Όταν αρθρογραφώ σε κάποια ιστοσελίδα ξέρω εκ των προτέρων το περιεχόμενο κάποιων εκ των σχολίων που θα δω από κάτω από το άρθρο. Συνοψίζεται ως εξής: “Καλά όλα αυτά, αλλά εσείς τι κάνατε;” Ας το ξεκαθαρίσω, λοιπόν, εξαρχής: Δεν μιλώ ούτε ως αλάθητος, ούτε ως εκπρόσωπος του κόμματος των αλάθητων. Όποιος έχει παρακολουθήσει, άλλωστε, την πορεία μου, γνωρίζει ότι ποτέ δεν ήμουν το είδος πολιτικού που θα ισχυριστεί, γενικώς και αορίστως, ότι “εμείς τα κάναμε όλα τέλεια και οι απέναντι τα κάνουν όλα χάλια”.
Μένοντας, λοιπόν μακριά από γενικόλογες κρίσεις, ας δούμε τα στοιχεία και ας αξιολογήσουμε δύο πράγματα: Πρώτον, αν το 2014 η χώρα είχε μπει σε μια πορεία που της επέτρεπε να βλέπει φως στην άκρη του τούνελ. Και δεύτερον, αν τα πράγματα βελτιώθηκαν ή χειροτέρευσαν τα δύο τελευταία χρόνια με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το 2014 η Ελλάδα βγήκε από 6 χρόνια ύφεσης, επιτυγχάνοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 0,8%, με τη θετική μεταβολή να ανέρχεται στο 1,7% το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Οι δε προβλέψεις της Κομισιόν έκαναν λόγο για 2,9% ανάπτυξη το 2015 και 3,7% ανάπτυξη το 2016. Η χώρα είχε, επίσης, ένα τραυματισμένο μεν, αλλά σχετικά λειτουργικό τραπεζικό σύστημα και είχε βγει δοκιμαστικά στις αγορές, εκδίδοντας πενταετές ομόλογο. Όσο για την καλλιέργεια κλίματος που ευνοεί την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, ο αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν αποτυπώθηκε στις σχετικές κατατάξεις. Συγκεκριμένα, η θέση της Ελλάδας ως προς την ανταγωνιστικότητά της στην Έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας βελτιώθηκε κατά 28 θέσεις (από 100η το 2012 σε 72η το 2014), ενώ στον δείκτη “Έναρξη Επιχείρησης” (Starting a Business) η χώρα ανέβηκε κατά 111 θέσεις, από την 147η στην 36η.
Έγιναν όλα ξαφνικά τέλεια στη χώρα; Προφανώς και όχι. Υπήρξαν λάθη και παραλείψεις; Σαφώς. Όμως πιστεύω ότι οποιοσδήποτε αντικειμενικός παρατηρητής θα αναγνωρίσει ότι υπήρχαν σημαντικοί λόγοι για να νιώθει κάποιος αισιόδοξος για το αύριο του τόπου.
Ας περάσουμε στις εξελίξεις της διετίας 2015-2016. Το 2015 αντί για 2,9% ανάπτυξη είχαμε -0,2% ύφεση, ενώ το 2016, αντί για ανάπτυξη 3,7% θα έχουμε μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το ΑΕΠ της χώρας θα είναι, δηλαδή, περίπου 21 δισ. κάτω από αυτό που προβλεπόταν. Είχαμε, φυσικά, και το κόστος της περίφημης διαπραγμάτευσης Τσίπρα-Βαρουφάκη. Το ύψους του κόστους αυτού έχει αποτιμηθεί από τον κ. Στουρνάρα στα 86 δισ., ενώ ο κ. Ρέγκλινγκ του ESM είχε μιλήσει για 100 δισ.
“Μα”, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος, “θα αναγκαζόσασταν κι εσείς να πάρετε επιπλέον μέτρα. Και μην πείτε για το mail Χαρδούβελη”. Δεν θα μιλήσω για το mail Χαρδούβελη. Θα μιλήσω για τη μελέτη του ίδιου του ΔΝΤ –την οποία παρουσίασα και στη Βουλή-, με την οποία ζητούσε τον Ιούνιο του 2014 3 δισ. μέτρα για τη διετία 2015-16, με τους μεγαλύτερους, μάλιστα, στόχους για πλεόνασμα. Αντ’ αυτού τι μέτρα πάρθηκαν; 6 δισ. τη διετία 2015-16 και 9 δισ. για την περίοδο 2015-17.
