Κωστής Χατζηδάκης

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Η εκπαίδευση και το διαζύγιο από την κοινή λογική. Εφημερίδα Εστία.

Ας υποθέσουμε ότι ζούμε σε μία χώρα της Ευρώπης που έχει το παγκόσμιο ρεκόρ φοιτητικής μετανάστευσης. Σε μία χώρα όπου τα πανεπιστήμιά της λάμπουν διά της απουσίας τους από την παγκόσμια κατάταξη των καλύτερων πανεπιστημίων. Όπου
κάποιοι πολίτες της εκμεταλλεύονται τον θεσμό του
πανεπιστημιακού ασύλου για να πετούν βόμβες μολότοφ μέσα από πανεπιστημιακούς χώρους σε συμπατριώτες τους και συνομηλίκους τους αστυνομικούς. Όπου ο ίδιος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του οποίου το κόμμα είχε την ευθύνη για την διακυβέρνηση της χώρας για πολλά χρόνια, χαρακτηρίζει το σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης
«σοβιετικού τύπου». Όλοι θα θεωρούσαν της αλλαγές επείγουσες σε αυτή τη χώρα. Όχι όμως και στην Ελλάδα, όπου παρατηρείται και το πρόβλημα. Είτε για λόγους αντιπολιτευτικούς, είτε για λόγους προάσπισης συντεχνιακών κεκτημένων, η αντιπολίτευση και ορισμένοι παράγοντες της πανεπιστημιακής κοινότητας αντιτίθενται σε κάθε προσπάθεια αλλαγής. Η κυβέρνηση όμως πρέπει να προχωρήσει. Διότι η ίδια τελικά θα δεχθεί κριτική αν δεν προχωρήσει στις αναγκαίες αλλαγές. Ποιά είναι όμως η κατάσταση που έχει απέναντί της;


Χονδρικά έχουν διαμορφωθεί τέσσερεις ομάδες. Η πρώτη, αποτελείται όλους εκείνους
που αντιτίθενται στις μεταρρυθμίσεις, αρνούνται κάθε είδος διάλογο για οποιαδήποτε αλλαγή και θεωρούν ως μοναδικό πρόβλημα την ελλιπή χρηματοδότηση. Μόνιμο και πάγιο αίτημά τους είναι περισσότερα λεφτά, καθώς έτσι εκτιμούν ότι θα λυθούν αυτόματα τα πάντα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εκπαίδευση χρειάζεται ουσιαστική χρηματοδοτική στήριξη. Αλλά, χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές και χωρίς αξιολόγηση των Πανεπιστημίων, πού πηγαίνουν και πού θα πάνε άραγε τα επιπλέον λεφτά των φορολογουμένων; Αν υποθέσουμε ότι ξαφνικά ξεπερνάμε τις δημοσιονομικές δυσκολίες και καταφέρνουμε να αυξήσουμε τις δαπάνες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα γίνουν άραγε αυτομάτως τα πανεπιστήμιά μας περισσότερο ανταγωνιστικά;


Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από όσους συμφωνούν
με τη ανάγκη μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά όχι με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων. Έτσι εκτιμούν ότι υπερασπίζονται την δημόσια εκπαίδευση και την ποιότητά της. Ποιον άραγε προστατεύουν από τα μη κρατικά ΑΕΙ, όταν υπάρχουν παντού στον κόσμο και μπορεί να πάει ο οποιοσδήποτε να σπουδάσει; Και γιατί η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης να κινδυνεύει από την συνύπαρξη κρατικών και μη κρατικών πανεπιστημίων; Τα μη κρατικά θα κάνουν τους καθηγητές των κρατικών να δουλεύουν λιγότερο;


Η τρίτη ομάδα διαφοροποιείται ως προς τη σημασία της αναθεώρησης του άρθρου 16. Ισχυρίζεται ότι αυτή δε σχετίζεται με το κύριο πρόβλημα της εκπαίδευσης. Ακόμα όμως και αν δεν είναι σημαντική η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, γιατί να διατηρήσουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία απαγόρευσής τους; Αλλά και γιατί να αναγκαστούμε, σύμφωνα με την Οδηγία 36/2005 που θα τεθεί σε εφαρμογή τον Οκτώβριο του 2007, να αναγνωρίζουμε τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων που συνεργάζονται με ελληνικά κολέγια, ενώ το Σύνταγμά μας επισήμως θα αγνοεί αυτή την πραγματικότητα; Μας ικανοποιεί δηλαδή, η προσαρμογή μας στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα από το παράθυρο κι όχι από την πόρτα;


Η τέταρτη ομάδα, στην οποία ανήκω και εγώ, πιστεύει σε μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μεταρρύθμιση που θα αναβαθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση προσαρμόζοντάς την στη διεθνή και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Μεταρρύθμιση που παράλληλα, θα αίρει τη συνταγματική απαγόρευση για ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων ακριβώς διότι αυτό συμβαίνει παντού στην Ευρώπη και τον κόσμο. Στην Ελλάδα έχουμε ένα σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης όπου τα πάντα καθορίζονται από το Υπουργείο Παιδείας. Σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης κρατικά και μη κρατικά πανεπιστήμια συνυπάρχουν. Και πάντως η ίδρυση των τελευταίων δεν απαγορεύεται. Τα δημόσια πανεπιστήμια συνεργάζονται με εταιρίες του ιδιωτικού τομέα γιατί έτσι συνδυάζουν τη χρηματοδοτική τους στήριξη με την πρακτική εκπαίδευση των φοιτητών τους, αλλά και με την εξυπηρέτηση της φυσικής επιδίωξης κάθε εταιρίας να προσλαμβάνει εργαζομένους που είναι προετοιμασμένοι για τις ανάγκες της. Τα μη κρατικά πανεπιστήμια, από την άλλη πλευρά, δίνουν, για λόγους προσέλκυσης των καλύτερων φοιτητών, ολοένα και περισσότερες υποτροφίες στους οικονομικά αδύναμους. Παντού στην Ευρώπη τα πανεπιστήμια αξιολογούνται, όχι μόνο από το κράτος προκειμένου να τους δώσει την ανάλογη χρηματοδότηση, αλλά και από ανεξάρτητους φορείς, προσελκύοντας ανάλογα με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης περισσότερους ή λιγότερους φοιτητές, πράγμα που είναι ουσιώδες για τον προϋπολογισμό τους.


Στην Ελλάδα αντίθετα, πρέπει να συμφωνήσουμε για τα αυτονόητα. Ότι τα πανεπιστήμια δε μπορεί να είναι εξαίρεση στην αξιολόγηση που υφιστάμεθα όλοι στη σημερινή κοινωνία. Από τους επιχειρηματίες που αξιολογούνται από τους πελάτες τους μέχρι τους υπαλλήλους που αξιολογούνται από τους προϊσταμένους τους. Ότι δεν είναι νοητό να συνεχίσουμε να έχουμε το θεσμό των αιώνιων φοιτητών, πολύ περισσότερο που η κυβερνητική ρύθμιση θα ισχύει για όσους εισέρχονται από τώρα και στο εξής στα πανεπιστήμια. Ότι στην εποχή του Διαδικτύου και της Κοινωνίας της Πληροφορίας το πνευματικό μονοπώλιο του ενός συγγράμματος είναι ένας γελοίος θεσμός. Και ότι ο θεσμός του ακαδημαϊκού ασύλου δεν υφίσταται προκειμένου να εκτοξεύονται ατιμωρητί βόμβες μολότοφ σε αστυνομικούς που βρίσκονται εκτός πανεπιστημιακών χώρων, ούτε για να παρεμποδίζονται βιαίως εκδηλώσεις οιουδήποτε δε μπορεί να επιβάλλει το δίκαιο του ισχυρότερου μέσα στο πανεπιστήμιο. Τέτοιου είδους αλλαγές πρέπει να κάνουμε στην ανώτατη εκπαίδευση. Γι’ αυτό και θεωρώ πως η επανάσταση που χρειαζόμαστε σε αυτό το χώρο είναι η επανάσταση της κοινής λογικής.


Μετάβαση στο περιεχόμενο