Κωστής Χατζηδάκης

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Η Στρατηγική της Λισσαβόνας: 4 και 1 μεταρρυθμίσεις για να πετύχουμε τους στόχους. Περιοδικό η Ελλάδα το 2007. Ετήσια έκδοση της Καθημερινής.

Ο στόχος της μετατροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην “πιο ανταγωνιστική οικονομία γνώσης ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και ευημερία ως το 2010” αποδείχθηκε πιο δύσκολος να πραγματοποιηθεί από ότι είχαν αρχικά προβλέψει οι αρχηγοί των κρατών μελών της ΕΕ το 2000. Η Στρατηγική της Λισσαβόνας, που όρισε το πλαίσιο των στόχων, θα μπορούσε να ονομαστεί και Στρατηγική των Μεταρρυθμίσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.


Αν και κάποια από τα κράτη μέλη, κυρίως τα σκανδιναβικά, κατάφεραν να επιτύχουν ορισμένες από τις προτεραιότητες της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, η πλειοψηφία των κρατών μελών σήκωσε τα χέρια ψηλά. Μεταξύ αυτών και η Ελλάδα που, παρά τις προσπάθειες, βρίσκεται ακόμα χαμηλά στην κατάταξη εφαρμογής της Στρατηγικής. Σε πολλές περιπτώσεις η παραίτηση ή αποτυχία οφείλεται σε ένα συνδυασμό διεθνών και οικονομικών παραγόντων με την ολιγωρία των εθνικών κυβερνήσεων να υιοθετήσουν εξ αρχής τις πολιτικές που θα σηματοδοτούσαν την αρχή της πορείας προς το 2010.


Για το λόγο αυτό, το 2005 αναθεωρήθηκε η Στρατηγική της Λισσαβόνας. Πολλά κριτήρια που είχε αρχικά θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση περιορίστηκαν σε αριθμό, αλλά διευρύνθηκαν σε ιδέες, έτσι ώστε να δίνουν μεγαλύτερη ευελιξία στα κράτη μέλη. Ευελιξία που συνεχίζει να έχει ως σκοπό την αλλαγή μέσα από μεταρρυθμίσεις που χρειάζονταν εδώ και καιρό. Το γενικό πλαίσιο πλέον ορίζει ως προτεραιότητες την ανάπτυξη μέσω της γνώσης και της καινοτομίας, τη διαμόρφωση μιας αγοράς ελκυστικότερης όχι μόνο για νέες επενδύσεις, αλλά και για εργασία, και τέλος τη δημιουργία νέων και καλύτερων θέσεων απασχόλησης.


Οι στόχοι αυτοί δεν είναι απλά στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι και στόχοι της Ελλάδας. Στην πατρίδα μας, ακόμα και αν δεν υπήρχε η Στρατηγική της Λισσαβόνας θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Διότι είναι αλήθεια πως η οικονομία μας, αλλά και το κοινωνικό μας μοντέλο, έχουν πολλά διαρθρωτικά προβλήματα που υπονομεύουν την πορεία μας προς το μέλλον.
Η χώρα μας ξεκίνησε να κάνει κάποια δειλά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, βήματα που έχουν επιταχυνθεί ιδιαίτερα μετά το 2004. Οι ελληνικές προτεραιότητες που έχουν τεθεί και εφαρμόζονται σταδιακά, λαμβάνουν πάνω από όλα υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ίδιας της ελληνικής οικονομίας, το ιδιάζον ελληνικό κοινωνικό μοντέλο και φυσικά τα χρόνια προβλήματα.


Η πρόοδος αυτή γίνεται σαφής αν εξετάσουμε τόσο τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ενός διαρθρωτικού και μακροχρόνιου προβλήματος της Ελλάδας, αλλά και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Όσον αφορά τη δημοσιονομική ισορροπία, μια σειρά μέτρων, πάντα στα πλαίσια της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, βοήθησαν ήδη στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 7,8% του ΑΕΠ το 2004 στο 2,6% του ΑΕΠ το 2006. Αντίστοιχα, σημαντικές μεταρρυθμίσεις όπως ο νέος επενδυτικός νόμος, η προώθηση των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η φορολογική μεταρρύθμιση και οι αποκρατικοποιήσεις προωθούν την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Παρά τους φόβους για ύφεση της οικονομίας μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η ανάπτυξη στην Ελλάδα παρουσιάζει αύξουσα πορεία φτάνοντας το 4,4% το τρίτο τρίμηνο του 2006. Ταυτόχρονα έχει ήδη επιτευχθεί μείωση της ανεργίας από 11,3% το πρώτο τρίμηνο του 2004 σε 8,8% το δεύτερο τρίμηνο του 2006.


