“Στην Ελλάδα συχνά καταλήγουμε να συζητάμε για την ενέργεια ως κάτι που αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη και δημιουργεί ανασφάλεια για το μέλλον της οικονομίας, λόγω της αντίστασης την οποία προβάλλουν συντεχνίες και συμφέροντα στην προσαρμογή μας στη σύγχρονη πραγματικότητα”, υπογράμμισε ο Κωστής Χατζηδάκης στην εισήγησή του για την παρουσίαση του βιβλίου του Θοδωρή Τσακίρη “Ενεργειακή Ασφάλεια και Διενθής Πολιτική”.
Και συνέχισε: “Η ενέργεια οφείλει να βρίσκεται στο επίκεντρο του σχεδίου μας για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση και την ανάδειξή της σε σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα. Πρέπει να μετατρέψουμε την κρίση στον τομέα της ενέργειας σε ευκαιρία ανάπτυξης για τη χώρα”.
Εισήγηση του Κωστή Χατζηδάκη στην παρουσίαση του βιβλίου «Ενεργειακή Ασφάλεια και Διεθνής Πολιτική» (3.5.2018)
Η ενέργεια είναι ένας τομέας πολιτικής με πολλές διαστάσεις. Αφορά όχι μόνο την οικονομία με τη στενή έννοια, αλλά και –μεταξύ άλλων- την εξωτερική πολιτική, την εθνική ασφάλεια, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος.
Με αυτό το δεδομένο, λοιπόν, θα περίμενε κανείς η ενέργεια να αποτελεί πρωταγωνιστικό ρόλο στον δημόσιο διάλογο στη χώρα μας. Όμως αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει. Και η έντονα τεχνική φύση του αντικειμένου είναι ο λόγος που η ενέργεια δεν συζητιέται τόσο συχνά, παρά τη σημασία της.
Ο Θοδωρής Τσακίρης έχοντας ασχοληθεί επί χρόνια με τον χώρο, έρχεται να φωτίσει μια σειρά από ζητήματα για την πολιτική της ενέργειας, δίνοντας τους και την αντίστοιχη ιστορική διάσταση.
Έχοντας συνεργαστεί προσωπικά μαζί του, γνωρίζω από πρώτο χέρι πόσο βαθιά γνώση του αντικειμένου διαθέτει ο συγγραφέας, καθώς και την εκτεταμένη εμπειρία του. Και να μην τον ήξερα όμως, θα το καταλάβαινα από τις πρώτες κιόλας σελίδες αυτού του βιβλίου.
Όπως είμαι βέβαιος πως θα διαπιστώσει και κάθε αναγνώστης, είτε έχει περιορισμένη, είτε εκτεταμένη επαφή με τον τομέα της ενέργειας. Και αυτό αποτελεί μέρος της προστιθέμενης αξίας του βιβλίου αυτού. Δεν απευθύνεται σε ένα αποκλειστικό είδος αναγνώστη. Αντιθέτως, θα το διαβάσει με το ίδιο ενδιαφέρον κάποιος που δραστηριοποιείται στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στον πρακτικό χώρο των επιχειρήσεων, αλλά και την εξωτερική πολιτική.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, άλλωστε, ανήκει στην σπάνια κατηγορία ειδικών που έχει εργασθεί στο πανεπιστήμιο, στην αγορά και στην πολιτική. Γεγονός που του επιτρέπει να προσεγγίζει με σφαιρικό τρόπο το ζήτημα της ενέργειας και δίνει επιπλέον βαρύτητα στον λόγο του.
Το βιβλίο του κ. Τσακίρη αποτελεί ουσιαστικά, ένα ολοκληρωμένο εγχειρίδιο διεθνούς πολιτικής οικονομίας, ιστορίας και γεωπολιτικής. Ένα εγχειρίδιο που φωτίζει πτυχές πολύπλοκων ιστορικών διεργασιών οι οποίες έχουν διαμορφώσει τον ευρύτερο χώρο στρατηγικού ενδιαφέροντος για τη χώρα μας και όχι μόνο.
