Η όποια διαπραγμάτευση έχει γίνει μέχρι σήμερα, έχει γίνει εις βάρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Προφανώς από τη διαπραγμάτευση δεν έχουν πληγεί οι γερμανικές τράπεζες, οι ολλανδικές επιχειρήσεις και το φιλανδικό δημόσιο ταμείο. Οι δικές μας τράπεζες υποφέρουν, οι δικές μας επιχειρήσεις πλήττονται και το δικό μας δημόσιο ταμείο στεγνώνει. Ακόμα και από το ΕΣΠΑ δεν εκταμιεύουμε κονδύλια γιατί δεν έχουμε την εθνική συμμετοχή. Αυτό είναι απόρροια αυτής της «ηρωικής» και «λεβέντικης» διαπραγμάτευσης. Γιατί όση περηφάνια και λεβεντιά και αν έχει η διαπραγμάτευση, έχει ένα συγκεκριμένο κόστος το όποιο πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας και καταλήγει τελικώς σε υφεσιακά αποτελέσματα. Αυτό είναι και ένα παράδοξο της διαπραγμάτευσης αυτής. Η κυβέρνηση λέει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα δεχτούμε υφεσιακά μέτρα, αλλά τα επιβάλλουμε μόνοι μας στους εαυτούς μας και στον ιδιωτικό τομέα. Γι’ αυτό άλλωστε η οικονομία μας από μια αμυδρή ανάπτυξη έχει περάσει και πάλι στην ύφεση.
Κυρίες και κύριοι,
Θέλω να συγχαρώ το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα που διοργανώνουν αυτό το διεθνές συνέδριο, καθώς μας δίνεται η ευκαιρία, σε ανθρώπους που ασχολούνται με την οικονομία, να μιλήσουμε για το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας το οποίο τελικώς θα έπρεπε να είναι και το ζητούμενο προκειμένου βγούμε από την κρίση.
Στη διαπραγμάτευση που διεξάγεται ακούμε για τις κόκκινες γραμμές. Και μία από τις βασικές κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης είναι η προστασία των μισθών και των συντάξεων. Και ασφαλώς πρέπει να προστατευτούν οι μισθοί και οι συντάξεις. Ωστόσο θα ήθελα να σημειώσω δυο βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτή τη διαπραγμάτευση και νομίζω, φοβούμαι ότι την χαρακτηρίζουν αρνητικά:
Το πρώτο είναι ότι η όποια διαπραγμάτευση έχει γίνει μέχρι σήμερα έχει γίνει εις βάρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Προφανώς από τη διαπραγμάτευση δεν έχουν πληγεί οι γερμανικές τράπεζες, οι ολλανδικές επιχειρήσεις και το φιλανδικό δημόσιο ταμείο. Οι δικές μας τράπεζες υποφέρουν, οι δικές μας επιχειρήσεις πλήττονται και το δικό μας δημόσιο ταμείο στεγνώνει. Ακόμα και από το ΕΣΠΑ δεν εκταμιεύουμε κονδύλια γιατί δεν έχουμε την εθνική συμμετοχή. Αυτό είναι απόρροια αυτής της «ηρωικής» και «λεβέντικης» διαπραγμάτευσης. Γιατί όση περηφάνια και λεβεντιά και αν έχει η διαπραγμάτευση, έχει ένα συγκεκριμένο κόστος το όποιο πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας και καταλήγει τελικώς σε υφεσιακά αποτελέσματα. Αυτό είναι και ένα παράδοξο της διαπραγμάτευσης αυτής. Η κυβέρνηση λέει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα δεχτούμε υφεσιακά μέτρα, αλλά τα επιβάλλουμε μόνοι μας στους εαυτούς μας και στον ιδιωτικό τομέα. Γι’ αυτό άλλωστε η οικονομία μας από μια αμυδρή ανάπτυξη έχει περάσει και πάλι στην ύφεση.
Το δεύτερο που θέλω να σημειώσω για αυτή την διαπραγμάτευση είναι ότι μέσα στις κόκκινες γραμμές τις οποίες προβάλει η κυβέρνηση δεν έχει προβάλλει μια βασική –την βασικότερη για μένα κόκκινη γραμμή – που αφορά τις επενδύσεις και την απασχόληση. Διότι χωρίς επενδύσεις και απασχόληση, όχι μόνο θα παραμείνει η ανεργία στα σημερινά πολύ υψηλά επίπεδα, αλλά θα πληγεί περαιτέρω και το ασφαλιστικό σύστημα, καθώς θα υπάρχουν λιγότερες ασφαλιστικές εισφορές. Επίσης θα πληγούν και τα φορολογικά έσοδα, εάν δεν έχεις πραγματική οικονομία λειτουργούσα. Και βέβαια όλο αυτό, εκ των πραγμάτων, θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις και στον προϋπολογισμό γιατί «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».
Στις παραμονές όπως φαίνεται της συμφωνίας, υπογραμμίζω λοιπόν ότι η όποια συμφωνία, και η καλύτερη, δεν πρόκειται να λειτουργήσει αν δεν αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης απέναντι στην Ελλάδα και την οικονομία της, προκειμένου να πάρει μπροστά η μηχανή της οικονομίας. Και για να πάρει μπροστά η μηχανή της οικονομίας θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις.
Για μένα είναι σαφές ότι πρέπει να κάνουμε μια βασική στροφή στον τόπο μας. Συζητούμε ορθώς επί δεκαετίες για την αναδιανομή στην Ελλάδα και για την κοινωνική δικαιοσύνη –πάρα πολύ καλά προφανώς και πρέπει να υπάρχει δίκαιη διανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα– δεν συζητούμε όμως για το προαπαιτούμενο που είναι η παραγωγή εισοδήματος, η παραγωγή πλούτου.
Στην παραγωγή πλούτου πρέπει να στραφούμε επειγόντως και όχι στην διανομή της φτώχειας. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να συζητήσουμε σοβαρά για το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας. Και πρέπει να συζητήσουμε όχι αμυντικά, αλλά επιθετικά για την ελληνική οικονομία. Για μια οικονομία περισσότερο παραγωγική, περισσότερο ανταγωνιστική, περισσότερο εξαγωγική, διότι οι συγκρίσεις με άλλες οικονομίες όχι μόνο της βόρειας Ευρώπης αλλά και της νότιας Ευρώπης ειδικά σε θέματα εξαγωγών είναι καταλυτικές. Στροφή λοιπόν στις επενδύσεις! Στροφή στην απασχόληση! Στροφή στις εξαγωγές!
Όταν συζητάμε για ανάπτυξη στην Ελλάδα αναφερόμαστε, κυρίως σε τρία πράγματα στα οποία θέλω να σταθώ για λίγο. Το πρώτο που σημειώνεται από αριστερά είναι να κάνουμε δημόσιες επενδύσεις. Λάθος; Σωστό! Να κάνουμε δημόσιες επενδύσεις, μόνο που η ερεύνα της McKinsey μας δείχνει ότι οι διαθέσιμοι πόροι για επενδύσεις είναι το 1/6 ή στην καλύτερη περίπτωση το 1/5 των αναγκαίων επενδύσεων προκειμένου να αρχίσει να τιθασεύεται σε ένα σημαντικό βαθμό η ανεργία. Άρα οι δημόσιες επενδύσεις δεν θα φτάσουν! Ούτε θα φτάσει το πακέτο Ντράγκι για την ποσοτική χαλάρωση, ούτε το πακέτο Γιούνκερ (το οποίο δεν έχει ξεκινήσει να εφαρμόζεται είναι στη φάση του σχεδιασμού). Επομένως δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες! Και ακόμα μεγαλύτερη αυταπάτη είναι αυτή της τράπεζας Βricks που δεν έχει ξεκινήσει να λειτουργεί, μπορεί να λειτουργήσει του χρόνου και ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι. Λέμε αυτά τα πράγματα σε μια οικονομία η οποία σφαδάζει και προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα με ψευδαισθήσεις.
Το δεύτερο που προβάλλεται από δεξιά είναι ότι για να αντιμετωπίσουμε το θέμα της ανάπτυξης πρέπει να χαμηλώσουμε τους φόρους. Λάθος ; Σωστό! Να χαμηλώσουμε τους φόρους. Η Βουλγαρία την οποία επικαλούμαστε για αυτό το θέμα, ως παράδειγμα, δεν είναι πρότυπο σε σχέση με την Ολλανδία. Ούτε έχει περισσότερες επενδύσεις η Βουλγαρία ή η Ρουμανία από την Φιλανδία ή τη Δανία που έχουν πολύ υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Κάνουμε μια υπεραπλούστευση όταν από όλη την εξίσωση επικεντρωνόμαστε σε έναν παράγοντα που είναι το ύψος των φορολογικών συντελεστών. Και προσπαθούμε με μια παρέμβαση να αντιμετωπίσουμε το θέμα. Ίσως γιατί ακούγεται πιο ευχάριστα, αλλά πάντως λύνεται έτσι το ζήτημα.
Το τρίτο που προβάλλεται και από δεξιά και από αριστερά είναι να επικεντρωθούμε στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας. Λάθος; Σωστό! Ασφαλώς να επικεντρωθούμε στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Τα ξέρουμε, τα έχει προσδιορίσει η μελέτη της McKinsey, τα έχει προσδιορίσει με ταυτόσημο τρόπο η μελέτη του ΙΟΒΕ και βρίσκονται σε 9 τομείς της οικονομίας μας, μεταξύ των οποίων ο τουρισμός, η ενέργεια, η φαρμακοβιομηχανία (ιδίως τα generics), τα logistics κλπ. Και έχουμε κάνει την προσπάθεια ήδη από την περασμένη κυβέρνηση να υπάρχει μια χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ επικεντρωμένη σε αυτούς τους τομείς. Αλλά, κυρίες και κύριοι, δεν χρειαζόταν καν η μελέτη του ΙΟΒΕ και της McKinsey για να αποδείξει στους ιδιώτες επενδυτές ότι το πλεονέκτημα της Ελλάδας δεν είναι η βαριά βιομηχανία, αλλά είναι ο τουρισμός.
Οι επενδυτές όμως προφανώς ψάχνουν για περισσότερα πράγματα και σ’ αυτά θα ήθελα να σταθώ λίγο. Τι δεν έχουμε μέχρι τώρα ή δεν έχουμε στο βαθμό που θα έπρεπε.
Το πρώτο που δεν έχουμε στην Ελλάδα, παρά μόνο σε πολύ μικρό βαθμό, είναι εθνική συνεννόηση. Γι’ αυτό δεν έχουμε καλό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα. Το πράγμα είναι πάρα πολύ απλό: όπως ένας ξυλοκόπος δεν πάει να κόψει ξύλα σε ένα δάσος που φλέγεται έτσι και ένας επενδυτής –ακόμα και ο πιο εύπιστος επενδυτής– δεν θα πάει να επενδύσει σε μια χώρα που σπαράσσεται πολιτικά και όπου δεν υπάρχει η στοιχειώδης συνεννόηση. Γιατί δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε αυτή τη χώρα. Το έζησα στο υπουργείο Ανάπτυξης. Τους πρώτους μήνες προσπαθούσαμε να πείσουμε ότι είμαστε κανονικοί άνθρωποι, ότι η κυβέρνηση είναι φιλοεπενδυτική και ότι αλλάζει η κατάσταση στη χώρα. Καταφέραμε μετά από 1,5 χρόνο να πείσουμε ότι κάτι αλλάζει και μετά αρχίσαμε και πάλι να βουλιάζουμε ως χώρα και στο θέμα της εμπιστοσύνης και στο θέμα της ανάπτυξης.
Το δεύτερο που δεν είναι καθόλου βολικό γιατί την όποια επενδυτική πολιτική, όποιας κυβέρνησης δεξιάς και αριστερής, είναι ο λαϊκισμός στον οποίο κατέχουμε πανευρωπαϊκό ρεκόρ, με τεράστια απόσταση από το δεύτερο. Στη Ελλάδα, φοβούμαι, ότι οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το μνημόνιο φταίει για την κρίση και όχι η κρίση για το μνημόνιο. Παρά πολλοί πιστεύουν ότι μπορούμε να έχουμε επενδύσεις χωρίς επενδυτές και παρά πολλοί επίσης πιστεύουν ότι μπορούμε να έχουμε εργαζόμενους χωρίς επιχειρηματίες. Με αυτές τις αντιλήψεις ούτε ο τόπος προχωράει, ούτε θα πείσουμε κανέναν για τη σοβαρότητά μας. Και αυτά τα δύο –η εθνική συνεννόηση και η απουσία λαϊκισμού – είναι που μας διαφοροποιούν από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο. Δέχομαι ότι το πρώτο μνημόνιο ή αν θέλετε όλα τα μνημόνια μπορεί να είχαν μεγαλύτερα ή μικρότερα λάθη. Αλλά η τρόικα υπήρχε και στην Πορτογαλία –και μάλιστα τα ίδια πρόσωπα σε μεγάλο βαθμό. Πως είναι δυνατόν η Πορτογαλία να μπαίνει στο μνημόνιο και να βγαίνει με την ίδια τρόικα και τα ίδια πρόσωπα και εμείς να μπαίνουμε και να μην μπορούμε να βγούμε; Δεν πρέπει να μας προβληματίσει αυτό; Δεν πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε ότι κάποιοι επενδυτές που θα μπορούσαν να επενδύσουν σε αυτή τη χώρα βλέπουν τον λαϊκισμό και τον εθνικό αλληλοσπαραγμό που τους κάνει να είναι πάρα πολύ διστακτικοί;
Βεβαίως, εκτός από αυτά λείπουν και μερικά άλλα.
Το πρώτο είναι η ρευστότητα. «Δει δη χρημάτων». Προφανώς χωρίς τραπεζικό σύστημα το πράγμα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Και τον Χουντίνι να φέρουμε δεν μπορεί να τα καταφέρει. Εάν οι τράπεζες δεν έχουν λεφτά για να δώσουν δάνεια να στηρίξουν την πραγματική οικονομία δεν μπορούν να προχωρήσουν οι επιχειρήσεις. Δεν χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος για να το καταλάβεις! Οι τράπεζες έχουν εξασθενίσει τους τελευταίους μήνες. Και θέλω να ελπίζω – δεν έχω δει τα σχετικά στοιχεία– ότι μέσα σε όλα τα προβλήματα που έχουμε δεν θα προστεθεί και ένα καινούργιο πρόβλημα επανακεφαλαιοποιήσης των τραπεζών.
Το δεύτερο που λείπει –και προσωπικά δίνω μεγαλύτερη σημασία από το ύψος των φορολογικών συντελεστών– είναι ένα σταθερό φορολογικό σύστημα. Γι’ αυτό φταίει και η τρόικα! Έχει συμβάλλει πάρα πολύ στο ράβε ξήλωνε του φορολογικού συστήματος τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως φταίμε και εμείς γιατί δεν έχουμε κάτσει να συνεννοηθούμε και να δούμε πως θα σταθεροποιηθεί το φορολογικό μας σύστημα. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Πρέπει να σταματήσει ο καθένας να κάνει τον έξυπνο και όταν γίνεται κυβέρνηση να ξηλώνει το σύστημα του προηγουμένου και ο επόμενος να ξηλώνει το σύστημα του προπροηγούμενου και ούτω καθεξής. Αυτό είναι τιμωρία για τους Έλληνες και κυρίως είναι τιμωρία για τους ανέργους και τους νέους που δεν θα βρουν δουλειά.
Το άλλο που λείπει –υπάρχει βελτίωση τα τελευταία χρόνια αλλά δεν κεφαλαιοποιήθηκε εξαιτίας των υπολοίπων παραγόντων που ανέφερα– είναι η ανταγωνιστικότητα. Και εδώ χρειάζεται να γίνουν πολλές και διαφορετικές παρεμβάσεις. Ναι, και μικρές παρεμβάσεις όπως π.χ. μια παρέμβαση που κάναμε για την κατάργηση των αποστάσεων μεταξύ των ξενοδοχείων για να δημιουργούνται ευκολότερα ξενοδοχεία. Έφτασε αυτή η παρέμβαση; Ασφαλώς δεν έφτασε, αλλά είχε προστιθέμενη αξία. Έφτασε η παρέμβαση που κάναμε ώστε οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι να έχουν μικρότερη ανάμειξη στα χαρτιά που χρειάζονται για να ξεκινήσει κανείς μια επιχείρηση ή για να λύσει μια διαφωνία ; Όχι δεν έφτανε. Αλλά τέτοιες παρεμβάσεις μας ενίσχυσαν στον πίνακα για την ανταγωνιστικότητας. Όλα αυτά τα βλέπουν οι επενδύτες και αποφασίζουν ανάλογα για το αν θα έρθουν στη χώρα ή δεν θα έρθουν. Η καινούργια κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειες. Διότι οι επενδύσεις δεν είναι ούτε δεξιές ούτε αριστερές. Είναι απλά χρήσιμες για να βρουν οι άνεργοι δουλειά. Βεβαίως υπάρχουν ορισμένες κοινωνικές ομάδες οι οποίες είναι βολεμένες και θα ξεβολευτούν κάπως. Αλλά το ζήτημά μας είναι αν θα ξεβολευτούν 3000 από αυτήν την κατηγορία ή 2000 από την άλλη κατηγορία; ‘Η το 1,5 εκατ. των ανέργων που θα παραμείνουν άνεργοι και θα αυξάνονται σταδιακά, γιατί εμείς θέλουμε να κάνουμε τα χατίρια κάποιων; Αυτά πρέπει να μας προβληματίσουν!
Η ευελιξία στην αγορά εργασίας: καταλαβαίνω, πρέπει να λειτουργήσει στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Πρέπει να σεβαστούμε τα δικαιώματα των εργαζομένων. Καταλαβαίνω όμως επίσης ότι η υποχρεωτική διαιτησία υπήρχε, αν δεν κάνω λάθος, σε όλο τον κόσμο μόνο στην Ν. Ζηλανδία και στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε σε άλλο κράτος της Ευρώπης. Να ακολουθήσουμε τις καλές ευρωπαϊκές πρακτικές, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αυτό υποστηρίζω! Δεν υποστηρίζω την αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων. Αλλά έχοντας αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας βλάπτουμε τους εργαζομένους και αυξάνουμε τους ανέργους ανεξάρτητα από τις προθέσεις μας.
Αδειοδοτήσεις. Περάσαμε πέρσι έναν νόμο πλαίσιο για την απλούστευση της διαδικασίας αδειοδοτήσεως των επιχειρήσεων. Στη συνέχεια ο κ. Σκρέκας, βάσει αυτού του νόμου, απλούστευσε τις αδειοδοτήσεις σε 914 διαφορετικές δραστηριότητες, αυτές που μπορούσε να επηρεάσει το υπουργείο Ανάπτυξης. Τα άλλα υπουργεία δεν έκαναν τίποτα εν τω μεταξύ μέχρι τις εκλογές, αλλά και η καινούργια κυβέρνηση που θεωρητικά, δια του υπουργού Οικονομικών, είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων 4 μήνες τώρα δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα. Για να εφαρμοστεί αυτός ο νόμος με τις υπουργικές αποφάσεις και τα προεδρικά διατάγματα δεν υπάρχει καν πολιτικό κόστος.
Η δημόσια διοίκηση δεν πρέπει να είναι εμπόδιο για την ανάπτυξη! Αλλά για να μην είναι θέμα πρέπει να υπάρχουν δυο στοιχεία: αξιοκρατία με προσλήψεις καινούργιων προσοντούχων ανθρώπων και αξιολόγηση. Για ποιο λόγο δηλαδή αξιολογούμαστε όλοι και δεν θα πρέπει να αξιολογείται ο δημόσιος υπάλληλος ; Όχι για να τον τιμωρήσουμε, αλλά για να κάνουμε τη δημόσια διοίκηση να δουλέψει καλύτερα. Και επομένως να κάνουμε και την οικονομία μας πιο ελκυστική για επενδύσεις.
Και φυσικά έμφαση στις εξαγωγές! Εμείς είχαμε υιοθετήσει ένα πρόγραμμα το όποιο είχε αξιολογήσει πολύ θετικά όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται: θα κατέληγε στο single window έτσι ώστε να έχουμε μικρότερες παρεμβάσεις του κράτους στις εξαγωγές, να λειτουργούν τα μεγάλα τελωνεία 24 ώρες και είχαν ξεκινήσει να λειτουργούν τους τελευταίους μήνες. Πάλι σε αυτόν τον τομέα υπάρχει απόλυτη στασιμότητα και κανένας συντονισμός μεταξύ των αρμοδίων υπουργείων.
Όταν το μείζον θέμα είναι, όπως είπα και στην αρχή, η οικονομία να γίνει ανταγωνιστική και παραγωγική αυτά όλα πρέπει να τα κάνουμε με εθνική συνεννόηση και να μένουμε μακριά από τον λαϊκισμό. Να δούμε τα θέματα της ρευστότητας, του σταθερού φορολογικού συστήματος, της ανταγωνιστικότητας της δημόσιας διοίκησης, των αδειοδοτήσεων, των εξαγωγών κ.α. ‘Ολα αυτά πρέπει να τα δούμε μαζί! Και βεβαίως όλα μαζί κάνουν και το εγχείρημα δυσκολότερο, αλλά αν θες να είσαι πετυχημένος πρέπει να δεις το θέμα στην ολότητά του. Και να μην κάνεις υπεραπλουστεύσεις! Και δεν είναι θέμα μόνο ενός υπουργείου, αλλά του συνόλου της κυβέρνησης.
Κυρίως όμως πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία. Να πιστέψουμε ότι η ανάπτυξη δεν διατάσσεται. Δεν θα έχουμε ανάπτυξη επειδή ο τάδε υπουργός είναι καλός άνθρωπός ή το ανάποδο. Δεν είναι θέμα προθέσεων η ανάπτυξη, δεν είναι θέμα ευχών και προσευχών. Είναι θέμα μείγματος πολιτικής και την πολιτική αυτή δεν πρέπει να την ανακαλύψουμε. Υπάρχουν χώρες πιο προοδευμένες από μας και πρέπει να μεταφέρουμε εδώ βέλτιστες πρακτικές. Το τονίζω, αν θέλουμε να υπηρετήσουμε πραγματικά τους φτωχούς ανθρώπους και τους ανέργους πρέπει να απενεχοποιήσουμε την επιχειρηματικότητα. Να θεωρήσουμε ότι ο επιχειρηματίας προσφέρει και δεν είναι ύποπτος και αξιοκατάκριτος για αυτό που κάνει ούτε αντικείμενο φθόνου επειδή πέτυχε. Είναι άνθρωπος βεβαίως που με την δραστηριότητα του υπηρετεί και τις δικές του επιδιώξεις, αλλά και δημιουργεί πλούτο στην κοινωνία και στηpaν οικονομία.
Επίσης οφείλουμε όλοι, στο πλαίσιο της αλλαγής νοοτροπίας, να σταματήσουμε να μιλάμε μόνο για διανομή, αγνοώντας την παραγωγή.
Εάν κάνουμε αυτές τις αλλαγές είμαι αισιόδοξος ότι θα πετύχουμε. Διαφορετικά –σημειώστε το και ελπίζω να μην με θυμηθείτε – και με την καλύτερη συμφωνία η οικονομία μας θα σέρνεται, θα είναι μια νεκροζώντανη οικονομία, στο ευρώ χωρίς ευρώ. Η κυβέρνηση θα το πληρώσει σε μερικούς μήνες ή σε μερικά χρόνια. Κυρίως όμως θα το πληρώσει η νέα γενιά η οποία έχει χάσει ήδη 5 χρόνια στην πρέσα του μνημονίου και θα χάσει όλη την δεκαετία στο τέλος.
Ελπίζω στο τέλος να βάλουμε λίγο μυαλό, να κουνήσουμε λίγο το κεφάλι μας και να καταλάβουμε ότι δεν μπορεί κανένας από εμάς να παίζει με την Ελλάδα!