
“Πρέπει να δούμε και αυτή την Οδηγία σαν μέρος της συνεχιζόμενης ευρωπαϊκής προσπάθειας για την αντιμετώπιση της κρίσης, η οποία θα πρέπει να τελειώσει το ταχύτερο δυνατό, διότι αν δεν τελειώσει με θωράκιση της ευρωζώνης, θα το πληρώσουμε όλοι και φοβούμαι, πρώτοι εμείς.”
Εξέταση της πρότασης Οδηγίας του Συμβουλίου για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και για την τροποποίηση της Οδηγίας 2008/7/ΕΚ [COM (2011) 594 ΤΕΛΙΚΟ]
Ειδική Διαρκής Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων
8 Δεκεμβρίου 2011
ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ (Εισηγητής της Ν.Δ.): Κυρία Πρόεδρε, κύριες και κύριοι συνάδελφοι, και η σημερινή ιστορία, ξεκίνησε το 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers και την γνωστή συνέχεια. Οι G20, που συνήρθαν, κατόπιν, αποφάσισαν μεταξύ των άλλων, ως κατευθυντήρια αρχή, ένα μέρος του βάρους να αναλάβει και το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα για το οποίο, είχαν ζητηθεί, ήδη, θυσίες, από τους φορολογούμενους πολίτες, μέσω των προϋπολογισμών και των εγγυήσεων που δόθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι απολύτως, εύλογο, φτάνει να δούμε στην συνέχεια, πώς μπορεί να υλοποιηθεί, διότι, η παγκοσμιοποίηση, έχει προχωρήσει, όπως ξέρουμε, πολύ γρηγορότερα, απ’ ότι παγκόσμιοι μηχανισμοί πολιτικού ελέγχου. Επομένως, αυτή η ασυμμετρία, δημιουργεί και μέχρι σήμερα, αλλά θα δημιουργήσει και στο μέλλον, σοβαρά προβλήματα στην οικονομία. Ανέφερα, ότι έχει προχωρήσει η παγκοσμιοποίηση, πολύ ταχύτερα από τους όποιους μηχανισμούς πολιτικού ελέγχου. Θεωρητικώς, υπάρχει ο ΟΗΕ, οι G20, οι G7, υπάρχουν οι διασκέψεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, διεθνώς, κυρία Παπανδρέου, αλλά γνωρίζουμε, ότι, όλα αυτά έχουν αποδειχτεί, κατώτερα των περιστάσεων.
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα προβλημάτισε στην συνέχεια και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είχαμε πράγματι, την έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της κυρίας Ποδηματά, που εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία. Δεν προτίθεμαι να επεκταθώ επί του θέματος, γιατί φαντάζομαι, θα μιλήσει στην συνέχεια η ίδια. Θα πω, ότι η ιδέα αυτή, υποστηρίχτηκε στην συνέχεια, τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και από σημαντικές χώρες της Ε.Ε. και τελευταίο παράδειγμα, είναι η πρόσφατη υποστήριξη που έχει λάβει από την Γαλλία και την Γερμανία, μόλις και προχθές, στην τελευταία συνάντηση, Μέρκελ – Σαρκοζί.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει εκπονήσει σχέδιο έκθεσης οδηγίας του συμβουλίου, τον περασμένο Σεπτέμβριο και αυτό είναι που συζητάμε σήμερα. Προβλέπεται λοιπόν, φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, κατά τον τρόπο που περιέγραψε η κυρία Μπατζελή. Στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, ορίζεται, η ανταλλαγή χρηματοπιστωτικών μέσων, δηλαδή, χρεόγραφα, μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, μεταξύ τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Επομένως, δεν καλύπτονται οι ιδιώτες, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κ.λπ. και μπαίνει ένας φόρος, 0,1% στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, γενικά και 0,01% στα παράγωγα. Προηγουμένως, σας είπα, ότι φαίνεται η ιδέα αυτή, να συγκεντρώνει την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κρατών της Ε.Ε.. Δεν πρέπει να παραμερίζουμε δύο σημαντικά ζητήματα τα οποία είναι ενδεχόμενο, να λειτουργήσουν ανασταλτικά στην προώθηση αυτής της ιδέας.
Το πρώτο, είναι ότι για τα φορολογικά ζητήματα στην Ε.Ε. απαιτείται ομοφωνία και τα ζητήματα αυτά, είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το λέω αυτό, διότι, γνωρίζουμε την σθεναρή αντίθεση της Μ. Βρετανίας, απέναντι σε αυτή την ιδέα, γιατί φοβάται ότι θα υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις στο City του Λονδίνου και εν πάση περιπτώσει, στην Βρετανική οικονομία. Επομένως, αν η Βρετανία, δεν καμφθεί, δεν πρόκειται η πρόταση η οποία συζητάμε σήμερα, όσο και αν συγκεντρώνει την υποστήριξη της Γερμανίας και της Γαλλίας, να περάσει και να γίνει κανονισμός της Ε.Ε.. Εκτός και αν αποφασισθεί – απομένει να δούμε τι θα γίνει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο – να γίνει μια αρίθμηση σε στενότερο επίπεδο, δηλαδή, στο επίπεδο των 17. Αυτό δεν μπορούμε να το προδιαγράψουμε σήμερα. Βλέπετε τις συζητήσεις που γίνονται, όλα αυτά που ακούγονται, απομένει να τα δούμε.
