Κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα να συγχαρώ το ίδρυμα Hanns Seidel για τη διοργάνωση της σημερινής συζήτησης και να τους ευχαριστήσω για την πρόσκληση.
Σήμερα είμαστε εδώ για να συζητήσουμε για την επόμενη μέρα της πατρίδας μας. Μια συζήτηση εξαιρετικά σημαντική, η οποία φυσικά μας αφορά όλους. Και για αυτό, έχουμε υποχρέωση να την κάνουμε στη βάση πραγματικών δεδομένων. Όχι μιας εικονικής πραγματικότητας.
Τα πραγματικά δεδομένα, λοιπόν, λένε πως η επόμενη μέρα μετά από την έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης μοιάζει, δυστυχώς, εκ των πραγμάτων, πολύ με την προηγούμενη:
- Οι δανειστές δεν έφυγαν. Τα κλιμάκια της τρόικα είναι αυτές τις μέρες εδώ.
- Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους δανειστές, ιδιαίτερα το ζήτημα των συντάξεων. Αν ήταν να είναι ουσιωδώς διαφορετική η περίοδος από εδώ και μετά, δεν θα υπήρχε και κανένας λόγος η κυβέρνηση να διαπραγματεύεται μαζί τους!
- Πέρα από τις συντάξεις και την περικοπή τους, έχει προνομοθετηθεί περικοπή κατά 35% του αφορολόγητου ορίου από το 2020.
- Ενώ θα έχουμε και τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3.5% μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060.
- Και φυσικά, θα υπάρχει ο έλεγχος του SSM στις τράπεζες για 35 χρόνια και η παρουσία του υπερταμείου μέχρι το 2114!
Θα πει κανείς ότι όλες αυτές οι δεσμεύσεις θα μπορούσαν να συμβάλουν στο να καθησυχαστούν οι αγορές και να ακολουθήσει η χώρα τον δρόμο της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Κύπρου. Δεν σημαίνει, όμως, αυτό.
Διότι τις τελευταίες μέρες είδαμε τα ελληνικά ομόλογα να παίρνουν την ανηφόρα. Και η πορεία αυτή δεν συνδέεται με την πορεία των ομολόγων, φερ’ ειπείν, της Πορτογαλίας και της Κύπρου. Ούτε καν της Ιταλίας!
Επομένως, ενώ η Ελλάδα συνεχίζει να έχει υποχρεώσεις, δεν κατορθώνει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη. Γιατί, λοιπόν, δεν το πετυχαίνει;
Θεωρώ, προσωπικά, ότι οι λόγοι είναι πολιτικοί. Η κυβέρνηση μπορεί να απέφυγε το άλμα στον γκρεμό το 2015, δεν κατορθώνει όμως να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στις αγορές. Διότι από τη μια στηρίζεται στην υπερφορολόγηση, ενώ από την άλλη δείχνει απέχθεια στην υιοθέτηση διαρθρωτικών αλλαγών.
Επιπλέον, όμως, αυτού, με όσα διακηρύσσουν υπουργοί της για ανατροπές διαρθρωτικών αλλαγών και για παροχές που έρχονται, υπονομεύει την προσπάθεια για ανάκτηση της εμπιστοσύνης, που είναι τελικά η λέξη κλειδί.
Αυτό είναι πολύ σοβαρότερο από ότι φαίνεται, διότι εάν δεν αλλάξει η χώρα αμέσως πορεία, με δεδομένο ότι είναι σχεδόν μια δεκαετία εκτός αγορών, με τις επενδύσεις να είναι στο 1/3 σε απόλυτες τιμές (1/2 σε όρους ΑΕΠ) σε σχέση με το 2007, ενώ ταυτοχρόνως βρίσκεται στο τέλος του πίνακα της ανάπτυξης ευρωπαϊκά, η Ελλάδα κινδυνεύει να θεωρηθεί χαμένη περίπτωση και να γίνει, αν το φαινόμενο επιμείνει, Αργεντινή νούμερο 2, που 25 χρόνια πάει από κρίση σε κρίση.
Επομένως, τα πράγματα θα πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα προσοχή, αν θέλουμε να υπάρχει πραγματική προοπτική για τη χώρα μας.
Στη Νέα Δημοκρατία έχουμε καταστήσει σαφές πως θέλουμε να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τη λογική του κρατισμού και της διανομής φτώχιας και να περάσουμε στη λογική της δημιουργίας και των ευκαιριών για όλους. Αντί να κοιτάμε πώς θα μοιράσουμε χωρίς να παράγουμε, πρέπει, επιτέλους να χτίσουμε μια οικονομία που θα βασίζεται σε μια απλή αρχή: «Παράγω, Εξάγω».
Και αυτό είναι κάτι που μπορούμε να το πετύχουμε μόνο αν εφαρμόσουμε το μοντέλο που εφαρμόζεται σε όλες τις επιτυχημένες οικονομίες της Ευρώπης. Δηλαδή το μοντέλο «λιγότεροι φόροι – μικρότερο δημόσιο – στήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Μόνο η υιοθέτηση αυτού του μοντέλου μπορεί να οδηγήσει σε αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και, κατά συνέπεια, σε νέες επενδύσεις και νέες δουλειές.