Ωστόσο, η προσπάθειά μας να υλοποιήσουμε τους εθνικούς στόχους στα πλαίσια της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, δε μπορεί να σταματήσει σ’ αυτά που επιτεύχθηκαν. Χρειάζονται παραπάνω βήματα και πιο τολμηρές μεταρρυθμίσεις εάν θέλουμε να ξαναβάλουμε την Ελλάδα στον ανταγωνιστικό χάρτη της Ευρώπης. Η ανταγωνιστικότητα ήταν και σε μεγάλο βαθμό παραμένει σημαντικό πρόβλημα.


Η πρώτη ριζική αλλαγή που χρειάζεται είναι στον τομέα της εκπαίδευσης που μπορεί και πρέπει να είναι όπλο των νέων σ’ ένα κόσμο που αλλάζει. Το πρόβλημα της παιδείας στην Ελλάδα είναι πάνω από όλα διαρθρωτικό. Για την αντιμετώπισή του δεν αρκούν απλά παραπάνω πόροι, αλλά μεταρρύθμιση του υπάρχοντος απαρχαιωμένου συστήματος. Χρειάζονται σχολικά μαθήματα που να προάγουν την κριτική ικανότητα. Συστήματα αξιολόγησης σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης για εκπαιδευτικούς και σπουδαστές. Μεγαλύτερη αυτονομία και αυτοτέλεια των πανεπιστημίων. Συνύπαρξη κρατικής και μη κρατικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή, έτσι ώστε να μην έχουμε πια πτυχιούχους άνεργους, αλλά καταρτισμένους νέους που μπορούν να απορροφηθούν στην αγορά εργασίας. Συνοδευτικά μέτρα όπως η δια βίου εκπαίδευση, η μάθηση από απόσταση και τα ανοικτά πανεπιστήμια για να προσαρμόζονται όλες οι κοινωνικές ομάδες στις παγκόσμιες τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές.


Μαζί με την εκπαίδευση χρειάζονται και ριζικές αλλαγές στον τομέα της έρευνας, της καινοτομίας, των νέων τεχνολογιών. Η μετατροπή των πανεπιστημίων σε πραγματικά ερευνητικά κέντρα, που θα προσελκύουν ερευνητές και θα ωθούν την τοπική ανάπτυξη είναι επιτακτική ανάγκη. Είναι κρίμα ότι, ενώ τα ελληνικά πανεπιστήμια χρηματοδοτούνται εν μέρει από κοινοτικά κονδύλια για έρευνα, τα
κονδύλια αντιμετωπίζονται ως αντικείμενο προς καταβρόχθιση, αντί να αξιοποιούνται με μακροπρόθεσμο προγραμματισμό.


Παράλληλα, θα πρέπει να κινηθούμε ταχύτατα για να προλάβουμε τις εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας. Αν και η έκρηξη των νέων τεχνολογιών την προηγούμενη δεκαετία δε μας άγγιξε όσο έπρεπε, η Ελλάδα έχει ακόμα τη δυνατότητα να μετατραπεί σε οικονομία γνώσης και τεχνολογίας. Η πρόκληση, ωστόσο, είναι μεγάλη και τα παραπάνω βήματα που χρειάζεται να γίνουν είναι για πολλούς ανατρεπτικά. Πρέπει όμως να διασφαλίσουμε τις συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού, ιδιαίτερα στην αγορά των τηλεπικοινωνιών, για να αποφευχθούν τα μονοπώλια που φρενάρουν την ανάπτυξη νέων επιχειρήσεων σε αυτό τον τομέα, αλλά και διατηρούν τις τιμές σε πολύ υψηλά επίπεδα για τους καταναλωτές. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να ολοκληρωθεί η αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ και το πραγματικό άνοιγμα της αγοράς σε εναλλακτικούς παρόχους.


