Κωστής Χατζηδάκης

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Κι αν λήξει η αξιολόγηση; – άρθρο στο capital.gr

IMG 2928

Ας κάνουμε μια αισιόδοξη υπόθεση. Ότι οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώνονται σήμερα, η αξιολόγηση κλείνει και η χώρα λαμβάνει τη δόση που βρίσκεται σε εκκρεμότητα εδώ και μήνες.

Έστω, επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εντάσσει πλήρως την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Είναι θετικά όλα αυτά;

Κατ’ αρχάς, ναι.

Τι θα αλλάξει, όμως, ουσιαστικά;

Η κυβέρνηση θα έχει καταλήξει, όπως γνωρίζουμε ήδη, από επιλογή της, σε μια λύση που θα βασίζεται στην επιβολή νέων φόρων. Παράλληλα, θα έχει αναγκαστεί να δεσμευτεί για την υλοποίηση κάποιων ιδιωτικοποιήσεων και διαρθρωτικών αλλαγών. Δεν απαιτούνται μαντικές ικανότητες για να προβλέψει κανείς τα επόμενα βήματά της. Θα στραφεί στο εσωτερικό της ακροατήριο, διακηρύσσοντας ότι δεν πιστεύει στις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες συμφώνησε. Διάφορα στελέχη της θα τις καταγγείλουν, και άλλα θα βρουν όποια αφορμή μπορούν για να τις καθυστερήσουν, με την ελπίδα ότι τελικά θα τις ακυρώσουν. Παράλληλα, θα επιδιώξει να υπερασπιστεί τους νέους φόρους που επέλεξε να φέρει, ισχυριζόμενη πως πλήττουν μόνο τους «άλλους», στη λογική «να καεί η κατσίκα του γείτονα». Θα μας πει, περίπου: «Τι κι αν δεν εκπλήρωσα τις προεκλογικές μου υποσχέσεις, στρέφομαι όμως εναντίον των πλουσίων».

Μετά θα συμβούν τέσσερα πράγματα:

Πρώτον, τη στιγμή που η χώρα θα συνεχίσει να χρειάζεται δραστικές κινήσεις για εκπλήξει ευχάριστα και να κάνει το άλμα εξόδου από την κρίση, η κυβέρνηση θα πανηγυρίζει για τους νέους φόρους και θα σαμποτάρει εμμέσως τις μεταρρυθμίσεις. Παραμένοντας όμηρος των ιδεοληψιών και του ερασιτεχνισμού της, θα συνεχίσει να παίζει κατενάτσιο μολονότι βρίσκεται πίσω στο σκορ. Το μέγα ζητούμενο είναι η αποκατάσταση ενός κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Η εμπιστοσύνη είναι κάτι, μου είχαν πει κάποτε, που φεύγει με το αυτοκίνητο και έρχεται με τα πόδια. Στην περίπτωση μας, με τα μυαλά της κυβέρνησης δεν θα έρθει καθόλου.

Δεύτερον, ενώ η οικονομία έχει ανάγκη από ένα επενδυτικό σοκ για να βγει από την κρίση, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να αρνείται πεισματικά να στηρίξει την επιχειρηματικότητα και την προσέλκυση επενδύσεων. Μέχρι σήμερα αφήνει στο ράφι ακόμα και απλά μέτρα βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπως τον νόμο-πλαίσιο 4262 για τη διευκόλυνση των αδειοδοτήσεων που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2014. Δεν εκπλήσσεται κανείς, καθώς τέτοιες πρωτοβουλίες τις εντάσσει στη σφαίρα των δεινών του κακού νεοφιλελευθερισμού. Πιστεύει, προφανώς, πως υπάρχει κάποιος εναλλακτικός τρόπος να δοθεί αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν μας έχει πει ακόμα ποιος είναι αυτός! Προς το παρόν, πάντως, το αποτέλεσμα της στάσης της αποτυπώνεται σε λουκέτα και χαμένες δουλειές, με πιο πρόσφατο θύμα την Ηλεκτρονική Αθηνών και τους 450 εργαζομένους της.

Τρίτον, θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει φοβικά το σημαντικό ζήτημα των κόκκινων δανείων, το οποίο εμποδίζει τις τράπεζες να διοχετεύσουν ρευστότητα στην οικονομία. Επέλεξε να βάλει στον πάγο τον νόμο Δένδια ο οποίος προέβλεπε, στο κάτω-κάτω, κούρεμα δανείων για τις επιχειρήσεις. Η αποφασιστική αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι καίριας σημασίας για να αναδιαρθρωθούν στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια και να στηριχθούν βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν την προοπτική να αναπτυχθούν και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Με αυτή τη φοβική αντίληψη δεν πάμε πουθενά.

Τέταρτον, η κυβέρνηση θα επιλέξει να φέρει ένα πακέτο μέτρων που θα έχει κατ’ ελάχιστον 4 δις νέους φόρους, τη στιγμή που η υπερβολική φορολόγηση ήδη προκαλεί ασφυξία στην παραγωγική Ελλάδα! Είναι σαφές πως η λογική αυτή οδηγεί σε αδιέξοδο, καθώς η εξίσωση πολύ απλά δεν βγαίνει. Οι νέοι φόροι θα είναι πρόβλημα, όχι λύση για την οικονομία.

Το ενδεχόμενο να ξαναζήσουμε το περσινό εφιαλτικό καλοκαίρι θα είναι, βέβαια, πολύ χειρότερο από το να κλείσει η αξιολόγηση όπως-όπως. Ωστόσο, μια κατάληξη των διαπραγματεύσεων σαν αυτή που προδιαγράφεται δεν είναι αυτό που χρειάζεται η χώρα. Για μένα το συμπέρασμα είναι προφανές. Ακόμα και στην περίπτωση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, ο κίνδυνος είναι η ελληνική οικονομία να παραμείνει απλώς με τη μύτη έξω από το νερό. Δεν είναι, όμως, αυτό που χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε μια επανεκκίνηση της οικονομίας που θα επιτευχθεί μόνο με χαμηλότερους φόρους και χαμηλότερες δαπάνες, ένα κλίμα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, με οριστική αντιμετώπιση του ζητήματος των κόκκινων δανείων αλλά και με μια πολιτική αλλαγή που θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη στις αγορές και στους επενδυτές.

Στη Νέα Δημοκρατία δεν ισχυριζόμαστε, σε καμία περίπτωση, πως είμαστε αλάθητοι. Δύσκολα αρνείται, όμως, κάποιος πως διαθέτουμε έναν ξεκάθαρο προσανατολισμό σε σχέση με το μέλλον της χώρας. Και ακόμα δυσκολότερα αρνείται πως η κυβέρνηση αυτή ήρθε να τα κάνει καλύτερα και τα έκανε χειρότερα. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια καινούρια αρχή. Στη Νέα Δημοκρατία ετοιμαζόμαστε εντατικά για αυτό, επιχειρώντας να διδαχθούμε τόσο από τα δικά μας λάθη, όσο και από τα λάθη των άλλων, με στόχο να αποτελέσουμε μια πράγματι αξιόπιστη λύση για την οικονομία και την Ελλάδα. Το συνέδριό μας, στο τέλος της εβδομάδας, είναι για μας μια ευκαιρία.  

Μετάβαση στο περιεχόμενο