Είναι αλήθεια πως το τελευταίο διάστημα η θετική δυναμική στις σχέσεις τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και της Ελλάδας με τη Τουρκία έχει σχεδόν ανακοπεί. Μέχρι το Δεκέμβριο του 2004 η Τουρκία είχε καταβάλλει κάποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια προκειμένου να της επιτραπεί η έναρξη των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων, όπως και τελικά αποφασίστηκε τότε από τους ηγέτες της ΕΕ. Από εκεί και πέρα όμως παρατηρείται μία κόπωση σε αυτήν την προσπάθειά της, πράγμα το οποίο επηρεάζει και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το γεγονός ότι η γειτονική μας χώρα εισέρχεται σιγά σιγά στην προεκλογική της περίοδο -απώτατο όριο για τις βουλευτικές εκλογές είναι ο Νοέμβριος του 2007 -κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Και αυτό γιατί η τουρκική αντιπολίτευση ανεβάζει τους τόνους στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και η κυβέρνηση αισθάνεται υποχρεωμένη να ακολουθήσει. Φαίνεται όμως επίσης πως η Τουρκία δεν έχει δώσει ακόμη στον εαυτό της οριστική απάντηση εάν εξακολουθεί να πιστεύει σε μία ευρωπαϊκή προοπτική «αλά τούρκα» ( πράγμα το οποίο είναι αδύνατο να συμβεί ) ή δέχεται πραγματικά τους όρους του παιχνιδιού έτσι ώστε να μετατραπεί ουσιαστικά σε μία ευρωπαϊκή δημοκρατία.
Η προοπτική ενός ευρωτουρκικού γάμου αλλά και καλύτερων ελληνοτουρκικών σχέσεων θέλει προφανώς δύο εταίρους. Στην Τουρκία σίγουρα τα σημάδια δεν είναι τα καλύτερα. Ανάλογο είναι το κλίμα και στην ευρωπαϊκή πλευρά, είτε αυτό είναι αποτέλεσμα της στάσης των Τούρκων είτε πηγάζει από άλλους λόγους. Οι δημοσκοπήσεις στις χώρες της ΕΕ δείχνουν ένα εντεινόμενο κλίμα επιφυλακτικότητας απέναντι σους γείτονες. Το ίδιο αποτυπώνουν και οι δημοσκοπήσεις στην χώρα μας. Το ίδιο κλίμα καταδεικνύουν και τα γεγονότα των τελευταίων ημερών: η αντίδραση των γκρίζων λύκων απέναντι στον Πατριάρχη, το θέμα που προέκυψε με την έρευνα και την διάσωση στο Αιγαίο, η ακύρωση της αδελφοποίησης των δήμων της Σμύρνης και Θεσσαλονίκης, η εντεινόμενη οξύτητα των δημοσιευμάτων στις δύο πλευρές του Αιγαίου, ακόμα και η «μάχη» για την εθνική ταυτότητα του μπακλαβά.
Είναι φανερό πως ήρθε η ώρα των ηγεσιών. Τόσο τους Έλληνες όσο και τους Τούρκους συμφέρει μία πραγματική χωρίς εκπτώσεις ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο λαό. Οφείλουμε λοιπόν να εργαστούμε για μία τέτοια προοπτική, που θα αποτελέσει και τον καταλύτη για την βελτίωση των διμερών μας σχέσεων Αν αφεθούμε στην ανάξεση πληγών του παρελθόντος μπορούμε να φτάσουμε χωρίς καμία αμφιβολία στο 1922, στο 1821 και στο 1453. Οι πολιτικοί όμως δεν υφίστανται για να αναπαράγουν την ιστορία, αλλά για να υπερβαίνουν τα προβλήματα και να δημιουργούν νέες πραγματικότητες.
Χρειαζόμαστε λοιπόν στην παρούσα φάση το πολιτικό θάρρος του Βενιζέλου και του Ατατούρκ, οι οποίοι είχαν την δύναμη να θέσουν τις βάσεις για μία μακρά περίοδο ειρήνης και συνεργασίας των δύο χωρών μετά από εξαιρετικά οδυνηρές περιστάσεις. Η προσπάθεια δεν είναι εύκολη. Απαιτεί πολιτικό κόστος. Ωστόσο, σε αντίθετη περίπτωση, εάν τα πράγματα αφεθούν ανεξέλεγκτα, υπάρχει ο κίνδυνος της οπισθοδρόμησης. Και αυτό το ενδεχόμενο δεν θα βλάψει ούτε τη Γερμανία ούτε τη Γαλλία., αλλά τις χώρες που ακούν στο όνομα Ελλάδα και Τουρκία. Και στα δύο κράτη υπάρχουν αυτήν την ώρα ισχυρές και μετριοπαθείς πολιτικές ηγεσίες. Δεν πρέπει να αφήσουμε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ας σχεδιάσουμε λοιπόν και στις δύο πλευρές του Αιγαίου την πολιτική μας με γνώμονα όχι τις επόμενες εκλογές, αλλά τις επόμενες γενιές. Οι δύο συναντήσεις Καραμανλή – Ερντογάν μπορεί να συμβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση.