H μείωση της φορολογίας αποτελεί μονόδρομο για να πάρουν μπροστά οι μηχανές της οικονομίας, δεν έχει δημοσιονομική επίπτωση και ως εκ τούτου δεν απαιτεί την άδεια της τρόικας εξηγεί σε συνέντευξή του στο «Έθνος της Κυριακής» ο Κωστής Χατζηδάκης.
Συνέντευξη Κωστή Χατζηδάκη στην εφημερίδα
«Έθνος της Κυριακής»
Το κυβερνητικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας βασίζεται στη μείωση της φορολογίας. Υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση που δεν συναινέσουν οι θεσμοί;
Η μείωση της φορολογίας αποτελεί μονόδρομο για να πάρουν μπροστά οι μηχανές της οικονομίας μας. Για να προσελκύσουμε επενδύσεις, για να δημιουργηθούν νέες δουλειές, για να μπει μεροκάματο στο σπίτι.
Αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι ξέρουν οικονομικά και δεν είναι «κολλημένοι» με τον κρατισμό. Το επισημάνουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί στις εκθέσεις τους για την ελληνική οικονομία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εξαγγείλει από τη ΔΕΘ μειώσεις φόρων με αντίστοιχη και ισόποση μείωση δαπανών. Και έχει δώσει στη δημοσιότητα τις κατηγορίες δαπανών που θα μειώσουμε – υπάρχουν όλα αυτά στην ιστοσελίδα της Νέας Δημοκρατίας. Επομένως οι μειώσεις φόρων που έχουμε εξαγγείλει δεν έχουν δημοσιονομική επίπτωση. Και γι’ αυτό δεν χρειάζονται την άδεια της τρόικα.
Από εκεί και πέρα, έχουμε δεσμευτεί ότι θα προχωρήσουμε στην εφαρμογή, μέσα στον πρώτο χρόνο, σε ένα δικό μας πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην δημόσια διοίκηση, την δικαιοσύνη, την παιδεία κλπ. Σκοπεύουμε με αυτό το πρόγραμμα να εκπλήξουμε θετικά τους εταίρους μας ώστε στη συνέχεια με μεγαλύτερη αξιοπιστία να πετύχουμε τη βελτίωση των συμφωνιών που έχει κάνει ο κ. Τσίπρας. Τότε, με μικρότερους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα, μπορούμε να έχουμε ακόμα μεγαλύτερη μείωση φόρων.
Αυτά που λέμε δεν είναι δικές μας συνταγές. Είναι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στις άλλες τρεις χώρες που είχαν μνημόνιο: την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο.
Εκεί οι δανειστές δέχτηκαν να εφαρμοστεί αυτό το διαφορετικό μείγμα πολιτικές με λιγότερους φόρους, λιγότερες δαπάνες και άνοιγμα στην επιχειρηματικότητα. Αν το δέχτηκαν εκεί, γιατί να μην το δεχτούν και στην περίπτωση της Ελλάδος; Το γεγονός ότι σήμερα δεν εφαρμόζεται αυτό το μείγμα είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου λατρεύει τους φόρους και το μεγάλο δημόσιο.
Κατηγορείτε την κυβέρνηση ότι ψεύδεται, όταν μιλά για καθαρή έξοδο μετά τον Αύγουστο του 2018. Συμφωνείτε με την άποψη Στουρνάρα για την ανάγκη εξασφάλισης πιστοληπτικής γραμμής;
Είναι άραγε «καθαρή έξοδος» ότι έχει συμφωνηθεί μείωση των συντάξεων το ’19 και μείωση του αφορολόγητου το ’20. Είναι άραγε «καθαρή έξοδος» ότι ο SSM θα κάνει κουμάντο στις τράπεζες για ακόμα 34 χρόνια με υπογραφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Είναι άραγε «καθαρή έξοδος» ότι το υπερταμείο θα διαχειρίζεται τη δημόσια περιουσία της χώρας για ακόμα 98 χρόνια με υπογραφή Τσίπρα-Καμμένου;
Η «καθαρή έξοδος» είναι ένα ακόμα ψέμα της σημερινής κυβέρνησης.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, αυτό που έχει επίσης σημασία είναι όχι απλώς να βγεις στις αγορές – είχαμε άλλωστε ήδη βγει από το 2014 – αλλά να βγεις με χαμηλά επιτόκια και με βιώσιμο τρόπο. Και αυτό σχετίζεται με την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Μια κυβέρνηση, λοιπόν, που αντιμετωπίζει τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα με αυτή την καχυποψία είναι πολύ δύσκολο να αποκαταστήσει με βιώσιμο τρόπο την εμπιστοσύνη απέναντι στην οικονομία της χώρας.
Η ανανέωση στη Νέα Δημοκρατία περνά μέσω της «αποστρατείας» εμπειρότερων στελεχών, όπως έγινε στην περίπτωση της Ντόρας Μπακογιάννη;
Έχω μιλήσει πολλές φορές για την εμβέλεια της Ντόρας Μπακογιάννη και για το πόσο δύσκολη ήταν η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ανεξάρτητα όμως από αυτά, θέλω πω ότι σεβόμαστε και τιμούμε τα παλιά, έμπειρά στελέχη της παράταξης, όλους αυτούς που έχουν χτίσει την παράταξή μας και την έχουν κρατήσει όρθια μέσα σε πολλές δυσκολίες. Αυτά τα στελέχη τα χρειαζόμαστε και πάντα θα τα χρειαζόμαστε. Για όσα μπορούν να προσφέρουν και στο μέλλον.