Ουσιαστικό παράγοντα για τις μεταρρυθμίσεις αποτελεί και η δέσμευση ευρωπαϊκών πόρων προς αυτή την κατεύθυνση. Παρά τις χαμένες ευκαιρίες της Ελλάδας με την απώλεια πόρων από το Β’ και το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το 2007, με το Δ’ ΚΠΣ, μας δίνεται η τελευταία ευκαιρία όχι μόνο να βελτιώσουμε τις υποδομές μας, αλλά κυρίως να αναπτύξουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, όπως ο τουρισμός, και να δημιουργήσουμε νέα όπως ο τομέας των νέων τεχνολογιών. Ήδη υπάρχει μια θετική στροφή από τις επενδύσεις σε τσιμέντο στις επενδύσεις σε έρευνα και τεχνολογία, σε εκπαιδευτική κατάρτιση, σε διαρθρωτικές αλλαγές σε τομείς της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, μας δίνεται η δυνατότητα, την οποία πρέπει να εκμεταλλευτούμε, να αξιοποιήσουμε μέρος των Κοινοτικών κονδυλίων για να εκσυγχρονίσουμε το δημόσιο τομέα. Η “ψηφιοποίηση” πολλών υπηρεσιών και εγγράφων μέσω της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (e-government) μπορεί να δώσει νέα πνοή στο δημόσιο και να καταστήσει τις συναλλαγές πιο λειτουργικές και λιγότερο γραφειοκρατικές. Αυτό βέβαια αποτελεί μεγάλη πρόκληση για τη χώρα μας καθώς η δημόσια διοίκηση έχει την τάση να βάζει φρένο στις μεταρρυθμίσεις, αντί να λειτουργεί ως καταλύτης για την επιτάχυνση του βηματισμού της Ελλάδας.


Τέλος, σημαντικό βήμα που οφείλουμε να κάνουμε είναι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Αυτή η διαδικασία χρειάζεται προσεκτικές και σίγουρες κινήσεις. Ωστόσο, το θέμα δεν μπορεί να παραπεμφθεί στις καλένδες. Ξεκίνησε ήδη ο εθνικός διάλογος, διάλογος στον οποίο έχουν προσκληθεί να συμμετάσχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι με στόχο τη λήψη μέτρων μετά τις εκλογές. Δυστυχώς όμως, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ορισμένοι εκπρόσωποι κοινωνικών ομάδων που θα έπρεπε να πρωτοστατούν στις συζητήσεις, αρνούνται να συμμετάσχουν, θέλοντας να διατηρήσουν το υπάρχον σύστημα που δεν αντέχει στο χρόνο. Το πρόβλημα στο ασφαλιστικό είναι ήδη εμφανές. Η μη λήψη μέτρων δεν αποτελεί φιλολαϊκή, αλλά αντιλαϊκή πολιτική. Οι αλλαγές πρέπει να ξεκινήσουν τώρα για να εξασφαλίσουμε βιωσιμότητα του ασφαλιστικού για τις επόμενες γενιές. Διαφορετικά οι νεότερες γενιές θα πάρουν μικρότερες συντάξεις από αυτές που προσδοκούν και θα γίνουν έτσι θύματα της αδράνειας και του πολιτικού συστήματος.


Κακά τα ψέματα. Αν θέλουμε μια οικονομία ανταγωνιστική που να έχει στο επίκεντρό της τον Έλληνα πολίτη, αν θέλουμε μια Ελλάδα στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε πρέπει να προχωρήσουμε σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις. Μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν την πατρίδα μας πιο ελκυστική για επενδύσεις και που θα δώσουν στους πολίτες μεγαλύτερη σιγουριά και περισσότερες ευκαιρίες για δουλειά και δημιουργία. Μεταρρυθμίσεις στους συγκεκριμένους τομείς της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Μεταρρυθμίσεις, όμως, πάνω απ’ όλα, και στην ίδια μας τη νοοτροπία. Διότι για να πετύχουν αυτές οι αλλαγές, χρειάζεται πάνω από όλα να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητά τους. Να κινητοποιηθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του λαού. Και για να συμβεί αυτό εμείς οι πολιτικοί δεν πρέπει να διστάσουμε μπροστά στο εφήμερο πολιτικό κόστος. Η συμβολή μας δε θα κριθεί από το πόσο ευχάριστοι ακουγόμαστε, αλλά από το πόσο χρήσιμοι είμαστε με την καθημερινή μας δράση.


Μετάβαση στο περιεχόμενο