Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί για το μέλλον της περιφερειακής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δύο κρίσιμα ζητήματα βρίσκονται ήδη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τόσο στο Συμβούλιο Υπουργών, όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Κανονισμός αφενός για το Δ’ ΚΠΣ, που θα καλύψει τη νέα προγραμματική περίοδο 2007-2013 και η απόφαση αφετέρου για τη συνολική χρηματοδότηση της ΕΕ για την ίδια περίοδο, οι λεγόμενες δηλαδή “δημοσιονομικές προοπτικές”. Τι λεφτά θα διατεθούν τελικά για την περιφερειακή πολιτική και πώς θα κατανεμηθούν στα 25 κράτη μέλη αποτελεί το σημαντικότερο διακύβευμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση τη στιγμή αυτή. Οι διαπραγματεύσεις που ουσιαστικά τώρα αρχίζουν, θα είναι πολύ δύσκολες. Είναι άλλωστε εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι τα συμφέροντα είναι εντελώς αντικρουόμενα. Αξίζει να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις.
Η συζήτηση για τις “δημοσιονομικές προοπτικές 2007-2013” ουσιαστικά θα καθορίσει το ύψος των συνολικών κοινοτικών δαπανών για κάθε οικονομικό έτος της περιόδου αυτής. Οι έξι πλουσιότερες χώρες της ΕΕ έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να μειώσουν δραστικά τις δαπάνες αυτές. Συγκεκριμένα ζητούν να μειωθεί το πλαφόν των δαπανών της ΕΕ από 1,24% του συνολικού Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος, που ίσχυε μάλιστα πριν τη διεύρυνση, σε 1%. Ζητούν δηλαδή να μειωθούν οι δαπάνες τη στιγμή που οι ανάγκες λόγω της διεύρυνσης είναι σαφώς μεγαλύτερες. Αν το σενάριο αυτό επικρατήσει, είναι αμφίβολο πώς θα χρηματοδοτηθούν οι πολιτικές της ΕΕ και αν θα πραγματοποιηθούν οι στόχοι που τα ίδια κράτη μέλη έχουν θέσει. Θα οδηγηθούμε αναγκαστικά σε “λιγότερη Ευρώπη”, τη στιγμή που θα έπρεπε να αποζητούμε την ενίσχυση της κοινοτικής διάστασης των πολιτικών μας.
Πρέπει να αντιληφθούμε και κάτι ακόμα: το μεγάλο θύμα μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι η περιφερειακή πολιτική της ΕΕ, δηλαδή το Δ’ ΚΠΣ. Κι αυτό διότι οι δαπάνες για τη γεωργία για την ίδια περίοδο, που αποτελούν πάνω από το 40% του κοινοτικού προϋπολογισμού, έχουν ήδη καθοριστεί με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 2002 και δεν πρόκειται να αλλάξουν. Είναι λοιπόν απολύτως λογικό, αν μειωθεί η πίττα, δε μένει παρά να μειωθούν τελικά οι δαπάνες για την περιφερειακή πολιτική, που αποτελούν το άλλο μεγάλο σκέλος του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Δεν είναι όμως μόνο οι έξι πλουσιότερες χώρες που θα φέρουν εμπόδια στην επαρκή χρηματοδότηση της περιφερειακής πολιτικής. Αντίστοιχη σκληρή στάση στις διαπραγματεύσεις αναμένεται να κρατήσουν και τα δέκα νέα κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτά θα διεκδικήσουν τη μερίδια του λέοντος από τα διαθέσιμα κοινοτικά κονδύλια για την περιφερειακή πολιτική. Μία τέτοια απαίτηση είναι κατ’ αρχάς δικαιολογημένη. Οι χώρες αυτές είναι φτωχότερες από τα 15 κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς το ΑΕΠ τους υπολείπεται κατά πολύ από τον κοινοτικό μέσο όρο. Με βάση την αρχή της αλληλεγγύης που διέπει το κοινοτικό σύστημα, στην ανάπτυξη των χωρών αυτών πρέπει να δοθεί προτεραιότητα. Έτσι άλλωστε είχε γίνει και με τη χώρα μας μέχρι σήμερα.
Τι θα συμβεί όμως με τις σημερινές “χώρες συνοχής”, οι οποίες κινδυνεύουν έτσι να βγουν οι μεγάλοι χαμένοι των διαπραγματεύσεων; Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, ενώ δεν έχουν ολοκληρώσει ακόμη τη διαδικασία της οικονομικής σύγκλισης στην ΕΕ, κινδυνεύουν να επωμιστούν σε δυσανάλογο βαθμό το κόστος και τις συνέπειες της διεύρυνσης. Πρέπει να είμαστε σε συναγερμό και να προστατεύσουμε τη θέση μας. Η κυβέρνηση από ό,τι ξέρω ήδη ετοιμάζεται, χτίζοντας και τις κατάλληλες συμμαχίες στο Συμβούλιο. Στην Ευρωβουλή θα δώσουμε τη δική μας μάχη, ώστε να αποτραπούν οι εξελίξεις αυτές. Από την πλευρά μου ως εισηγητής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Γενικό Κανονισμό για το Δ’ ΚΠΣ θα αγωνιστώ για την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων. Το σίγουρο είναι ότι η χρονική συγκυρία δε μας ευνοεί. Η πρόταση της Κομισιόν για την Ελλάδα προβλέπει ότι θα υπάρξει μία μείωση της τάξης του 10-15% σε σχέση με το παρόν Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Αυτό είναι και το πλέον αισιόδοξο σενάριο. Αν επικρατήσει πλήρως η λογική των έξι πλουσιότερων κρατών, η μείωση αυτή θα μπορούσε να φτάσει και το 40%!
Πέρα όμως από την οικονομική διάσταση, ένα ακόμη ζήτημα πρέπει να μας προβληματίζει: το χρονοδιάγραμμα λήψης των σχετικών αποφάσεων. Εάν οι αποφάσεις για τις δημοσιονομικές προοπτικές και κατά συνέπεια για τους Κανονισμούς των Διαρθρωτικών Ταμείων (2007-2013) δε ληφθούν έγκαιρα -δηλαδή μέσα στο 2005- θα χαθεί ο πολύτιμος χρόνος της προετοιμασίας και θα αργήσει να τεθεί σε εφαρμογή το Δ’ ΚΠΣ. Επιπλέον για τη χώρα μας η ενδεχόμενη λήψη της σχετικής απόφασης το 2006 θα έχει και άλλες δυσμενείς συνέπειες. Στην περίπτωση αυτή θα ληφθούν υπόψη μεταγενέστερα στατιστικά στοιχεία σε σχέση με το ΑΕΠ, τα οποία και θα κρίνουν ποιες ελληνικές περιφέρειες θα είναι τελικά επιλέξιμες για κοινοτική χρηματοδότηση από το Δ’ ΚΠΣ. Αυτό ουσιαστικά μπορεί να θέσει σε “κίνδυνο” περιφέρειες όπως η Αττική, η Κεντρική Μακεδονία και η Δυτική Μακεδονία.
Το μόνο συμπέρασμα που μπορούμε σίγουρα να εξάγουμε από τη σημερινή κατάσταση, αντικατοπτρίζεται απόλυτα στο λαϊκό γνωμικό “στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα”! Πράγματι, η χώρα μας ήταν αποδέκτης μιας γενναίας κοινοτικής χρηματοδότησης από την ένταξή της στην ΕΟΚ μέχρι σήμερα. Ήταν πλήρως επιλέξιμη σε τρία Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης. Η συνδρομή της ΕΕ στην ανάπτυξη της χώρας μας υπήρξε τεράστια. Δε θα ήταν όμως και χωρίς τέλος. Το ζήτημα είναι ότι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ απέτυχαν οικτρά στην αξιοποίηση των πόρων αυτών. Έγιναν ανεπίτρεπτα λάθη στη διαχείριση της κοινοτικής χρηματοδότησης, οι ευκαιρίες έμειναν σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτες και χάθηκε έτσι η δυνατότητα της χώρας μας να φτάσει σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Τώρα δεν είμαστε πλέον οι πιο φτωχοί και δε θα είμαστε σίγουρα οι πιο ευνοημένοι. Αυτή η περίοδος έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η εικοσαετής διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ήταν και για το λόγο αυτό η περίοδος των μεγάλων χαμένων ευκαιριών για τη χώρα μας.-