Εμπόδιο στην διάδοση του ηλεκτρονικού εμπορίου και στην εξάπλωση της κοινωνίας της πληροφορίας αποτελεί το φαινόμενο των ανεπιθύμητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικής χρήσης (spam) καθώς και το φαινόμενο του «ηλεκτρονικού ψαρέματος» (phishing). Αυτό προκύπτει από απάντηση της αρμόδιας Επιτρόπου αρμόδιας για θέματα «Κοινωνίας της Πληροφορίας» Βιβιάν Ρέντιγκ στον ευρωβουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Κωστή Χατζηδάκη. Παράλληλα, η Επίτροπος σημειώνει ότι η κοινοτική νομοθεσία είναι γενικά επαρκής. Χρειάζεται όμως και η εφαρμογή της από τα κράτη μέλη, αλλά και διεθνής συνεργασία.
Ο κ. Χατζηδάκης σε πρόσφατη ερώτησή του προς την Επιτροπή είχε θέσει το ζήτημα των ανεπιθύμητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικού χαρακτήρα που παρασύρουν τους χρήστες σε αποκάλυψη εμπιστευτικών στοιχείων, όπως αριθμοί πιστωτικών καρτών και κωδικών τραπεζικών λογαριασμών. Το φαινόμενο αυτό του «ηλεκτρονικού ψαρέματος» (phishing) τις τελευταίες ημέρες έχει «χτυπήσει» χιλιάδες χρήστες τραπεζικών ηλεκτρονικών συναλλαγών και στη χώρα μας, καλώντας τους να καταγράψουν τα στοιχεία των τραπεζικών τους λογαριασμών σε
παραπλανητικές και ψεύτικες ιστοσελίδες.
Στην απάντησή της η κα Ρέντινγκ αναφέρεται στο μέγεθος του προβλήματος, τονίζοντας ότι το 60% των ηλεκτρονικών μηνυμάτων είναι ανεπιθύμητα μηνύματα (spam), γεγονός που υπονομεύει την αξία του Ιντερνετ, υποσκάπτει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο ηλεκτρονικό εμπόριο, και αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην εξάπλωση της Κοινωνίας της Πληροφορίας. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία οι ΗΠΑ βρίσκονται στην κορυφή του καταλόγου χωρών που φιλοξενούν δικτυακούς τόπους “ηλεκτρονικού ψαρέματος” (phishing) με ποσοστό 30%, ακολουθούμενες από την Κορέα με 14% και την Κίνα με 10%.
Στη συνέχεια η Επίτροπος αναφέρεται στην υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία για την αντιμετώπιση του φαινομένου και πιο συγκεκριμένα:
•
στην οδηγία
για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες με την οποία εισήχθη η έννοια του μάρκετινγκ βάσει συγκατάθεσης, καθώς επίσης και οι συμπληρωματικές διασφαλίσεις όπως η απαγόρευση απόκρυψης της ταυτότητας του αποστολέα.
•
στις πρόσφατες οδηγίες για το ηλεκτρονικό εμπόριο και τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές
με τις οποίες απαγορεύεται η αποστολή ανεπιθύμητων μηνυμάτων.
•
στην απόφαση του Συμβουλίου για τις επιθέσεις κατά των συστημάτων πληροφοριών όπως η κυβερνοπειρατεία και η παρέμβαση σε δεδομένα και συστήματα πληροφοριών (spyware). Βάσει αυτής της απόφασης θα πρέπει ως το Μάρτιο του 2007 να έχουν ληφθεί μέτρα, ώστε δραστηριότητες υποκλοπής προσωπικών δεδομένων να τιμωρούνται ως ποινικό αδίκημα με ποινές μερικών ετών φυλάκισης.
Παρ’ όλα αυτά η αρμόδια Επίτροπος στην απάντησή της στον Κωστή Χατζηδάκη τονίζει ότι η συγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία δεν επαρκεί. Για να υπάρξουν στο μέλλον τα αναμενόμενα αποτελέσματα θα πρέπει η εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας σε εθνικό επίπεδο να συνδυαστεί με συνεργασία του κλάδου (μέτρα τυποποίησης, ερευνητικές δραστηριότητες για την εύρεση κατάλληλων τεχνικών αντιμέτρων) και κυρίως, ευαισθητοποίηση των χρηστών.