Την πρωτιά κατέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ παγκοσμίως. Ωστόσο, στην Ελλάδα τα επίπεδα κατανάλωσης είναι χαμηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ. Ως μία από τις αιτίες που η κατανάλωση στην Ευρώπη είναι τόσο υψηλή θεωρούνται οι μέθοδοι που ακολουθούνται για την εμπορική προώθηση των οινοπνευματωδών ποτών. Αυτό απαντά ο Επίτροπος για θέματα προστασίας καταναλωτών και δημόσιας υγείας, Μάρκος Κυπριανού, σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Κωστή Χατζηδάκη.
Με αφορμή τη νέα Στρατηγική της Κομισιόν για τη μείωση των βλαβών που προκαλούνται από το οινόπνευμα, ο κ. Χατζηδάκης θέλησε να πληροφορηθεί τη μέση κατανάλωση αλκοολούχων ποτών ανά νοικοκυριό στην Ευρώπη και τη συσχέτιση αυτής με τις διαφημίσεις.
Ο Επίτροπος στην απάντησή του επισημαίνει ότι η ΕΕ παρουσιάζει τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ στον κόσμο, ενώ το 15% των ευρωπαίων πολιτών καταναλώνει ποσότητα πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην Ελλάδα, η καταγεγραμμένη κατανάλωση καθαρού αλκοόλ κατά έτος είναι σχετικά χαμηλή –βρισκόμαστε στην 20η θέση στην ΕΕ των 25- και ανέρχεται στα 7,82 λίτρα, τη στιγμή που ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 9,4 λίτρα (τιμές 2002). Η μεγαλύτερη κατανάλωση σημειώνεται στο Λουξεμβούργο, στην Τσεχία και στην Ουγγαρία, ενώ στις χαμηλότερες θέσεις βρίσκονται η Πολωνία, η Σουηδία και η Μάλτα. Ο κ. Κυπριανού σημειώνει επίσης ότι ένας από τους παράγοντες που διατηρούν την κατανάλωση του αλκοόλ σε υψηλά επίπεδα στην Ευρώπη, παρά τη σχετική μείωση που έχει σημειωθεί τα τελευταία 20 χρόνια, είναι οι εμπορικές διαφημίσεις αλκοολούχων ποτών. Προσθέτει μάλιστα ότι σύμφωνα με διάφορες μελέτες συμπεριφοράς του καταναλωτή, γίνεται κατανοητό ότι οι εμπορικές διαφημίσεις επηρεάζουν ιδιαίτερα τα άτομα νεαρής ηλικίας αφού, όσο πιο πολύ εκτίθενται στις διαφημίσεις, τόσο πιθανότερο είναι να πίνουν. Επιπλέον, σημαντική είναι η επίδραση των εμπορικών διαφημίσεων οινοπνευματωδών ποτών στα άτομα με προβλήματα αλκοολισμού, τα οποία είναι πιο επιρρεπή σε υποτροπές.