Διότι ένας επενδυτής θα έρθει να βάλει τα λεφτά του με μακροπρόθεσμο ορίζοντα μόνο αν έχει εμπιστοσύνη πως έρχεται σε μια χώρα στην οποία υπάρχει σταθερότητα. Στην οποία δεν θα κινδυνεύει κάθε λίγο και λιγάκι να έρθουν τα πάνω-κάτω και να τιναχθούν στον αέρα τα σχέδιά του. Και οι πολλές, ποιοτικές θέσεις εργασίας μόνο από τέτοιες επενδύσεις έρχονται. Όχι από αυτούς που βρίσκουν την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας.
Υπάρχουν μια σειρά από προϋποθέσεις για να επανέλθει η εμπιστοσύνη. Φυσικά δεν μπορώ να τις αναλύσω στο πλαίσιο μιας δεκάλεπτης ομιλίας. Όμως θα σταθώ συνοπτικά σε τέσσερις.
- Η πρώτη προϋπόθεση είναι μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση, η οποία θα μπορέσει να εμπνεύσει εμπιστοσύνη εντός και εκτός συνόρων. Μια κυβέρνηση στην οποία τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και οι υπουργοί, θα πιστεύουν στην ανάγκη των διαρθρωτικών αλλαγών και δεν θα τις παρουσιάζουν σαν αναγκαίο κακό. Μια κυβέρνηση που θα θυμίζει Εθνική Ελλάδος, με στελέχη υψηλού, πραγματικά, επιπέδου, από την πολιτική, την επιχειρηματική κοινότητα, και ικανά στελέχη του ιδιωτικό τομέα.
- Η δεύτερη προϋπόθεση για να μπει η οικονομία μας σε αναπτυξιακή τροχιά είναι η εγκαθίδρυση ενός σταθερού και πιο ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος, σε συνδυασμό με τη θέσπιση κινήτρων για επενδύσεις. Για να μπορέσει να γίνει το επενδυτικό σοκ που έχει ανάγκη η οικονομία μας και να δημιουργηθούν μαζικά νέες, ποιοτικές θέσεις εργασίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μιλήσει πολλές φορές για τις παρεμβάσεις που σχεδιάζουμε προς αυτή την κατεύθυνση, και θα επεκταθεί περαιτέρω αυτό το Σάββατο στην ομιλία του στη ΔΕΘ.
- Όσον αφορά στον τραπεζικό τομέα, είναι σημαντική η αποφασιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, το οποίο εμποδίζει τις τράπεζες να διοχετεύσουν τη ρευστότητα που τόσο χρειάζεται η οικονομία, και κρατάει σε ομηρία νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση δυστυχώς –με την ανοχή των δανειστών- έχει προωθήσει γραφειοκρατικές λύσεις που μπορούν να δημιουργήσουν ακόμη περισσότερα προβλήματα. Η Νέα Δημοκρατία έχει παρουσιάσει εδώ ένα αυτοματοποιημένο σύστημα για ολοκληρωμένη αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, με κίνητρα για τις τράπεζες και κυρώσεις στα στελέχη τους σε περίπτωση καθυστερήσεων. Ώστε να μετατραπεί η πρόκληση αυτή από απειλή σε ευκαιρία.
- Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μιλήσει επίσης το Σάββατο για μια σειρά από πρωτοβουλίες που σχεδιάζουμε τις οποίες έχουμε ανάγκη ως χώρα και αφορούν τόσο την οικονομία μας όσο και την καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών, αλλά και ζητήματα κουλτούρας της κοινωνίας μας.
- Για ένα πιο αποτελεσματικό Δημόσιο που θα βρίσκεται δίπλα στους πολίτες και όχι απέναντί τους.
- Για μια Δικαιοσύνη που θα λειτουργεί γρήγορα, αξιοποιώντας τις πιο σύγχρονες τεχνολογίες, για να μειώσει κατακόρυφα την ταλαιπωρία που υφίστανται οι Έλληνες σήμερα στα δικαστήρια.
- Και για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα έχει διεθνή προσανατολισμό, ώστε να γίνει η Ελλάδα διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο και να προσελκύουμε φοιτητές από όλο τον κόσμο, αντί να στέλνουμε τους δικούς μας έξω.
Κυρίες και κύριοι,
Αν θέλουμε να έχουμε πραγματική ελπίδα να γυρίσουμε σελίδα και να εκπλήξουμε ευχάριστα αγορές και επενδυτές, πρέπει πρώτα από όλα να γυρίσουμε την πλάτη στον λαϊκισμό, τις ψεύτικες υποσχέσεις και τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα. Να κάνουμε μια στροφή στη σοβαρότητα και να ανοίξουμε τα μάτια μας στις καλές πρακτικές που εφαρμόζονται στην Ευρώπη και τον κόσμο. Και αυτό είναι που προσπάθησα να περιγράψω με παραδείγματα για τη μελλοντική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. Σας ευχαριστώ.