Πενήντα χρόνια μετά την υπογραφή της ιδρυτικής συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η ΕΈ έχει να υπερηφανεύεται για μισό αιώνα ειρήνης και δημιουργικής συνεργασίας. Οι προκλήσεις όμως δε σταματούν εδώ. Σήμερα, η πενηντάχρονη πλέον Ευρώπη, αντιμετωπίζει σειρά προβλημάτων τα οποία είμαι σίγουρος πως θα ξεπεράσει αρκεί να τα σταθμίσει με διαύγεια και σοβαρότητα και να προχωρήσει σε άμεσες λύσεις.
Ας σταθούμε στις σημαντικότερες προκλήσεις της σημερινής Ευρώπης. Η πρώτη έχει να κάνει με το ευρωπαϊκό σύνταγμα. Το αυξημένο μέγεθος και οι διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΕΕ απαιτούν ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που θα της παρέχει μια γερή βάση ώστε να γίνει πιο αποτελεσματική και πιο δημοκρατική. Αν το θεσμικό αυτό πλαίσιο θα το βαφτίσουμε σύνταγμα ή όχι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που προέχει είναι να θωρακιστεί θεσμικά η Ευρώπη ώστε να κάνει έτσι πιο διακριτή την παρουσία της στη διεθνή σκηνή. Μια δεύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η ενωμένη Ευρώπη είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της, σε συνδυασμό πάντοτε με έναν εκσυγχρονισμό της κοινωνικής της πολιτικής. Να συνεχίσει, με άλλα λόγια, η ΕΕ να αποτελεί ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα συνδυάζει την οικονομική πρόοδο με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Γι’ αυτό πρέπει να εφαρμοστεί με προσήλωση στους στόχους και στα σχεδιαγράμματα η Στρατηγική της Λισσαβόνας, η στρατηγική, δηλαδή, των μεταρρυθμίσεων της ΕΕ.
Η ΕΕ πρέπει με τις πολιτικές της να καταστήσει σαφές ότι στο κέντρο της προσοχής της είναι οι πολίτες. Μια τέτοια πολιτική είναι αυτή για το περιβάλλον. Οι 27 ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν να περιορίσουν ως το 2020 τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 20% σε σχέση με το 1990. Αυτή ήταν μια ιστορική απόφαση που κατέδειξε για άλλη μία φορά πως η ΕΕ αποτελεί μια «ήπια» υπερδύναμη, με μεγάλο ειδικό αλλά κυρίως ηθικό βάρος διεθνώς. Αυτή η στάση είναι συν στα μάτια των πολιτών. Προς την ίδια κατεύθυνση θεωρώ ότι είναι μεγάλης σημασίας η προβολή αλλά και η χρηματοδοτική ενίσχυση των προγραμμάτων που έχουν ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία και φέρνουν την Ευρώπη κοντά στους πολίτες. Χρειάζεται να ενισχυθούν, για παράδειγμα, προγράμματα που έχουν μεγάλη επιτυχία, όπως αυτά της ανταλλαγής φοιτητών και της πρακτικής άσκησης νέων σε διάφορες χώρες. Η ΕΕ δεν θα προχωρήσει χωρίς να κερδίσει την καρδιά των Ευρωπαίων πολιτών.
Ποιος είναι όμως ο ρόλος της χώρας μας σε όλα αυτά; Πώς μπορεί η Ελλάδα να συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωση του νέου ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και να διεκδικήσει μια θέση στην πρώτη ταχύτητα της ΕΕ;
Η Ελλάδα είναι πλέον ένα παλιό κράτος μέλος, με εμπειρία και γνώσεις για την Ευρώπη. Το στοίχημα είναι να μην αφήσουμε άλλες ευκαιρίες να πάνε χαμένες και να πάψουμε να είμαστε μια χώρα με προτεταμένη την παλάμη, μια χώρα απλός παρατηρητής. Αυτό που χρειάζεται είναι να η βούληση που θα μετατρέψει την Ελλάδα σε ουσιαστικό συνδιαμορφωτή του ευρωπαϊκού οράματος, αλλά και του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου τόσο της Ευρώπης όσο και της Ελλάδας.
