“Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και η εξοικονόμηση είναι τα δύο αντίδοτα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας”, τόνισε ο Κωστής Χατζηδάκης σε ομιλία του στην εκδήλωση “Αντιμετωπίζοντας την ενεργειακή φτώχεια”, στη Θεσσαλονίκη.
Επεσήμανε, επίσης, ότι “στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας, η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας αποτελεί έναν βασικό πυλώνα των παρεμβάσεων που σχεδιάζουμε. Τα προγράμματα των κομμάτων, άλλωστε, οφείλουν να ακολουθούν τα κοινωνικά προβλήματα και να βρίσκουν ρεαλιστικές σύγχρονες λύσεις”.
Ομιλία Κωστή Χατζηδάκη για την Ενεργειακή Φτώχεια (18.2.2017)
- Θα ήθελα να συγχαρώ τη Μαρία Σπυράκη για την πρωτοβουλία της που εστιάζει σε ένα ζήτημα που συχνά δεν τυχαίνει όση προσοχή αξίζει όταν συζητάμε για τις επιπτώσεις της κρίσης και τις μεθόδους αντιμετώπισης τους.
- Η ενεργειακή φτώχεια, δηλαδή η αδυναμία νοικοκυριών να καλύψουν αποτελεσματικά τις ενεργειακές τους ανάγκες, αποτελεί έναν από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των Ελλήνων σήμερα.
- Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης της Greenpeace, σύμφωνα με τα οποία ένας στους δύο χρήστες θέρμανσης στην Ελλάδα δεν μπορεί να ζεστάνει το σπίτι του σε ικανοποιητικό επίπεδο.
- Και το φαινόμενο αυτό είναι λογικό να είναι ακόμα πιο έντονο στις πιο φτωχές γειτονιές και όταν ζούμε κρύους χειμώνες, όπως φέτος.
- Για να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας, πρέπει πρώτα να δούμε τους κύριους παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή.
1. Ο πρώτος παράγοντας είναι το χαμηλό εισόδημα, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος αυτού να πρέπει να ξοδευτεί για την κάλυψη ενεργειακών αναγκών. Αυτό είναι ένα θέμα που, προφανώς, συνδέεται με το γενικότερο πλαίσιο της κρίσης και για αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από τις λαϊκίστικες σαπουνόφουσκες και να αντιληφθούμε ότι η πραγματική κοινωνική πολιτική σήμερα είναι η πολιτική των καλών ευρωπαϊκών πρακτικών, δηλαδή η πολιτική που ακολούθησε η Ιρλανδία και η Κύπρος και άφησαν πίσω τους την κρίση και τα μνημόνια.
2. Ο δεύτερος παράγοντας είναι το ενεργειακό κόστος. Η χώρα μας έχει από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας στην Ευρώπη. Ενδεικτικό είναι ότι το φυσικό αέριο είναι –προ φόρων- 24% πιο ακριβό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις είναι από 35 μέχρι 80% υψηλότερο σε σχέση με αντίστοιχες ευρωπαϊκές χώρες! Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει άμεσα. Και η μεγάλη προϋπόθεση για να το καταφέρουμε είναι να προχωρήσουμε στην ουσιαστική απελευθέρωση και εκσυγχρονισμό της ελληνικής ενεργειακής αγοράς. Ξέρω ότι κάποιοι που με ακούνε μπορεί να πούνε «και τι με νοιάζει εμένα η απελευθέρωση, εμένα με νοιάζει να πληρώνω πιο φθηνά την ενέργεια». Μα αυτό ακριβώς είναι το νόημα της απελευθέρωσης! Να έχουμε πιο φθηνή ενέργεια! Στην Ελλάδα, όμως, συχνά το ξεχνάμε αυτό. Έχουμε, μάλιστα, τόση πρεμούρα να αντισταθούμε στην αλλαγή και να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα κάποιων συντεχνιών, που προτιμάμε να πληρώνουμε περισσότερα! Δεν είναι δυνατό να συνεχίσουμε να βάζουμε το συμφέρον των λίγων πάνω από το συμφέρον των πολλών!
