Η εκλογή της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπήρξε περιπετειώδης. Ο Πρόεδρός της Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο αναγκάστηκε να μην υποβάλει την ομάδα του σε ψηφοφορία κατά την Ολομέλεια του Οκτωβρίου φοβούμενος την απόρριψη από την Ευρωβουλή λόγω των γνωστών προβλημάτων που δημιούργησε η υποψηφιότητα Μπουτιλιόνε. Η τελική έγκριση δόθηκε τελικά το Νοέμβριο και η Κομισιόν έχει επισήμως αναλάβει τα καθήκοντά της σε μία ομολογουμένως πολύ κρίσιμη περίοδο για την διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεδομένου ότι η “μίνι” κρίση που δημιουργήθηκε είχε γρήγορα αίσιο τέλος, μπορούμε με ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι η όλη διαδικασία αποτέλεσε μία “στιγμή δημοκρατίας” για την ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το ρόλο του ως ελεγκτής της εκτελεστικής εξουσίας και απαίτησε να γίνει σεβαστή η θέση της πλειοψηφίας των μελών του σχετικά με την αλλαγή του Ιταλού Επιτρόπου.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι πρέπει να μπούμε σε μία λογική ανταγωνισμού ανάμεσα στα δύο θεσμικά όργανα της ΕΕ. Κανείς άλλωστε δεν ζητωκραυγάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την περίλαμπρη νίκη κατά της Κομισιόν! Θεωρώ ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι εντελώς λανθασμένη. Κάθε όργανο επιτελεί διαφορετική λειτουργία στο κοινοτικό σύστημα. Κοινός όμως στόχος τόσο για την Κομισιόν, όσο και για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι η επίλυση των προβλημάτων των Ευρωπαίων πολιτών και η προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Τα δύο όργανα δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να συνεργάζονται -και στην πραγματικότητα το κάνουν- για την εκπόνηση πολιτικών που προάγουν την Ευρώπη και μπορούν να βελτιώσουν την καθημερινότητά των πολιτών της. Εξάλλου, ακόμα και αν λύθηκε το “πρόβλημα Μπουτιλιόνε”, τα μεγάλα ζητήματα της Ευρώπης παραμένουν ανοιχτά.
Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναλαμβάνει τα καθήκοντά της λίγους μόνο μήνες μετά την ένταξη στην ΕΕ δέκα νέων κρατών μελών. Όσο λοιπόν η Επιτροπή Πρόντι είχε ως βασική της αποστολή να καταστήσει εφικτή την διεύρυνση, τόσο θεωρώ ότι η Επιτροπή Μπαρόζο θα επωμιστεί το δύσκολο έργο της διαχείρισης των συνεπειών αυτού του εγχειρήματος. Με αυτό εννοώ φυσικά ότι τα επόμενα χρόνια κυριολεκτικά θα καθορίσουν το μέλλον της ενωμένης Ευρώπης. Κανείς δεν παραγνωρίζει τη σημασία της διεύρυνσης. Η ΕΕ είχε χρέος και όραμα να συμπεριλάβει όλα τα ευρωπαϊκά κράτη σε μία ειρηνική, δημοκρατική κι ευημερούσα ήπειρο. Υπάρχει όμως ακόμη έντονη ανησυχία ότι η ΕΕ των 25 κρατών μελών κινδυνεύει να μην είναι λειτουργική ή σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο να παραλύσει.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, πρώτο μέλημα της Επιτροπής Μπαρόζο θα είναι η επικύρωση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος από τα 25 κράτη μέλη, διαδικασία που δεν φαίνεται να είναι καθόλου απλή υπόθεση. Εξίσου σημαντική είναι η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης που θα καλύπτει τις ευρωπαϊκές πολιτικές και τους Ευρωπαίους πολίτες στο σύνολό τους. Δε θέλουμε να δημιουργήσουμε μία Ευρώπη πλουσίων και φτωχών χωρών. Θέλουμε οι Ευρωπαίοι πολίτες να τύχουν όσο το δυνατόν μιας δίκαιης αντιμετώπισης στο πλαίσιο της ΕΕ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διεύρυνση που έχει οδηγήσει σε αύξηση κατά 25% και πλέον του ευρωπαϊκού πληθυσμού, αναμένεται να αυξήσει το συνολικό ΑΕΠ το πολύ κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Πολύ απλά, οι υπό ένταξη χώρες είναι πιο φτωχές και οι ανάγκες τους προκειμένου να φτάσουν τον κοινοτικό μέσο όρο πολύ αυξημένες. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός πρέπει να ενισχυθεί σημαντικά. Εάν επικρατήσει η λογική των έξι πλουσιότερων χωρών της ΕΕ να “παγώσουν” τις μελλοντικές δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού στο 1% του συνολικού ΑΕΠ των 25, τότε το θύμα θα είναι οι πολιτικές συνοχής της ΕΕ, μαζί με την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση για την Επιτροπή Μπαρόζο πιστεύω ότι θα είναι η διαδικασία της Λισσαβόνας. Δεν αποτελεί μυστικό ότι ο μεγαλόπνοος στόχος της εν λόγω στρατηγικής, να γίνει δηλαδή η Ευρώπη η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία ανά την υφήλιο μέχρι το 2010 απέχει πολύ από το να υλοποιηθεί. Η διαδικασία αυτή στηρίζεται στη γνώση και εξετάζει ζητήματα που αγγίζουν άμεσα τον Ευρωπαίο πολίτη, όπως η δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας και ο εκσυγχρονισμός του οικονομικού και κοινωνικού μας συστήματος. Αποτελεί χωρίς αμφιβολία την κεντρική συνιστώσα της πολιτικής της ΕΕ για τη δεκαετία που διανύουμε. Δυστυχώς όμως η ανταπόκριση που βρήκε στα κράτη μέλη δεν ήταν η αναμενόμενη και η διαδικασία υλοποίησής της υπήρξε πολύ αργή έως και απογοητευτική. Στο πλαίσιο αυτό μεγάλη σημασία δίνεται στην Ενδιάμεση Επανεξέταση της στρατηγικής που έχει προγραμματιστεί για την εαρινή σύνοδο του 2005. Η ανάγκη ενεργοποίησης όλων των εμπλεκόμενων φορέων, προκειμένου να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος και να επιταχυνθεί ο ρυθμός εφαρμογής της στρατηγικής αποτελεί τη νέα μεγάλη πρόκληση. Προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να επέμβει άμεσα και αποτελεσματικά η Επιτροπή Μπαρόζο
Υ.Γ. Δεν ξέχασα την εξωτερική πολιτική! Αλλά δεν περιμένω θαύματα. Ούτε με την Επιτροπή Μπαρόζο ούτε με οποιαδήποτε άλλη Επιτροπή. Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική, άλλωστε, είναι συνιστώσα των άλλων επιμέρους πολιτικών. Όσο δεν προχωρούμε σε εναρμόνιση και άλλων πολιτικών δε θα υπάρχουν κοινά συμφέροντα για κοινή πολιτική προς τα έξω. Θα είναι σαν να βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο. Προφανώς εύχομαι να υπάρχει κοινή εξωτερική πολιτική. Αλλά προτιμώ να αισθάνομαι παράλληλα, ότι πατάω στο έδαφος.