Το δεύτερο πρόβλημα, το οποίο υπάρχει είναι ότι – παρά την αρχική υποστήριξη της ιδέας στο επίπεδο των G20, για ένα “Tobin tax” ,διότι, περί αυτού πρόκειται – ο Πρόεδρος Ομπάμα, στην πρόσφατη σύνοδο των Καννών – που εμάς, άλλα θέματα μας απασχολούσαν τότε, και δεν δόθηκε η προσοχή στο συγκεκριμένο ζήτημα – ανέφερε ότι η Αμερική θα ήταν υπέρ ενός «financial crisis responsibility fee», το οποίο είναι κάτι διαφορετικό από την ιδέα αυτή, που προωθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Γαλλία, την Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Επίσης, άλλες χώρες που συμμετείχαν στο G20, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή, σημείωσαν, ότι θα ήθελαν να δουν το φόρο να συνδέεται με κοινωνικά προγράμματα, εν πάση περιπτώσει, έχουν μια άλλη διαφορετική προσέγγιση επί του θέματος.
Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι όσο καλή και αν είναι ιδέα αυτή, η μη εφαρμογή της σε παγκόσμιο επίπεδο την κάνει να εμφανίζεται λιγότερο καλή. Καταλαβαίνω ότι η πλειοψηφία των χωρών της Ε.Ε. θα πιέσουν προς αυτή την κατεύθυνση, διότι θέλουν να στείλουν και ένα μήνυμα στους πολίτες τους, ότι δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι που σηκώνουν το βάρος, αλλά και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Από κει και πέρα, καθώς τίθενται από την Βρετανία ζητήματα ανταγωνισμού, δεν γνωρίζω πώς θα εξελιχθεί το θέμα, διότι το επιχείρημά της και άλλων χωρών, όπως η Σουηδία, είναι ότι εάν η Ε.Ε. μονομερώς προχωρήσει στη θέσπιση αυτού του φόρου, θα φύγουν μια σειρά από δραστηριότητες και θα πάνε στην Αμερική ή σε άλλους χώρους του τρίτου κόσμου και επομένως θα θιγούν τα οικονομικά συμφέροντα των χωρών – μελών της Ε.Ε.. Η Ν.Δ. έχει τοποθετηθεί κατ’ επανάληψη υπέρ της ιδέας, βεβαίως με την αυτονόητη προσθήκη ότι θα ήταν πράγματι πολύ χρησιμότερο εάν γινόταν μια συμφωνία σε παγκόσμιο επίπεδο. Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεφεύγει από το μυαλό μας ότι η συζήτηση αυτή δεν γίνεται στο κενό, αλλά γίνεται μέσα σε ένα εξαιρετικά άσχημο περιβάλλον. Αύριο, γίνεται ακόμα μια σύνοδος της Ε.Ε. και είναι η 16η Σύνοδος Κορυφής μέσα σε δύο χρόνια, χωρίς να υπάρχει τέτοιο προηγούμενο στην Ε.Ε.. Ακόμα μια φορά γίνεται συζήτηση για το τι πρόκειται να προκύψει και λυπάμαι να το πω, αλλά το λέω ως ευρωπαϊστής, δεν περιμένω ούτε αύριο – και μακάρι να αποδειχθώ ψεύτης – ότι θα υπάρξει μια κατάληξη στο σίριαλ αυτό που βιώνουμε τα τελευταία δύο χρόνια. Θα γίνουν κάποια βήματα προς τα εμπρός, θα πανηγυριστούν δεόντως – όπως γίνεται κάθε φορά – αλλά η εκκρεμότητα θα παραμείνει, διότι θα υπάρξει η απόφαση να γίνουν κάποια βήματα αναγκαία χωρίς καμία αμφιβολία, σε σχέση με τη δημοσιονομική πειθαρχία, με ένα πιο κεντρικό έλεγχο των προϋπολογισμών από τις Βρυξέλλες, με τις κυρώσεις που θα υπάρχουν για τους απείθαρχους, ίσως, να κλείσουν το μάτι εμμέσως και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκειμένου να ανοίξει κάπως τις κάνουλες της, αλλά δεν θα υπάρξουν τα βήματα που απαιτούν οι αναλυτές και οι αγορές και έχουν προδιαγραφεί αυτά, τόσο ως προς την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσο και ως προς την έκδοση των ευρωομολόγων για να υπάρχει μια κοινή ανάληψη του κόστους δανεισμού. Νομίζω ότι η στρατηγική της Γερμανίας – κυρίως – σε αυτή την πορεία, θυμίζει αυτά που μαθαίναμε παλιά στα σχολεία για την αρχαία τραγωδία: Θέλει να προχωρήσει «δι’ ελαίου και φόβου», έτσι ώστε να φτάσει στο τελικό αποτέλεσμα. Αλλά έχοντας φοβίσει αρκετά όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να υπάρχει μια τελική ρύθμιση που να εξυπηρετεί κατά το δυνατόν περισσότερο τα γερμανικά συμφέροντα. Βεβαίως, δεν θα είναι μια λύση εκατό τοις εκατό γερμανική, διότι προφανώς δεν πρόκειται να περάσει κάτι τέτοιο, αλλά θέλει να φοβίσει και τους Γερμανούς πολίτες, οι οποίοι θα κληθούν να βάλουν κάπως βαθύτερα το χέρι στην τσέπη. Και επομένως χρειάζεται να γίνουν ορισμένες πολιτικές μανούβρες, οι οποίες, θέλω να ελπίζω ότι δε θα πάρουν τόσο χρόνο, ώστε τελικά όταν θα ληφθούν οι αποφάσεις να μην είναι πάρα πολύ αργά. Πάντως, πρέπει να δούμε και αυτή την Οδηγία σαν μέρος της συνεχιζόμενης προσπάθειας, η οποία θα πρέπει να τελειώσει το ταχύτερο δυνατό, διότι αν δεν τελειώσει με θωράκιση της ευρωζώνης, θα το πληρώσουμε όλοι και φοβούμαι, πρώτοι εμείς. Ευχαριστώ.