Οι αλλεπάλληλες εξελίξεις στις ευρωτουρκικές σχέσεις μονοπώλησαν σε μεγάλο βαθμό τις συζητήσεις στο ευρωκοινοβούλιο την τελευταία εβδομάδα. Η Φινλανδική προεδρία ανακοίνωσε μετά από μήνες διπλωματικών διαβουλεύσεων μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας, ότι δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε κάποια συμβιβαστική λύση για το θέμα της επέκτασης του «Τελωνειακού Πρωτοκόλλου» και για τη σχετική Φινλανδική πρωτοβουλία. Την ίδια μέρα ξεκίνησαν στην Ευρωβουλή οι εργασίες της αντιπροσωπίας της μικτής κοινοβουλευτικής επιτροπής ΕΕ-Τουρκίας οι οποίες παρομοιάστηκαν από ορισμένους ως «διάλογος κωφών». Την Τετάρτη η Επιτροπή ανήγγειλε την εισήγησή της για επιβράδυνση των
διαπραγματεύσεων
με την γειτονική χώρα. Όχι μια πολύ καλή εβδομάδα για την Τουρκία αλλά ούτε και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν
θεωρήσουμε ότι πράγματι ελπίζει στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Οι εργασίες στη μικτή κοινοβουλευτική επιτροπή, μια επιτροπή αποτελούμενη από ευρωβουλευτές και Τούρκους βουλευτές, επικεντρώθηκαν κυρίως στη συζήτηση για την Κύπρο και σε θέματα που αφορούσαν την τρομοκρατία και το περιβάλλον. Όσο η συζήτηση εκτεινόταν σε θέματα μη πολιτικά παρέμενε αναίμακτη, χωρίς διαφωνίες και παρεξηγήσεις. Όταν όμως στρεφόταν σε αμιγώς πολιτικά θέματα -όπως τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου ή την ανάμειξη του στρατού στο τρόπο διακυβέρνησης του κράτους- η στάση των Τούρκων άλλαζε αυτομάτως και χαρακτηριζόταν από δυστροπία και ακαμψία. Oι
Τούρκοι
βουλευτές προσπαθούσαν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ενός τέλειου κράτους, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι οι πολλοί κακόβουλοι επικριτές οι οποίοι δεν εκτιμούν την πρόοδο που έχει ήδη επιτευχθεί. Μία στάση που εκνεύριζε την άλλη πλευρά και δεν ενισχύει καθόλου τις ευρωπαικές φιλοδοξίες της Τουρκίας.
Αυτή η στάση είχε και πρακτική εφαρμογή την εβδομάδα που πέρασε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιμονή της Τουρκίας στην άρνησή της
να επικυρώσει το Πρωτόκολλο της Τελωνειακής Ενωσης με την Κύπρο. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δυστροπίας είναι το βέτο του προέδρου της Δημοκρατίας
Αχμέτ Νετζνέτ Σεζέρ σε νόμο που θα επέτρεπε την επιστροφή περιουσιών σε μέλη θρησκευτικών μειονοτήτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο πρόεδρος ανακοίνωσε το βέτο κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Πάπα στη Τουρκία και αμέσως μετά την απόφαση της Επιτροπής, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
Όλα αυτά βέβαια δεν μένουν χωρίς συνέπειες για την πορεία του τουρκικού τρένου προς τις Βρυξέλλες. Αυτή η συμπεριφορά είναι που οδήγησε την Κομισιόν να προτείνει πάγωμα για οκτώ κεφάλαια των διαπραγματεύσεων, χωρίς να μπορούν να κλείσουν και τα υπόλοιπα εάν δεν υπάρξει πρόοδος από την Τουρκία. Βασικό στοιχείο αυτής της προόδου είναι οι υποχρεώσεις των γειτόνων μας απέναντι στην Κύπρο. Η πόρτα δεν κλείνει, αλλά η πορεία επιβραδύνεται και δυσκολεύει. Ήταν κάτι που η τουρκική πλευρά θα έπρεπε να περιμένει.
Η ΕΕ δε θα έμπαινε στη διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων εάν δεν πίστευε ότι υπάρχει η δυνατότητα να οδηγηθούμε σε πιο στενές σχέσεις με τη Τουρκία και τελικά σε ένταξη, εάν η Τουρκία κατορθώσει να πείσει τους ηγέτες και την κοινή γνώμη στην Ευρώπη για την ειλικρίνεια των προθέσεών της . Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι δεν είναι αφελείς για να δεχθούν οποιοδήποτε εξωπραγματικό τουρκικό ισχυρισμό ή να καταπιούν μια σειρά από πείσματα. Το «παιχνίδι» της ένταξης στην ΕΕ έχει κάποιους κανόνες που ισχύουν για όλους τους υποψήφιους και είναι σίγουρα διαφορετικοί από τους κανόνες ένταξης στο ΝΑΤΟ και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Δεν είναι η ΕΕ που θα προσαρμοστεί στα δεδομένα της Τουρκίας, αλλά η Τουρκία στα δεδομένα της Ευρώπης.
Τα μέτρα που τους καλεί η ΕΕ να πάρουν θα οδηγήσουν στη δημιουργία ενός πραγματικά δημοκρατικού κράτους και θα βελτιώσουν τις προοπτικές πρωτίστως του ίδιου του τουρκικού λαού. Όσο συνεχίζουν να θεωρούν ότι οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που καλούνται να υιοθετήσουν δεν είναι προς το δικό τους συμφέρον, ή γενικότερα ότι η προσπάθεια προσαρμογής στους κανόνες της ΕΕ είναι θλιβερό καθήκον, θα συνεχίσουν να υπονομεύουν με τις ίδιες τους τις πράξεις τις ευρωπαϊκές τους φιλοδοξίες. Οι “κακοί βαθμοί” που παίρνει τελευταία η Τουρκία προέρχονται κυρίως από την δική της συμπεριφορά.
Κάποια βήματα προόδου έχουν σίγουρα πραγματοποιηθεί τα οποία ίσως δεν θα υπήρχαν εάν εξέλειπε η ευρωπαϊκή της προοπτική. Όμως τα πράγματα τον τελευταίο χρόνο προχωρούν απελπιστικά αργά. Το βασικό εμπόδιο το οποίο θα πρέπει η Τουρκία να ξεπεράσει είναι ο ίδιος της ο “εαυτός”. Εάν δε συνειδητοποιήσει ότι με την δυστροπία και την αδιαλλαξία δε θα επιτύχει τίποτα, τότε οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις δε θα επιφέρουν το επιθυμητό για όλους αποτέλεσμα.