Agenda 2000 που κατατέθηκε και συζητήθηκε προ ημερών στο Ευρωκοινοβούλιο, αποτελεί την πρόταση-εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της Ευρώπης προς και μετά το 2000. Στο κείμενο αυτό γίνεται εκτεταμένη αναφορά στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Τρία είναι τα βασικά προβλήματα-προκλήσεις που θα απασχολήσουν στο προσεχές μέλλον τον αγροτικό κόσμο αλλά και τα όργανα της Ε.Ε.:
1. Η διεύρυνση προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη θα αυξήσει τον πληθυσμό της Ε.Ε κατά 100 εκατ., τις καλλιεργούμενες εκτάσεις κατά 50% και θα διπλασιάσει τον αριθμό των αγροτών. Η εξέλιξη αυτή θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα για το λόγο ότι η αγροτική οικονομία των υπό ένταξη χωρών έχει ανάγκη διαρθρωτικών εκσυγχρονισμών που για να υλοποιηθούν θα απαιτήσουν τη διάθεση σημαντικών κονδυλίων που αναπόφευκτα θα πρέπει να περικοπούν από άλλους τομείς. Παράλληλα οι τιμές των αγροτικών προϊόντων των συγκεκριμένων χωρών βρίσκονται σε χαμηλότερα από τα επίπεδα των δυτικών χωρών με αποτέλεσμα να αναμένεται μια σύγκλιση των τιμών αρχής γενομένης από τα γαλακτοκομικά και το βοδινό. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι οι αγρότες των υπό ένταξη χωρών δε θα τύχουν της ίδιας μεταχείρισης με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αγρότες γιατί κάτι τέτοιο θα τίναζε τους κοινοτικούς προϋπολογισμούς στον αέρα. Μέχρι το 2006, οι χώρες υπό ένταξη θα απορροφήσουν μόνο 5 δις ECU για τη γεωργία. Τέλος να σημειώσουμε ότι έστω κι αν οι αγρότες των χωρών αυτών τύχουν δυσμενέστερης από τους άλλους αγρότες μεταχείρισης-θα είναι ουσιαστικά αγρότες β’κατηγορίας στην Ε.Ε.-είναι βέβαιο ότι τα προϊόντα τους θα αυξήσουν τον ανταγωνισμό μέσα στην κοινότητα.
2. Οι διαπραγματεύσεις που θα ξεκινήσουν το 1999 για το διεθνές εμπόριο σε συνέχεια του γνωστού γύρου της Ουρουγουάης (ουσιαστικά, η δεύτερη GATT) θα επιφέρουν άρση των προστατευτικών περιορισμών και δραστική μείωση των εξαγωγικών επιδοτήσεων, γεγονότα που θα επιτρέψουν τη ροή προς την ευρωπαϊκή αγορά φθηνών αγροτικών προϊόντων από τις αναπτυσσόμενες χώρες του τρίτου κόσμου.
3. Το φαινόμενο των πλεονασμάτων των αγροτικών προϊόντων στην Ε.Ε. Μια τέτοια εξέλιξη θα πρέπει να συνδυασθεί και με το θέμα των επιδοτήσεων για τις αποσύρσεις που προφανώς θα καταργηθούν. Παράλληλα όμως επιβάλλεται (αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνει) μια γενναία αναθεώρηση της ΚΑΠ κατά τρόπον ώστε να σταματήσει η υπερβολική ενίσχυση των συνήθως πλουσιότερων βορειοευρωπαίων αγροτών προς όφελος των κατά τεκμήριο φτωχότερων αγροτών του ευρωπαϊκού νότου.
Ένα κάπως παρηγορητικό στοιχείο, μετά απ’αυτά τα ανησυχητικά, είναι το γεγονός ότι προβλέπεται αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης τροφίμων κάτι που ευνοεί τις εξαγωγικές χώρες και κατεξοχήν τέτοια είναι η Ε.Ε. Η αυξημένη ζήτηση σε συνάρτηση με τη μικρή αναλογικά αύξηση της παραγωγής θα διατηρήσει τις τιμές των αγροτικών προϊόντων σε ικανοποιητικά επίπεδα. Παράλληλα όμως ολοένα και περισσότερο διαφοροποιούνται οι προτιμήσεις των καταναλωτών στις ανεπτυγμένες κοινωνίες που απαιτούν υψηλής ποιότητας και υγιεινά προϊόντα, παραγόμενα χωρίς τη χρήση λιπασμάτων ή φυτοφαρμάκων και μάλιστα με φυσικό τρόπο και σε μικρά αγροκτήματα. Εδώ βέβαια δημιουργείται ένα σοβαρό δίλημμα. Για να αντιμετωπίσουν οι επιστήμονες την αυξανόμενη ζήτηση τροφίμων έχουν αναπτύξει νέες μεθόδους γενετικής οι οποίες μπορούν να ικανοποιήσουν τη ζήτηση αυτή, γίνονται όμως ελάχιστα αποδεκτές από τους καταναλωτές που σταθερά πια στρέφονται προς προϊόντα παραγόμενα με φυσικούς, παραδοσιακούς τρόπους.
Είναι σαφές ότι οι βάσεις πάνω στις οποίες ήδη υλοποιείται η αγροτική μεταρρύθμιση και οι κατευθυντήριες γραμμές που χαράζει η Agenda 2000 δίνουν μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα του πως η Κομισιόν φαντάζεται την αγροτική οικονομία στην Ευρώπη του μέλλοντος. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο αυτό η Επιτροπή κάνει λόγο για πολιτική ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη προώθησης και στήριξης προϊόντων υψηλής ποιότητας, επενδύσεων σχετικών με την προστασία και ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος (προτείνεται σύνδεση των ενισχύσεων με το σεβασμό του περιβάλλοντος) και της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, πολιτιστικής παράδοσης κάθε τόπου καθώς και για τη δημιουργία μικρομεσαίων αγροτικών επιχειρήσεων με έμφαση στο στοιχείο της πρωτοτυπίας.
Ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο είναι και το ότι η Επιτροπή φαίνεται να προσανατολίζεται και σε δύο άλλες κατευθύνσεις. Πρώτον να επιβάλλει ανώτατο όριο στις ενισχύσεις προς τους αγρότες και δεύτερον να προωθήσει τις απευθείας επιδοτήσεις προς τους παραγωγούς κάτι που αναμένεται να ευνοήσει τους μικροκαλλιεργητές.
Η Αgenda 2000 προτείνει για τα προϊόντα που κατεξοχήν ενδιαφέρουν τις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης τα εξής:
· Γαλακτοκομικά: το υφιστάμενο καθεστώς ποσοστώσεων παρατείνεται μέχρι το 2006 αλλά μειώνονται σταδιακά οι τιμές στήριξης συνολικά κατά 10% ανά περίοδο.
· Βοδινό κρέας: μείωση της τιμής στήριξης την περίοδο 2000-2002 από 859.000 δρχ. ανά τόνο σε 602.000 δρχ. ανά τόνο.
· Δημητριακά: μείωση της τιμής παρέμβασης κατά 30% περίπου.
Ειδικότερα για τα προϊόντα που ενδιαφέρουν την Ελλάδα αξίζει να σημειώσουμε ότι :
· Ελαιόλαδο: η Επιτροπή θα καταθέσει το φθινόπωρο λεπτομερείς προτάσεις για την αναθεώρηση της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς με τις οποίες θα εισάγονται δυσμενέστερες από σήμερα ρυθμίσεις.
· Καπνά: επίσης προτάσεις θα κατατεθούν το φθινόπωρο αλλά οι ενισχύσεις θα στραφούν στη στήριξη ποιοτικών ποικιλιών δεδομένου ότι η Ε.Ε. δεν είναι αυτάρκης σε καπνό.
· Οπωροκηπευτικά : δεν αναμένεται να μεταβληθεί το ισχύον καθεστώς.
· Κρασί : αναμένεται η επανεξέταση του ισχύοντος καθεστώτος στις αρχές του 1998.
Πάντως ο αρμόδιος για τη γεωργία Επίτροπος κ.Φίσλερ δήλωσε ότι το συνολικό ποσό των επιδοτήσεων που διατίθεται για τα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα δεν πρόκειται να μειωθεί, χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί και επαρκή εγγύηση.
Ένα άλλο στοιχείο που περιέχεται στην Agenda είναι και η πρόταση-εισήγηση, μέρος των ενισχύσεων προς τους αγρότες να δίνεται πια από κάθε μέλος-κράτος ξεχωριστά. Δεδομένης της οικονομικής στενότητας της Ελλάδας είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε πρακτικά καταστροφή για τους αγρότες μας αφού η χώρα μας δε διαθέτει τα ποσά για κρατικές ενισχύσεις.
Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι ο Έλληνας αγρότης βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις που απαιτούν από όλους κινήσεις προσαρμογής:
1. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι αγρότες μας θα πρέπει να προσανατολισθούν στην παραγωγή προϊόντων που ζητά η αγορά, ο καταναλωτής, δηλαδή προϊόντα με ποιοτικά χαρακτηριστικά χωρίς την εκτεταμένη χρήση φαρμάκων, λιπασμάτων, ορμονών (βιολογική γεωργία).
2. Προϊόντα χωρίς εμπορικό ενδιαφέρον θα πάψουν να επιδοτούνται από την Ε.Ε. δηλ. θα τεθεί τέλος στις επιδοτήσεις για αποσύρσεις.
3. Θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε νέες πρωτότυπες δραστηριότητες όπως για παράδειγμα η ανάπτυξη των ιχθυοκαλλιεργειών της δασοκομίας, η παραγωγή εξωτικών φρούτων και λουλουδιών, η στήριξη του αγροτοτουρισμού, η μετατροπή παλαιών αγροτικών κτιρίων και εγκαταστάσεων σε ξενώνες, κέντρα πολιτισμού, η προώθηση της οικοτεχνίας-χειροτεχνίας, η παραγωγή υψηλής ποιότητας αγροτικών προϊόντων (τυριά, κρασιά, λάδι, μέλι κ.λ.π.). Όλα αυτά βέβαια είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να συνδυασθούν με συγκεκριμένες σύγχρονες πολιτικές προώθησης και προβολής αυτών των προϊόντων (marketing) στις εγχώριες και ξένες αγορές.
4. Ο Έλληνας αγρότης πρέπει να επιδείξει προσαρμοστικότητα στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον και να γίνει και ως ένα βαθμό και λίγο επιχειρηματίας Τα αγροτικά προϊόντα της πατρίδας μας όταν παράγονται μάλιστα με φυσικό τρόπο έχουν εξαιρετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα με φαντασία και δυναμισμό οι αγρότες μας θα πρέπει να το αξιοποιήσουν.
5. Οι συνεταιρισμοί θα πρέπει να αλλάξουν ριζικά ρόλο. Ελάχιστα μέχρι σήμερα στήριξαν το μέσο αγρότη ενώ πολλές φορές έγιναν εστίες σοβαρών σκανδάλων, γεγονός που επεσήμανε πρόσφατα και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Αν οι συνεταιρισμοί είχαν χρηστή διαχείριση και δε χρησιμοποιούσαν τις κρατικές χορηγίες για να κλείνουν τις μαύρες τρύπες στα οικονομικά τους θα ήταν δίχως άλλο πολύ πιο χρήσιμοι στον Έλληνα αγρότη.
6. Τέλος τεράστιες είναι και οι ευθύνες του Υπουργείου Γεωργίας. Αντί να είναι ευέλικτο όργανο σχεδιασμού της αγροτικής μας πολιτικής έχει μετατραπεί σε πολυδάπανο, ανελαστικό γραφειοκρατικό μηχανισμό. Το Υπουργείο Γεωργίας έχει να επιτελέσει δύο σοβαρές αποστολές. Πρώτον να είναι σκληρός διαπραγματευτής και υπερασπιστής των ελληνικών αγροτικών αιτημάτων και θέσεων στην Ε.Ε. και δεύτερον να γίνει καθημερινός σύμβουλος του αγρότη. Να εγκαταλείψει τον άχαρο ρόλο του γραφιά και να βρεθεί στο πλευρό του ανθρώπου του μόχθου δίνοντάς του έγκαιρα κατευθύνσεις για τις επιβαλλόμενες αναδιαρθρώσεις στις καλλιέργειες, τις τάσεις στη διεθνή αγορά τροφίμων, τις νέες προοπτικές που διανοίγει και χρηματοδοτεί η Ε.Ε.
Αν όλα αυτά συμβούν και μπορούν να συμβούν αφού σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από μας τότε το πρόσωπο της αγροτικής μας οικονομίας θα έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Ο Έλληνας αγρότης θα ατενίζει με σιγουριά και αισιοδοξία στο μέλλον, θα αισθάνεται ασφάλεια και βεβαιότητα για το εισόδημά του. Η Ε.Ε. προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες αρκεί να τις γνωρίσουμε και να είμαστε σε θέση να τις αξιοποιήσουμε.