Κωστής Χατζηδάκης

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

“Η κρίση μητέρα της αλλαγής.” Ομιλία στο ΕΛΙΑΜΕΠ

ELIAMEP_120x80

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στη δίνη της χειρότερης οικονομικής κρίσης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ευθύνες είναι πολλές και βαρύνουν όλους μας. Θεωρώ ότι, μεταξύ άλλων, τέσσερεις παράγοντες κυρίως έφεραν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση. Παράγοντες συγγενείς μεταξύ τους, που κόστισαν ακριβά στην πατρίδα μας. Είναι ο λαϊκισμός, ο κρατισμός, ο φόβος του πολιτικού κόστους και βεβαίως οι λάθος χειρισμοί την ώρα της κρίσης.

“Η Κρίση Μητέρα της Αλλαγής: Για μια Διαφορετική Ελλάδα”. Ομιλία στο ΕΛΙΑΜΕΠ

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στη δίνη της χειρότερης οικονομικής κρίσης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ευθύνες είναι πολλές και βαρύνουν όλους μας. Θεωρώ ότι, μεταξύ άλλων, τέσσερεις παράγοντες κυρίως έφεραν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση. Παράγοντες συγγενείς μεταξύ τους, που κόστισαν ακριβά στην πατρίδα μας. Είναι ο λαϊκισμός, ο κρατισμός, ο φόβος του πολιτικού κόστους και βεβαίως οι λάθος χειρισμοί την ώρα της κρίσης.

Μιλώντας γι’αυτά δεν θέλω να μπω σε μια πολιτική παρελθοντολογία, ούτε και σε μια θεωρητική συζήτηση για το χθες. Αυτό που θέλω να κάνω είναι να θέσω τη σημερινή μας συζήτηση σε ένα πλαίσιο αναφοράς. Για να μη γίνονται διαπιστώσεις εν κενώ, αλλά να ξέρουμε πού πατάμε, με τι συγκεκριμένα έχουμε να κάνουμε.     

Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ο κοινός παρανομαστής της αποτυχίας είναι ότι τα τελευταία 35 χρόνια, ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις που κυβερνούσαν, είχαν επικρατήσει αναχρονιστικές αντιλήψεις μιας ιδιότυπης λαϊκίστικης και παρεμβατικής αριστεράς. Αντιλήψεις που ενοχοποίησαν την ιδιωτική πρωτοβουλία, θεοποίησαν τον κρατισμό, δημιούργησαν το υπόστρωμα για τη διαμόρφωση μιας πλαστής ευημερίας στηριγμένης σε ξύλινα πόδια, σε δανεικά. Αυτός ο λαϊκισμός, που οι ίδιοι εκθρέψαμε, δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό, συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στη σημερινή κατάσταση. Ένας λαϊκισμός που τον βιώνουμε όλοι μας.

Τον βίωσα και εγώ όταν επί Υπουργίας μου η Διοίκηση του Τραμ αποφάσισε να διώξει δύο υπαλλήλους που αποδεδειγμένα ήταν επικίνδυνοι για την ασφάλεια των επιβατών και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με απεργίες. Το βίωσα επίσης, όταν η Αντιπολίτευση με κατηγορούσε ως ανάλγητο και νεοφιλελεύθερο όταν παρουσίασα το πρόγραμμα εξυγίανσης του ΟΣΕ, το καλοκαίρι του 2008. Ένα πρόγραμμα που επεδίωκε απλώς να βάλει τέλος σε φαινόμενα ακραίας σπατάλης και παράλογης πολιτικής πρακτικής. Ή όταν σύσσωμη η αντιπολίτευση της Ελλάδος ισχυριζόταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η Ολυμπιακή ήταν κερδοφόρα.   

Το σημείωσα και πριν ότι όλοι έχουμε ευθύνες. Συμπεριλαμβανομένης, φυσικά και της Νέας Δημοκρατίας που νέρωσε την ιδεολογία της και δεν τόλμησε όσο θα έπρεπε. Ωστόσο το πρόβλημα επιδεινώθηκε με τα χρόνια. Και βεβαίως, την κρίσιμη στιγμή της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, η σημερινή κυβέρνηση με τις δηλώσεις περί «Τιτανικού» και με την άρνηση να δανειστεί όταν τα spreads ήταν ακόμα χαμηλότερα, αντί να πατήσει το φρένο, πάτησε το γκάζι προς το γκρεμό. Αποτέλεσμα; Το δομικό πρόβλημα των τελευταίων ετών χτύπησε στο κέντρο του στόχου.

Η μεγάλη κρίση, λοιπόν, είναι εδώ. Και καλούμαστε να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στο ερώτημα πώς η κρίση θα γίνει πραγματικά μητέρα αλλαγής. Πώς η κρίση δεν θα είναι αφορμή για εθνική κατάθλιψη, αλλά ευκαιρία για εθνική συνέγερση. Πώς, με άλλα λόγια , θα δούμε την κρίση ως πρόκληση για όλους μας. Για μια νέα πορεία ανόδου και εθνικής αναγέννησης.

Πρέπει κατά τη γνώμη μου να σταθούμε σε δύο σημαντικά ζητήματα που αναπόφευκτα γεννούν ερωτήματα ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης:

Το πρώτο είναι ότι την κρίση πρέπει να την αντιμετωπίσει δυστυχώς αυτός που, σε μεγάλο βαθμό, την προκάλεσε. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Θα ευχόταν ίσως κανείς να μπορούσαν να βρεθούν δυνάμεις απ’το πουθενά να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ωστόσο είναι ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο, στον ορατό ορίζοντα τουλάχιστον, δεν υπάρχει. Πέραν του ότι, βεβαίως, και να υπήρχε δεν θα αποτελούσε αυτομάτως εγγύηση επιτυχίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορείς να κάνεις πολιτική με ευχές. Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Επομένως οι λύσεις πρέπει να προκύψουν μέσα από το πολιτικό σύστημα. Με τις δυνάμεις που διαθέτει. Πρέπει, λοιπόν, εμείς οι πολιτικοί, να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας από τα λάθη του παρελθόντος. Να βάλουμε πάνω απ’όλα το συμφέρον της πατρίδας. Να πετύχουμε συναινέσεις όπου είναι εφικτό, χωρίς να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της δημοκρατίας. Δηλαδή η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών απόψεων, ο δημοκρατικός διάλογος. Αρκεί ο διάλογος αυτός να είναι ειλικρινής. Πρέπει επιτέλους να τολμούμε να λέμε δημοσία αυτά που λέμε κατ’ ιδίαν.

Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση φέρει το κύριο βάρος της ευθύνης. Πρέπει να αντιληφθεί ότι ενοχοποιώντας όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου και παρουσιάζοντας περίπου την πολιτική της ως Ευαγγέλιο, δεν αφήνει περιθώρια για συνεννόηση. Πολύ περισσότερο με πρωτοβουλίες, όπως την εξεταστική για την οικονομία, που το μόνο που πετυχαίνει είναι η αναπαραγωγή αλληλοκατηγοριών και η επανάληψη γνωστών κομματικών θέσεων σχετικά με το ποιος φταίει.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως σε αυτή την κρίσιμη φάση μας λείπει κάτι πολύ σημαντικό. Δεν υπάρχει ελπίδα. Υπάρχει μόνο απογοήτευση και φόβος. Ας μην υποτιμούμε τη σημασία της ελπίδας. Και τούτο γιατί δεν έχουμε μπροστά μας ένα πείραμα στο εργαστήριο, αλλά έναν ολόκληρο λαό που πρέπει να πιστέψει και να συνεργαστεί. Έχουμε το παράδειγμα του ’74. Τότε πετύχαμε να αλλάξουμε σελίδα. Γιατί μαζί με το φόβο για την αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας και τις βλέψεις της Τουρκίας υπήρχε και ένα διάχυτο αίσθημα ελπίδας ότι θα γεννηθεί μια καινούρια Ελλάδα. Και αυτό συνετέλεσε στην επιτυχία της προσπάθειας με επικεφαλής τον Καραμανλή. Αλλά και πιο πρόσφατα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τους αντιμετωπίσαμε ως εθνική πρόκληση. Όλη η χώρα έβαλε τα καλά της, δουλέψαμε σκληρά, αλλάξαμε νοοτροπία, σεβόμασταν τις λεωφορειολωρίδες, γίναμε εθελοντές. Και τα καταφέραμε. Διότι η ελπίδα έχει τη δύναμη να οδηγεί στη συνέγερση όλων των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου. Και υπάρχουν πολλές τέτοιες, αρκεί κάποιος να τις εμπνεύσει.