3. O τρίτος παράγοντας που συμβάλλει στην ενεργειακή φτώχεια είναι η ενεργειακή απόδοση. Η απώλεια ενέργειας, δηλαδή. Η χαμηλή ενεργειακή απόδοση οφείλεται σε παράγοντες όπως τα παλιά κουφώματα, η ανεπαρκής μόνωση κλπ. Παράγοντες, δηλαδή, που προκαλούν απώλειες και αναγκάζουν τα νοικοκυριά –αλλά και τα δημόσια κτήρια- να ξοδεύουν πολλά περισσότερα χρήματα για να ζεσταθούν τον χειμώνα και να δροσιστούν το καλοκαίρι. Γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα είναι αρκετά πίσω και σε αυτόν τον τομέα. Για να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα, λοιπόν, είναι σημαντικό να στηρίξουμε την ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων. Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να δώσουμε έμφαση στην κατάλληλη αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω εργαλείων όπως το πακέτο Γιουνκέρ, εστιάζει ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας. Πετυχημένο πρότυπο καλής πρακτικής στο πλαίσιο του πακέτου Γιουνκέρ αποτελεί το πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης στη Γαλλία ύψους 800 εκατομμυρίων, το οποίο υπολογίστηκε ότι θα δημιουργήσει 6.000 θέσεις εργασίας κατά την εκτέλεσή του.
Και σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να πει κάποιος «Μα σιγά μην καταφέρουμε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα». Θα ήθελα, λοιπόν, να σταθώ σε ένα παράδειγμα μιας πετυχημένης πολιτικής που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά επί υπουργίας μου, το «Εξοικονόμηση κατ’οίκον».
Το πρόγραμμα αυτό προσέφερε μια δέσμη οικονομικών κινήτρων για να αναβαθμίσουν οι πολίτες ενεργειακά τα σπίτια τους. Συγκεκριμένα, παρείχε στους ενδιαφερομένους έναν συνδυασμό επιχορήγησης και δανείου υπό ευνοϊκούς όρους για να υλοποιήσουν τις σχετικές παρεμβάσεις. Αν και το πρόγραμμα αυτό περιεπλάκη κάπως γραφειοκρατικά στη συνέχεια, ενδεικτικό της απήχησης της παρέμβασης είναι ότι πενήντα χιλιάδες (50.000) νοικοκυριά εντάχθηκαν στο πρόγραμμα από το 2009 μέχρι τον Ιανουάριο του 2015. Δυστυχώς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που είχε χειριστεί τη μετάβαση από το προηγούμενο στο σημερινό ΕΣΠΑ, καθυστέρησε τις διαδικασίες και πάγωσε ουσιαστικά ένα πολύ χρήσιμο πρόγραμμα για μεγάλο διάστημα.
Αυτή η πρωτοβουλία όμως πρέπει να αποτελέσει οδηγό για το μέλλον καθώς έχει πολλαπλό θετικό αντίκτυπο:
§ Οι καταναλωτές εξοικονομούν χρήματα μέσω της πιο αποδοτικής κατανάλωσης ενέργειας.
§ Δημιουργείται εγχώρια υπεραξία μέσω της κινητοποίησης του κατασκευαστικού κλάδου.
§ Ανεβαίνει η αξία των ακινήτων.
§ Προστατεύεται το περιβάλλον και βελτιώνεται η ζωή των πολιτών.
Κυρίες και κύριοι,
- Είναι σαφές ότι όταν μιλάμε για την ενεργειακή φτώχεια δεν μιλάμε για ένα ζήτημα που αφορά αυστηρώς τον τομέα της ενεργειακής πολιτικής. Μιλάμε για ένα ζήτημα που συνδέεται άμεσα με την αναπτυξιακή πολιτική της χώρας, αλλά κυρίως, με την κοινωνική πολιτική, καθώς αφορά πρωτίστως τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας.
- Πρωτοβουλίες όπως αυτή για την οποία συζητάμε σήμερα δεν πρέπει να τις στηρίζουμε λόγω κάποιας δεοντολογίας, ούτε επειδή θεωρούνται κάτι πολιτικά ορθό και μοντέρνο. Πρέπει να τις στηρίζουμε για&ta