Παρέθεσα μερικά ενδεικτικά στοιχεία. Θα μπορούσα φυσικά να παραθέσω πολλά περισσότερα. Πιστεύω, όμως, ότι δεν χρειάζονται επιπλέον στοιχεία για να διαπιστώσει κανείς πως η χώρα έκανε βήματα προς τα πίσω αυτά τα δύο χρόνια. Και αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί ούτε ο πιο φανατικός υποστηρικτής αυτής της κυβέρνησης.
Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η μόνη λύση αυτή τη στιγμή για τη χώρα είναι η πολιτική αλλαγή. Και αυτό δεν το λέω λόγω προσωπικού συμφέροντος. Το λέω γιατί η οπισθοδρόμηση της χώρας αποτυπώνεται στους αριθμούς. Αποτυπώνεται στις χαμένες επενδύσεις. Αποτυπώνεται και στις μετρήσεις γνώμης, σύμφωνα με τις οποίες η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών λέει πως τα πράγματα έγιναν χειρότερα το 2016. Όπως και να το δει κανείς, αυτή η κυβέρνηση μετρήθηκε και βρέθηκε ελλιποβαρής. Και δεν υπάρχει, πλέον, κανείς που να ελπίζει σε κάποια μαγική μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα σοβαρό, υπεύθυνο κόμμα απαλλαγμένο από ιδεοληψίες.
Βλέπουμε, άλλωστε, και τι κάνει αυτές τις μέρες η κυβέρνηση. Αντί να επιχειρήσει να δημιουργήσει μια δυναμική εξόδου της χώρας στις αγορές και προσέλκυσης επενδύσεων, στήνει ένα σκηνικό αντιπαράθεσης με το ΔΝΤ, τη στιγμή που έχει ήδη πάρει διπλάσια μέτρα από αυτά που ζητούσε το Ταμείο για το ίδιο διάστημα! Παράλληλα, κατηγορεί τους πάντες για τους υψηλούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, ενώ έχει συμφωνήσει η ίδια επανειλημμένως με αυτούς τους στόχους! Για άλλη μια φορά, δηλαδή, η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι να δημιουργήσει μια αναταραχή με σκοπό να δείξει ότι δήθεν τα βάζει με τους κακούς ξένους. Έχει την εντύπωση πως έτσι θα κατορθώσει να δημιουργήσει αντιπερισπασμό από τις αποτυχίες του και θα ανακόψει την δημοσκοπική του κατάρρευση. Αυταπατάται, φυσικά. Οι πολίτες έχουν πάψει προ πολλού να ενδιαφέρονται για τέτοια επικοινωνιακά τρικ.
Η πολιτική αλλαγή, λοιπόν, είναι απαραίτητη όχι για να έρθει μια κυβέρνηση με μαγικές συνταγές, αλλά για να έρθει μια κυβέρνηση ικανή να αποκαταστήσει συνθήκες ομαλότητας. Η έξοδος από την κρίση και τα μνημόνια δεν προϋποθέτει ούτε τσάμπα μαγκιές ούτε ταχυδακτυλουργούς που θα βγάζουν λαγούς από τα καπέλα. Προϋποθέτει μια κυβέρνηση που θα κάνει τις αλλαγές που έχουμε ανάγκη για να γίνουμε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα η οποία στηρίζει την επιχειρηματικότητα και προσελκύει επενδύσεις που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Ως Νέα Δημοκρατία εργαζόμαστε εντατικά προς αυτή την κατεύθυνση, μετρώντας τα λόγια μας και βασιζόμενοι σε καλές ευρωπαϊκές πρακτικές. Έχουμε δώσει ήδη τα πρώτα δείγματα γραφής, μέσω συγκεκριμένων προτάσεων για την οικονομία και την παιδεία τις οποίες έχει παρουσιάσει και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, επεξεργαζόμαστε, μεταξύ άλλων, 10-12 βασικά νομοσχέδια που θα είναι αποτελέσουν προτεραιότητες και θα ψηφιστούν τους πρώτους μήνες της νέας κυβέρνησης.
Αυτό που εκτυλίσσεται σήμερα είναι ο πόλεμος της γενιάς μας και δεν μπορούμε να συμβιβαζόμαστε με λύσεις που απλά θα μας κρατάνε επ’ αόριστον σε καθεστώς τεχνητής υποστήριξης. Η Ελλάδα αυτό που χρειάζεται σήμερα περισσότερο παρά ποτέ είναι στροφή του πολιτικού συστήματος –κυρίως, όμως, της εκάστοτε κυβέρνησης- στη σοβαρότητα, την υπευθυνότητα και την αλήθεια. Και αυτή τη στροφή έχουμε ξεκινήσει να προετοιμάζουμε εμείς στη Νέα Δημοκρατία.