Δεν είναι σπάνια τα δημοσιεύματα που μιλούν για τις αρνητικές επιδόσεις της ΕΕ σε τομείς όπως αυτόν της επιχειρηματικότητας, της έρευνας και της τεχνολογίας. Φωνές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου γιατί η ΕΕ βρίσκεται 20 χρόνια πίσω από τις ΗΠΑ και χρειάζεται ανατρεπτικές πολιτικές προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η ΕΕ μπορεί και πρέπει να κάνει μεγαλύτερα βήματα για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της. Όμως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ήδη η Ευρώπη βρίσκεται σε καλό δρόμο και έχει κατορθώσει πολλά. Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Economist αποκαλύπτει ότι το
29% των περίπου 2000 εταιριών που κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη είναι ευρωπαϊκές.
Παρόμοια πορεία ακολουθεί και η ελληνική οικονομία, η οποία έχει πετύχει τα τρία τελευταία χρόνια υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 4% και έχει μειώσει την ανεργία από 11,3% το πρώτο τρίμηνο του 2004 σε 8,8 % το δεύτερο τρίμηνο του 2006. Ωστόσο έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει. Η Ελλάδα πρέπει πρώτα να φτάσει τους Ευρωπαίους εταίρους της και έπειτα να πορευτεί μαζί τους, σαν ισότιμο μέλος, μέσα στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Ειδικά στον τομέα της ανταγωνιστικότητας και της επιχειρηματικότητας η χώρα μας παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις. Η Παγκόσμια Έκθεση για την Επιχειρηματικότητα (GEM) του 2006 δείχνει ότι υπάρχει σημαντική διαφορά ποιότητας ανάμεσα στην ελληνική επιχειρηματικότητα και σε αυτή των ανεπτυγμένων κρατών. Αυτό οφείλεται στο ότι η ανάληψη επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας είναι περισσότερο αποτέλεσμα έλλειψης καλύτερων επιλογών για εργασία παρά προϊόν προσπάθειας για εκμετάλλευση μιας επιχειρηματικής ευκαιρίας. Ως προς την εκμετάλλευση ευκαιριών η χώρα μας βρίσκεται στην 3η χαμηλότερη θέση στην Ευρώπη. Επίσης, ως προς το βαθμό καινοτομίας, οι ελληνικές επιδόσεις είναι περιορισμένες. Σε σχέση με το ποσοστό παραγωγής ενός πραγματικά νέου προϊόντος η χώρα μας κατέχει την 4η χαμηλότερη θέση από τις χώρες του GEM.
Πώς όμως θα αυξηθεί η επιχειρηματικότητα στη χώρα μας ώστε να μπει η Ελλάδα πιο δυναμικά στον ανταγωνιστικό χάρτη της Ευρώπης; Γνώμονας θα πρέπει να είναι η Στρατηγική της Λισσαβόνας, η Στρατηγική των Μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έθεσε ως στόχο τη μετατροπή της Ένωσης στην «πιο ανταγωνιστική οικονομία γνώσης ικανή για βιώσιμη ανάπτυξη και ευημερία». Το γενικό πλαίσιο της στρατηγικής αυτής, ύστερα και από την αναθεώρηση του 2005, ορίζει ως προτεραιότητες την ανάπτυξη μέσω της γνώσης και της καινοτομίας και τη διαμόρφωση μιας αγοράς πιο ελκυστικής για νέες επενδύσεις και εργασία που θα οδηγήσουν με τη σειρά τους στην αύξηση της επιχειρηματικότητας.
Ο πρώτος και κυριότερος τομέας στον οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού για τις επιχειρήσεις. Αυτό είναι ένας συνδυασμός δύο παραγόντων. Ο πρώτος σχετίζεται με το ρόλο του κράτους, το οποίο δεν θα πρέπει με περιττά γραφειοκρατικά βάρη να φρενάρει την επιχειρηματικότητα αλλά να την επιταχύνει. Γι’ αυτό και θα πρότεινα μια ουσιαστική παρέμβαση στη Δημόσια Διοίκηση. Να προσλάβουμε με διεθνή διαγωνισμό μια εταιρία εξειδικευμένη στον τομέα αυτό η οποία, σύμφωνα με τους περιορισμούς που έχουμε από το Σύνταγμα, θα προτείνει ένα συνολικό μοντέλο αναδιάρθρωσης της Δημόσιας Διοίκησης.
Ο δεύτερος παράγοντας για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επιχειρήσεις είναι η υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων που θα προωθούν την «έξυπνη» ανάπτυξη. Μέτρα δηλαδή που θα ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να επενδύουν στην Ελλάδα χωρίς να οδηγούν σε υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους. Τα μέτρα αυτά, που έχουν δοκιμαστεί με διάφορες μορφές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προσαρμοσμένα στην ελληνική πραγματικότητα, θα στοχεύουν στην προσέλκυση επενδύσεων μέσα από την ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας.
