχνολογίας.