Όσα αποκαλύφθηκαν πρόσφατα για τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές στην χώρα μας, προκάλεσαν έναν ευρύτερο προβληματισμό σε σχέση με τα ζητήματα της αν-ασφάλειας και της αν-ελευθερίας στον σύγχρονο κόσμο. Μας παρέπεμψαν δε, σε παλαιότερες γκρίζες εποχές. Θυμηθήκαμε τον Όργουελ και τον Μεγάλο Αδελφό και αναρωτηθήκαμε για μία ακόμη φορά, για το ποια είναι τα όρια της ασφάλειας, ποια τα όρια της ελευθερίας και πως μπορούν οι δύο αυτές έννοιες να συμβιβαστούν και να συνυπάρξουν.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός έχει δώσει εδώ και πολλά χρόνια την απάντηση. Θεωρεί πως η ασφάλεια είναι κόρη και όχι μητέρα της ελευθερίας, σε αντίθεση με πιο συντηρητικές προσεγγίσεις που θέτουν ως αναγκαία συνθήκη για την ελευθερία, την εμπέδωση της ασφάλειας. Είναι πρωταρχικής σημασίας λοιπόν ο σχεδιασμός κάθε πολιτικής να έχει στο επίκεντρό της την ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα.
Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε ότι ο σύγχρονος κόσμος χαρακτηρίζεται από τις νέες τεχνολογίες και την παγκοσμιοποίηση των αγορών. Με τις νέες τεχνολογίες τα πράγματα κατέστησαν πιο περίπλοκα όχι μόνο για τον μέσο άνθρωπο αλλά και για τις ίδιες τις εξουσίες οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Η τεχνολογία σήμερα κινείται με τέτοιους ρυθμούς που είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από τους νόμους που θέτει η ίδια η πολιτεία. Η τεχνολογική επανάσταση δίνει πολύ μεγαλύτερα όπλα στους κατασκόπους, στους τρομοκράτες και στους εγκληματίες κάθε είδους να αναπτύξουν δράση. Παράλληλα με το άνοιγμα των αγορών τέτοιου είδους εγκληματικές δραστηριότητες ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα. Για αυτό τον λόγο η Ευρώπη έστω και με αργούς ρυθμούς, έχει προχωρήσει ήδη προς την δημιουργία ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Από το 1992 και μετά η ΕΕ προσπαθεί να αντιμετωπίσει σε διακρατικό περισσότερο επίπεδο ζητήματα όπως το άσυλο, η μετανάστευση, το οργανωμένο έγκλημα το εμπόριο ναρκωτικών κλπ.
Η προσπάθεια αυτή έχει τρεις στόχους: Πρώτον, την αποτελεσματική συνεργασία για την διαχείριση τέτοιων ζητημάτων. Δεύτερον, την ουσιαστική απάντηση στις ανησυχίες των πολιτών σε σχέση με κάθε μορφής οργανωμένου εγκλήματος. Τρίτον, να μην τεθούν υπό αμφισβήτηση – πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο στην σημερινή «άγρια εποχή» -οι υψηλές επιδόσεις της Ευρώπης διεθνώς, στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αν από την μία πλευρά του Ατλαντικού υπάρχει σήμερα η μοναδική υπερδύναμη, από την άλλη θα πρέπει να αντιπαρατεθεί μία ήρεμη υπερδύναμη ( soft super power ), η οποία μπορεί να υπολείπεται σε στρατιωτικά μέσα, αλλά μπορεί να γίνεται σεβαστή από τους πολίτες της και διεθνώς, για τον σεβασμό της στις ανθρώπινες ελευθερίες. Η προσπάθεια αυτή δεν είναι εύκολη. Πάντοτε το ζήτημα της εναρμόνισης της ασφάλειας και της ελευθερίας είχε μία μεγάλη δυσκολία. Δεν είναι μόνο ότι η υπεράσπιση της ασφάλειας συνεπάγεται την υπεράσπιση ουσιαστικά της ανθρώπινης ζωής που είναι ίσως το υπέρτατο δικαίωμα. Το δίλημμα ασφάλεια-ελευθερία, γίνεται εντονότερο από τους ίδιους τους πολίτες οι οποίοι από την μία μεριά σε ποσοστό 91% δηλώνουν ότι θέλουν η ΕΕ να αναλάβει δράση εναντίον της τρομοκρατίας και από την άλλη αμφισβητούν σε πολλές περιπτώσεις τα μέτρα που οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις παίρνουν για αυτόν τον σκοπό.
Για να αντιληφθεί λοιπόν κανείς πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί η χρυσή τομή, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ σε τρεις συγκεκριμένες πολιτικές της ΕΕ, οι οποίες εκ πρώτης όψεως μπορεί να δείχνουν αντιφατικές, σίγουρα όμως η συνεξέταση τους δείχνει πόσο σχοινοβατική προσπάθεια απαιτείται για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα πως τοποθετείται η Ευρώπη σε σχέση με την ασφάλεια και την ελευθερία στον σύγχρονο κόσμο.
Πρώτον, Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενεργά αναμείχθηκε στην επεξεργασία διαφόρων Οδηγιών 97/66, 2002/58, 95/46 κλπ σε σχέση με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Οι Οδηγίες αυτές – προτού μας απασχολήσει το ζήτημα στην Ελλάδα- στόχευαν στην προστασία του ιδιωτικού χώρου του ατόμου από παράνομες δραστηριότητες ( κρατικές ή ιδιωτικές ).
Δεύτερον, Η ίδια η Κομισιόν πρότεινε το μέτρο για την παράταση της κράτησης στοιχείων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων προκειμένου με άδεια του εισαγγελέα να επιτρέπεται η εξακρίβωση της ταυτότητας των συνομιλητών, για να καταπολεμηθούν εγκλήματα όπως η τρομοκρατία, η παιδική πορνογραφία στο διαδίκτυο και το εμπόριο ανθρώπων. ( Ειρήσθω εν παρόδω τα μέτρα αυτά που προκάλεσαν αντιδράσεις δεν αφορούν το περιεχόμενο των συνδιαλέξεων διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως το πρόσφατο σκάνδαλο υποκλοπών στην χώρα μας θα ήταν απλώς και μόνο μία παρωνυχίδα σε σχέση με αυτά που πρόκειται εντός μηνών να ακολουθήσουν!).
Τρίτον, την ίδια στιγμή και κινούμενη προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, η Ευρωπαική Επιτροπή εξέφρασε σοβαρότατες ανησυχίες για τις καταγγελλόμενες παράνομες δραστηριότητες της CIA σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, υιοθετώντας τις θέσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης με βάση τις οποίες ήταν εξαιρετικά απίθανο οι κυβερνήσεις να μην είχαν γνώση όλων αυτών των δραστηριοτήτων.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πως οι υπεραλπουστευτικές αναλύσεις στο θέμα δεν βοηθούν. Πολύ περισσότερο, όταν αυτοί που κατηγορούν τις διάφορες κυβερνήσεις για αντιτρομοκρατική υστερία είναι έτοιμοι να τις κατηγορήσουν για αδιαφορία απέναντι στην ανθρώπινη ζωή αν δεν έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα. Επομένως, στο πρόβλημα δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Ωστόσο, στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Εάν εμπιστευτούμε τους θεσμούς και θωρακίσουμε την δημοκρατία τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τότε θα είναι ευκολότερο να χαράξουμε την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επιτρεπτή παρέμβαση για την διασφάλιση από την εγκληματικότητα και την προστασία των ατομικών ελευθεριών.