Κυρίαρχο ρόλο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της έξυπνης ανάπτυξης παίζει η εκπαίδευση. Η καινοτομία χρειάζεται νέο πνεύμα που θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις ενός παγκόσμιου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Το νέο αυτό πνεύμα θα προκύψει κυρίως μέσα από μια εκπαίδευση που θα συνδέεται με την παραγωγή και θα προσφέρει στις επιχειρήσεις καλά καταρτισμένα στελέχη. Προς αυτή την κατεύθυνση στρέφονται και οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε η κυβέρνηση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανοίγοντας το δρόμο για μια ριζική αναμόρφωση της παιδείας στην Ελλάδα. Για να μετατραπούν τα ελληνικά πανεπιστήμια σε κέντρα έρευνας σταματώντας τη διαφυγή Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό και προσελκύοντας ξένους ερευνητές που θα δώσουν νέα ώθηση στην τοπική ανάπτυξη.
Συνοδευτικά μέτρα είναι η σωστή αξιοποίηση των κονδυλίων που παίρνουμε από την ΕΕ και των οποίων η διαχείριση γίνεται μέσω των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης. Αυτό θα επιτευχθεί μόνο μέσω μιας «στοχευμένης» κατάρτισης, δηλαδή μέσω της διαμόρφωσης προγραμμάτων επανεκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης ύστερα από εκτεταμένες δημοσκοπήσεις μεταξύ διευθυντικών στελεχών επιχειρήσεων τα οποία θα εξειδικεύουν τις ανάγκες τους για το άμεσο μέλλον. Είναι πολύ ασφαλέστερη μέθοδος απ’ τον προσδιορισμό των αναγκών μας από κάποιους γραφειοκράτες. Παράλληλα, θα πρέπει να συνδέεται η αμοιβή των ΚΕΚ με τα αποτελέσματα της δουλειάς τους έτσι ώστε η πρόσθετη χρηματοδότηση για τα ΚΕΚ, των οποίων οι απόφοιτοι βρίσκουν δουλειά, να αποτελεί κίνητρο για πιο ουσιαστική προσπάθεια.
Πέρα από την αναβάθμιση της εκπαίδευσης η εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών θα βοηθήσει την Ελλάδα να αξιοποιήσει στο έπακρο τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της. Οι νέες τεχνολογίες είναι ένας τομέας που προσφέρεται για εκμετάλλευση και στον οποίο η χώρα μας υστερεί σε μεγάλο βαθμό. Το Γ’ και Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης προσφέρει πολλές ευκαιρίες για εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών. Αυτό που χρειάζεται είναι ένας μακροπρόθεσμος προγραμματισμός για να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και κυρίως του διαδικτύου και των ευρυζωνικών συνδέσεων. Η λύση για την αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που δίνουν οι νέες τεχνολογίες στον τομέα των τηλεπικοινωνιών βρίσκεται σε μια ουσιαστική απελευθέρωση της αγοράς με ενίσχυση του ρόλου της ρυθμιστικής αρχής (ΕΕΤΤ) που θα παρεμβαίνει ώστε να λειτουργεί ομαλά η αγορά προς όφελος των καταναλωτών.
Τέλος η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στους παραδοσιακούς εκείνους τομείς στους οποίους έχει ήδη μια
επιτυχημένη πορεία. Οι τομείς αυτοί είναι η ναυτιλία, η οποία πρέπει να τραβήξει το δρόμο της με τη λιγότερη δυνατή κρατική παρέμβαση, και ο τουρισμός. Όσον αφορά τον τουρισμό πρέπει να δημιουργήσουμε μια δική μας ταυτότητα που θα έχει προστιθέμενη αξία για τον τουρίστα αλλά και για την εθνική μας οικονομία. Έμφαση πρέπει να δοθεί στις επενδύσεις για ποιοτική αναβάθμιση των τουριστικών επιχειρήσεων η οποία θα συνδυάζεται με την προστασία του περιβάλλοντος. Το περιβάλλον αποτελεί μια απ’ τις σημαντικότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας μας και οφείλουμε να το προστατεύσουμε αν θέλουμε να επιτύχουμε μια βιώσιμη ανάπτυξη.
Η χώρα μας μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί σε μια ανταγωνιστικότερη οικονομία. Εκείνο που χρειάζεται είναι μια τολμηρή και έξυπνη μεταρρυθμιστική πολιτική. Μια πολιτική που θα της εξασφαλίσει μια θέση ισότιμη ανάμεσα στα ανεπτυγμένα δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Η Ελλάδα ήδη κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι απλώς να επιταχύνει το βηματισμό της. Δε χρειάζεται να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα, αρκεί να παραδειγματιστούμε απ’ ότι έχει ήδη συμβεί στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.