Λόγω του μεγέθους της και της απροθυμίας ορισμένων εταίρων να ακολουθήσουν όλες τις αναγκαίες πολιτικές, η ΕΕ είναι πιθανόν να προχωρήσει με διαφορετικές ταχύτητες, κατά τα πρότυπα της ευρωζώνης, σύμφωνα άλλωστε και με τις προβλέψεις των συνθηκών για «ενισχυμένη συνεργασία» σε ορισμένους τομείς. Η Ελλάδα και θέλει και μπορεί να είναι στην πρώτη ταχύτητα της ΕΕ αρκεί να προχωρήσει σε ορισμένες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Γνώμονας για τη μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας μας θα πρέπει να είναι η Στρατηγική της Λισσαβόνας, η πιστή εφαρμογή της οποίας θα καταστήσει τη χώρα μας πιο ανταγωνιστική. Και για να το πούμε πιο απλά, η Ελλάδα χρειάζεται να στραφεί σε αυτό που ονομάζω «έξυπνη ανάπτυξη» προκειμένου να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της, χωρίς παράλληλα να μετατραπεί σε Μαλαισία. Χρειάζεται, δηλαδή, χωρίς να απειλούνται τα δικαιώματα των εργαζομένων, να αναπτύξουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Η ναυτιλία είναι ήδη ένα παράδειγμα επιτυχίας. Ο τουρισμός, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η βιολογική γεωργία, οι νέες τεχνολογίες μπορεί να ακολουθήσουν αν το συνολικό πολιτικοοικονομικό και επενδυτικό περιβάλλον είναι ευνοϊκό.
Για να συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να την επεκτείνει και στις υπόλοιπες βαθμίδες, έτσι ώστε ο ανθρώπινος παράγοντας να αποτελέσει κινητήρια δύναμη στην ανάπτυξή της. Κυρίαρχο αίτημα είναι να υπάρξει μια άμεση σύνδεση της γνώσης με την αγορά εργασίας ώστε να πάψει η Ελλάδα να έχει το θλιβερό ρεκορ μέσα στην ΕΕ27 στην ανεργία πτυχιούχων. Βεβαίως και έχει σημασία το τι σπουδάζει κανείς. Περισσότερο σημαντικό είναι όμως το πώς σπουδάζουν οι Έλληνες μαθητές και φοιτητές.
Με άλλα λόγια, η παρεχόμενη παιδεία στην Ελλάδα πρέπει, ανεξάρτητα απ’ το αντικείμενο σπουδών, να δίνει έμφαση στην ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, στην καλλιέργεια της δημιουργικότητας και σε τελική ανάλυση στη σύνδεση με τον πραγματικό κόσμο.
Ένας δεύτερος τομέας παρεμβάσεων είναι αυτός που πρέπει να γίνει στην οικονομία. Μικρότερο κράτος και όχι κράτος επιχειρηματίας, τα μεγαλύτερα δυνατά φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις, αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και κινδύνων όπως π.χ. αυτών που δημιουργούνται από τη μη επίλυση του προβλήματος του ασφαλιστικού συστήματος. Αξιοποίηση, παράλληλα, με τον καλύτερο τρόπο των Κοινοτικών Κονδυλίων με γνώμονα, όχι την απλή απορρόφηση, αλλά ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία.
Εξίσου σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση με μια ορθολογική οργάνωση του δημοσίου που σήμερα αποτελεί βαρίδι στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και ταλαιπωρεί τον Έλληνα πολίτη. Ένας διεθνής οργανισμός για την πρόσληψη ενός μεγάλου οίκου που θα μας δώσει σύγχρονες και υπεύθυνες ιδέες για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι νομίζω αναγκαίος.
Δεν είναι λιγότερο σημαντικός ο τομέας του περιβάλλοντος. Ιδιαίτερα για μας, που η οικονομία μας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό απ’τον τουρισμό, η αναβάθμιση του περιβάλλοντος στην πολιτική μας ατζέντα είναι άμεση προτεραιότητα όχι μόνο για την ποιότητα της ζωής μας αλλά και για τις οικονομικές μας προοπτικές. Ανάπτυξη, Κοινωνία και Περιβάλλον είναι τρεις ισότιμες βάσεις επάνω στις οποίες θα πρέπει να οικοδομηθούν οι μελλοντικές πολιτικές.