Την ίδια στιγμή όμως, όπως συμβαίνει και σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, η Νέα Δημοκρατία προχωρεί μπροστά σε μια ανανέωση με ποιότητα. Για να αλλάξουμε την Ελλάδα πρέπει πρώτα να αλλάξουμε εμείς. Αυτό ήταν το παλιό μας σύνθημα στην ΟΝΝΕΔ. Και είναι ένα μήνυμα που παραμένει πάντοτε επίκαιρο.
Η κυβέρνηση σας κατηγορεί για στείρα αντιπολίτευση και για ροπή προς ακροδεξιά ρητορική. Τι απαντάτε;
Στο ΣΥΡΙΖΑ νομίζουν ότι οι πολίτες έχουν μνήμη χρυσόψαρου. Ότι ξέχασαν την έξαλλη και αδίστακτη αντιπολίτευση του κ. Τσίπρα.
Προτιμώ λοιπόν να απαντήσω με τον τίτλο μιας κινηματογραφικής ταινίας : «Κοίτα ποιος μιλάει».
Όσο για την «ακροδεξιά ρητορική» κάποιος να θυμίσει στον κ. Τσίπρα ότι έχει κυβερνητικό εταίρο τον κ. Καμμένο και τους ΑΝΕΛ. Όχι εμείς!
Κοιτάξτε: ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς βλέπει ότι χάνει, καταβάλει κάθε προσπάθεια για να διαστρεβλώσει και να συκοφαντήσει τις θέσεις τις Νέας Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και τελευταία διολισθαίνει όλο και συχνότερα σ’ ένα νέο «αυριανισμό».
Βεβαίως, ο τόπος αυτός είναι μικρός και όλοι γνωριζόμαστε. Το να κατηγορεί, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ ως ακροδεξιό τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν πείθεις κανέναν. Δείχνει μόνο την απελπισία του.
Η κυβέρνηση σας προκάλεσε να καταθέσετε τη θέση του κόμματος σας για το ζήτημα του «Σκοπιανού». Θα συμβάλλει η Νέα Δημοκρατία, εάν εξευρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση;
Μέχρι πρόσφατα είχαμε όλοι την εντύπωση ότι η εθνική θέση ήταν αυτή που είχε διατυπωθεί από την κυβέρνηση Καραμανλή, όταν ασκήθηκε το veto για την ένταξη των Σκοπίων στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008. Σύνθετη, δηλαδή, ονομασία που να καλύπτει και τις δύο πλευρές και να ισχύει έναντι όλων.
Τι συμβαίνει όμως σήμερα; Ενώ, λοιπόν, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται με μια υπεύθυνη εθνικά θέση, η κυβέρνηση εμφανίζεται όχι με μία, αλλά με δύο θέσεις. Τη θέση του υπουργού Εξωτερικών και τη θέση του υπουργού Άμυνας. Τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ και τη θέση των ΑΝΕΛ.
Να το προσμετρήσουμε και αυτό, άραγε, στα θετικά αυτής της κυβέρνησης; Πρέπει να το χειροκροτήσουμε; Πρέπει να μην επισημάνουμε ότι σε ένα τόσο μείζον θέμα η έκφραση δύο αντικρουόμενων θέσεων από τους κυβερνητικούς εταίρους δημιουργεί θέμα δεδηλωμένης;
Η κυβέρνηση, λοιπόν, οφείλει να καταλήξει σε μία θέση, να διαπραγματευθεί σοβαρά και η Νέα Δημοκρατία είναι εδώ πάντοτε με αίσθημα ευθύνης.
Δεν διαπραγματεύεται όμως η Νέα Δημοκρατία, διαπραγματεύεται η Ελληνική κυβέρνηση.
Μονοκομματική κυβέρνηση η συνεργατικό σχήμα; Ποια είναι η πλέον ενδεδειγμένη λύση για την τόπο;
Έχουμε ξεκαθαρίσει ότι ακόμα και αν έχουμε αυτοδυναμία θα απευθυνθούμε σε όλες τις φιλοευρωπαϊκές και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις για τον σχηματισμό μιας ευρείας συμμαχίας.
Οι περιστάσεις δεν είναι από τις συνηθισμένες και έχουμε μπροστά μας τη μάχη της γενιάς μας. Πρέπει να εκπλήξουμε ευχάριστα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια κυβέρνηση με τους καλύτερους. Μια Εθνική Ελλάδος!
Έχετε πλέον πλούσια Υπουργική εμπειρία. Από ποια θέση θεωρείτε ότι θα προσφέρατε περισσότερο σε μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας;
Αλίμονο αν αρχίσει ο καθένας από εμάς να εκφράζει και να υποδεικνύει τις προτιμήσεις τους για το κυβερνητικό σχήμα.
Η επιλογή της κυβέρνησης είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του Πρωθυπουργού. Και την επόμενη κυβέρνηση θα την σχηματίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Πάντοτε προσπαθώ από την πλευρά μου να προχωρώ με βάση τις καλές ευρωπαϊκές πρακτικές και να συμβάλλω στην υιοθέτηση πολιτικών που θα είναι μεσομακροπρόθεσμα χρήσιμες στην πατρίδα μας.