Η αλήθεια είναι ότι τους Έλληνες μας διακατέχει ένα έμφυτο αίσθημα πεσιμισμού. Ένας πεσιμισμός που, αν θέλετε, συνδέεται με το DNA μας. Έχουμε μια περισσότερο ανατολίτικη και λιγότερο ευρωπαϊκή νοοτροπία που μας έδινε την ευρωπαϊκή πρωτιά στην απαισιοδοξία στο ευρωβαρόμετρο, ακόμα και τις καλές εποχές. Νιώθουμε περίπου υποχρεωμένοι να «κλαίμε τη μοίρα μας». Πολύ περισσότερο σήμερα που έχουμε και λόγο να είμαστε προβληματισμένοι για το μέλλον. Σήμερα λοιπόν έχει χαθεί η ελπίδα. Αυτό σχετίζεται φυσικά τόσο με τις αντικειμενικές δυσκολίες όσο και με τα προβλήματα του πολιτικού συστήματος που μόλις πριν περιέγραψα. Η εθνική συνεννόηση και η υγιής πατριωτική στάση σίγουρα θα συντελέσουν στην αλλαγή του αρνητικού ψυχολογικού κλίματος. Πάλι όμως είναι σημαντικός ο ρόλος της κυβέρνησης. Η εκλεγείσα πριν από ένα χρόνο κυβέρνηση δεν διέψευσε παταγωδώς μόνο τις προσδοκίες ενός μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων της, στους οποίους είχε υποσχεθεί ότι «λεφτά υπάρχουν». Ακόμα περισσότερο, εμφανίζει τον εαυτό της να ακολουθεί μια πολιτική που δεν την πιστεύει και που περίπου της επιβάλλεται από ξένα κέντρα. Πώς, λοιπόν, περιμένει η κυβέρνηση να πείσει και να εμπνεύσει τους πολίτες όταν δεν έχει πεισθεί εκείνη;

Η αλλαγή, λοιπόν, της στάσεως της κοινής γνώμης απέναντι στις εξελίξεις συναρτάται με μια νέα, πιο γνήσια τοποθέτηση του συνόλου του πολιτικού συστήματος απέναντι στα πράγματα, αλλά και με την αλλαγή της στάσεως  των ίδιων των κυβερνώντων απέναντι στην πολιτική που εφαρμόζουν.   

Ελπίδα, ωστόσο, δε σημαίνει πολιτικές ψευδαισθήσεις. Η ελπίδα για να είναι ρεαλιστική πρέπει να συνοδεύεται από δύο προϋποθέσεις: Η πρώτη είναι η επικράτηση της κοινής λογικής και η δεύτερη η επικράτηση του συλλογικού στο ατομικό.

Ως προς το πρώτο, την κοινή λογική. Δυστυχώς στην Ελλάδα 1 + 1 δεν κάνουν πάντα 2. Πολλές φορές στην αντίληψη του κόσμου κάνουν 3. Και αυτό είναι κάτι που το έχει καλλιεργήσει μέρος του πολιτικού συστήματος με υπερβατικές προσεγγίσεις που δε στηρίζονται στο ρεαλισμό. Ακόμα και μέσα στην κρίση, μια μερίδα της κοινής γνώμης επιζητεί λύσεις οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Λύσεις που θέλουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Πρέπει όλοι να αντιληφθούμε ότι θα περάσουμε δύσκολα χρόνια. Ελπίζουμε, με τους κατάλληλους χειρισμούς, τα δύσκολα αυτά χρόνια να μην είναι πολλά. Αλλά σίγουρα πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι δυσκολίες δε θα κρατήσουν μόνο μερικούς μήνες. Δε γίνεται διαφορετικά. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Αν υπήρχαν, σας βεβαιώ, θα τις είχαν ανακαλύψει άλλοι πριν από εμάς, σε άλλες πιο προηγμένες χώρες.  

Ως προς τον ατομισμό. Υπάρχει μια εγγενής αντίφαση στην ελληνική πραγματικότητα. Όλοι διαγκωνίζονται για την επίδειξη μεγαλύτερης κοινωνικής ευαισθησίας. Πολλοί πολιτικοί την επικαλούνται συνεχώς. Αρκετά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης την πουλάνε ως βασικό τους προϊόν. Οι πολίτες την προτάσσουν σε κάθε ευκαιρία. Χωρίς όμως να αντιλαμβάνονται όλοι ότι η κοινωνική ευαισθησία δεν είναι σύνθημα. Χρειάζεται να συνοδεύεται από ένα αίσθημα αλληλεγγύης. Μια αληθινή διάθεση να προτάξουμε το συλλογικό στο ατομικό. Να δούμε και τη δική μας προσωπική συνεισφορά και όχι μόνο τη συνεισφορά του άλλου. Να θυσιάσουμε προνόμια για να βρούμε όλοι το δρόμο μας.

Αυτά ως προς το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Ως προς τις προϋποθέσεις δηλαδή που απαιτούνται για να μπουν πιο σταθερά θεμέλια για την έξοδο απ’την κρίση. Στην πράξη τώρα θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις. Αφενός για το μίγμα της ακολουθούμενης πολιτικής και αφετέρου για τον τρόπο εφαρμογής (ή καλύτερα μη εφαρμογής) της πολιτικής αυτής.

Ως προς το μίγμα της πολιτικής. Πρώτον, για τη δημοσιονομική εξυγίανση, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στους φόρους παρά στις δαπάνες. Και αυτό, ενώ είναι προφανές ότι κάποιος έπρεπε να ξεκινήσει από τον περιορισμό των δαπανών πριν ξεκινήσει την επιβολή άλλων φόρων. Η πάταξη της φοροδιαφυγής είναι αναγκαία και δίκαια πολιτική. Η υπερφορολόγηση, όμως, εντείνει την ύφεση. Ενώ μπορεί να αντιμετωπιστεί η σπατάλη του δημοσίου. Στα νοσοκομεία, για παράδειγμα, δεν έγινε μέχρι στιγμής καμιά ουσιαστική προσπάθεια να περιοριστούν οι δαπάνες που μάλιστα αφορούν ως ένα βαθμό εισαγόμενα υλικά και όχι ντόπια, που θα στήριζαν τουλάχιστον την ελληνική οικονομία.

Παράλληλα, ένα ακόμα βασικό σημείο είναι ότι η προσπάθεια περιορισμού των δαπανών δεν πρέπει να ξεκινά από τις χαμηλές συντάξεις, αλλά από τους υψηλόμισθους των ΔΕΚΟ. Και από τον περιορισμό του δημοσίου. Αυτό δε που συζητείται σήμερα έπρεπε να είχε γίνει ήδη από πέρυσι (και βεβαίως πριν από πολλά χρόνια).

Το δεύτερο όσον αφορά το μίγμα της ακολουθούμενης πολιτικής, έχει να κάνει με τα αντισταθμιστικά μέτρα. Μέτρα που θα βοηθήσουν η ύφεση να μην είναι τόσο βαθιά όσο φαίνεται να γίνεται. Εδώ δεν μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί πχ να εγκαταλειφθεί το σχέδιο για τους αυτοκινητοδρόμους στην Αττική, που θα δημιουργούσε εκτός των άλλων και νέες θέσεις εργασίας. Γιατί, ενώ υπήρχαν έτοιμες μελέτες για το πρόγραμμα «Οπτική Ίνα στο Σπίτι» και όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει, ένα μεγάλο έργο για το μέλλον του τόπου, εγκαταλείφθηκε και αυτό. Γιατί προγράμματα από το ΕΣΠΑ, όπως το «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον», που θα έδιναν ώθηση και στον κατασκευαστικό κλάδο, δεν συνεχίστηκαν από εκεί που τα άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Αντίθετα, εγκαταλείφθηκαν για να ανακαλύψουν μετά από ένα χρόνο οι ιθύνοντες ότι υπήρχαν τα απαιτούμενα κονδύλια για τα έργα αυτά. Γιατί η άρση του cabotage, που θα έγινε τουριστικό συνάλλαγμα στη χώρα μας και θα ενίσχυε την οικονομία, να γίνει με μισή καρδιά και με ρυθμίσεις που απειλούν να την ακυρώσουν και να μην εφαρμοστεί ό,τι πολύ απλά ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες;;

Επιτρέψτε μου να κλείσω με κάτι που συζητάμε λιγότερο, αλλά που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Η εφαρμογή των πολιτικών. Όποιες και αν είναι αυτές. Εκείνες τις οποίες αποφάσισε να ακολουθήσει η κυβέρνηση. Αναφέρω παραδείγματα: Το Μνημόνιο έλεγε ότι μέχρι το Νοέμβριο θα αναδιοργανώνονταν οι εφορίες και θα λειτουργούσε ενιαία αρχή πληρωμών. Ούτε το ένα έγινε, ούτε το άλλο. Και ο πιο φιλικός στο Μνημόνιο, όταν βλέπει ότι δεν εφαρμόζονται οι πολιτικές τι να πει;;

Και συνεχίζω: στο ΕΣΠΑ, ήμασταν 5οι στην Ευρώπη πέρυσι στις απορροφήσεις, φέτος είμαστε 23οι. Πέρασε νόμος που υποτίθεται θα επιτάχυνε τις διαδικασίες του ΕΣΠΑ και που στην ουσία δεν ήταν τίποτε άλλο από μια συλλογή τροπολογιών ήσσονος σημασίας. Ούτε αυτός εφαρμόστηκε. Δεν έγινε μια διυπουργική ομάδα κρούσης που να αντιμετωπίζει τις πραγματικές εστίες πόνου, τα bottlenecks, ώστε να δοθούν άμεσα λύσεις.

Στο ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων, ακυρώθηκαν αρχικά πέντε σχέδια της ΝΔ. Κατόπιν υπήρξε εκτίμηση για εισπράξεις 2.5 δις ευρώ εντός του 2010. Εκτίμηση που περιορίστηκε τον Ιούνιο στο 1 εκ ευρώ. Παντελώς αβάσιμη πρόβλεψη, καθώς τα έσοδα θα είναι φέτος μηδενικά. Στο ζήτημα της αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου, καμία πρόοδος. Στην ΚΕΔ, αφού παρέμεινε ο διορισμένος από τη ΝΔ διευθύνων σύμβουλος επί 8 μήνες, ο τοποθετηθείς απ’ τη νέα κυβέρνηση παρέμεινε επί τρίμηνο και στη συνέχεια αποχώρησε, χωρίς κανένα αποτέλεσμα και στον κρίσιμο αυτό τομέα. Σήμερα η εταιρεία παραμένει ακέφαλη και την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός στο εξωτερικό μιλά για αξιοποίηση της δημόσιας γης.  

Κοντολογίς, ενώ ορθώς σε ένα βαθμό να αφιερώνουμε μεγάλο μέρος του δημοσίου διαλόγου για τη φιλοσοφία των μέτρων, τα μέτρα αυτά δεν εφαρμόζονται. Ούτως ή άλλως, όποια και αν είναι τα μέτρα, δεν είναι από μόνα τους αρκετά, αν δεν υπάρχουν οι άνθρωποι να τα εφαρμόσουν. Να αναθέσει για παράδειγμα ο Πρωθυπουργός ειδικές αποστολές σε άτομα υψηλού επιπέδου, που ξέρει ότι θα μπορέσουν να τα βγάλουν εις πέρας. Ένας να χειριστεί το ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων. Ένας την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Ένας την προώθηση των ΣΔΙΤ και των συμβάσεων παραχώρησης. Να προτάξουν, με άλλα λόγια, από τα 100 πράγματα που πρέπει να κάνουν τα 20 που έχουν και το 80% της βαρύτητας.

Κυρίες και κύριοι,

Σε αυτόν τον τόπο πληρώσαμε το λαϊκισμό, πληρώσαμε τον κρατισμό, πληρώσαμε το φόβο του πολιτικού συστήματος να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Ωστόσο, η βαριά κρίση που βιώνουμε, δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως συμφορά, αλλά ως πρόκληση. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται ένα άλλο πνεύμα, λιγότερο ανατολίτικο και περισσότερο ευρωπαϊκό. Χρειάζεται να βάλουμε την Ελλάδα πάνω απ’όλα. Να αντιληφθούμε τη σημασία της εθνικής συνεννόησης. Αλλά κυρίως η κυβέρνηση, που εκ των πραγμάτων φέρει και το μεγαλύτερο βάρος αυτή τη στιγμή, να αντιληφθεί ότι εθνική συνεννόηση δεν είναι δρόμος μονής κατεύθυνσης, ούτε προσχώρηση στην πολιτική της. Η αλαζονεία, η αδιάκοπη παρελθοντολογία σίγουρα δε βοηθούν. Χρειάζεται, ταυτόχρονα, η ίδια η κυβέρνηση να πιστέψει στην πολιτική που επιχειρεί θεωρητικά να εφαρμόσει. Αν πράγματι την εννοεί. Για να ανθίσει ξανά η τόσο αναγκαία εθνική ελπίδα. Ελπίδα που είναι προϋπόθεση της επιτυχίας.

Στο επίπεδο της πράξης: Πρέπει η κυβέρνηση να σταματήσει να έχει το βλέμμα στραμμένο μόνο στους φόρους και να δει επιτέλους σοβαρά το ζήτημα των αντιπαραγωγικών δαπανών. Να κάνει περικοπές με τρόπο δίκαιο, ξεκινώντας απ’αυτούς που ωφελούνται περισσότερο από το κράτος. Να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές και αναπτυξιακά μέτρα που θα κινήσουν την αγορά και θα στείλουν ένα αναπτυξιακό σινιάλο διεθνώς.

Κυρίως, όμως, να αντιληφθεί ότι η πολιτική δεν είναι θεωρία, αλλά πράξη. Είναι management με πειθώ. Μέχρι σήμερα, κάποιοι πείθονται από την κυβέρνηση, οι περισσότεροι όχι. Κανένας όμως δεν πιστεύει ότι σ’αυτή την κυβέρνηση υπάρχει αποτελεσματικό management.  Για να θυμηθούμε την παλιά ιστορία: το ευχέλαιο είναι καλό για να εξοντωθούν τα ποντίκια. Καλού κακού όμως χρήσιμη είναι και μια γάτα.

Μετάβαση στο περιεχόμενο