Από τον ναυτικό ανταγωνισμό Βρετανίας-Γερμανίας στις αρχές του 20ού αιώνα που συνέβαλε στην έκρηξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, έως τις εξελίξεις στη μεταψυχροπολεμική Κεντρική Ασία, και από την άνοδο του ΟΠΕΚ τη δεκαετία του 1960, έως τη σύγχρονη γεωπολιτική της ενέργειας και τα συμφέροντα Ελλάδος και Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κυρίες και κύριοι,
Για να μπορέσουμε να χαράξουμε την πιο αποδοτική ενεργειακή στρατηγική για το μέλλον της χώρας μας είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε το πώς έχει διαμορφωθεί η σημερινή πολιτικό-οικονομική ισορροπία δυνάμεων του πλανήτη, της οποίας η ενέργεια αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα.
Γι’ αυτό είναι τόσο πολύτιμο το βιβλίο του κ. Τσακίρη. Διότι εξετάζει από πολλές πλευρές τους τρόπους με τους οποίους εδώ και πάνω από έναν αιώνα κράτη, κυβερνήσεις και επιχειρήσεις διαμορφώνουν την παγκόσμια γεωπολιτική της ενέργειας. Είτε μέσω συνεργασίας, είτε μέσω συγκρούσεων.
Έτσι μας δίνει ένα εφόδιο για να προχωρήσουμε μπροστά όχι με επιπόλαιες προσεγγίσεις, αλλά έχοντας γνώση μιας πολυεπίπεδης ιστορικής πορείας που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τις σημερινές εξελίξεις σε περιφερειακό, αλλά και παγκόσμιο επίπεδο.
Έχοντας διατελέσει Υπουργός Ανάπτυξης γνωρίζω από πρώτο χέρι τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας στον τομέα της ενέργειας, αλλά και τις σημαντικές ευκαιρίες που ανοίγονται μπροστά της στον τομέα αυτό.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα συχνά καταλήγουμε να συζητάμε για την ενέργεια ως κάτι που αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη και δημιουργεί ανασφάλεια για το μέλλον της οικονομίας, λόγω της αντίστασης την οποία προβάλλουν συντεχνίες και συμφέροντα στην προσαρμογή μας στη σύγχρονη πραγματικότητα. Δεν γίνεται να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση.
Η ενέργεια οφείλει να βρίσκεται στο επίκεντρο του σχεδίου μας για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση και την ανάδειξή της σε σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα. Πρέπει να μετατρέψουμε την κρίση στον τομέα της ενέργειας σε ευκαιρία ανάπτυξης για τη χώρα.
Οι παρεμβάσεις στον τομέα αυτό οφείλουν να κινηθούν σε τέσσερις άξονες οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους.
- Πρέπει να ενισχύσουμε την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Χωρίς ενεργειακή ασφάλεια οποιαδήποτε άλλη συζήτηση είναι περιττή. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να επιδιώξουμε τη μεγαλύτερη δυνατή διασύνδεση με τα διεθνή δίκτυα ενέργειας, κάτι που θα ενισχύσει και τη γεωστρατηγική θέση της χώρας στους τομείς της ηλεκτροπαραγωγής και του φυσικού αερίου.
- Είναι επίσης επιτακτική ανάγκη να μειώσουμε το κόστος της ενέργειας, το οποίο είναι ανεπίτρεπτα υψηλό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Απαιτείται να αρθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς ώστε καταναλωτές και επιχειρήσεις να εξοικονομήσουν χρήματα. Έτσι θα ανακουφίσουμε τα νοικοκυριά και θα κάνουμε τη βιομηχανία μας πιο ανταγωνιστική.
- Τρίτον, οφείλουμε να προστατεύσουμε το περιβάλλον, τηρώντας τις υποχρεώσεις μας στο πλαίσιο της Συμφωνίας των Παρισίων και εξασφαλίζοντας, έτσι, ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο για μας και για τις επόμενες γενιές.
- Παράλληλα, είναι φυσικά ανάγκη να προσελκύσουμε επενδύσεις που θα αναβαθμίσουν τις υποδομές μας αλλά και θα δώσουν ευρύτερη αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία. Τέτοιες επενδύσεις θα κινητοποιήσουν διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας και θα δημιουργήσουν πολλαπλασιαστικά οφέλη, όπως, φυσικά, και νέες θέσεις εργασίας.
Πώς θα τα πετύχουμε αυτά;
1.Η πρώτη μεγάλη προτεραιότητα οφείλει να είναι η ουσιαστική απελευθέρωση και ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής ενεργειακής αγοράς.
Πρέπει να αφήσουμε οριστικά πίσω μας το σημερινό απαρχαιωμένο σύστημα κρατικής συγκέντρωσης που χαρακτηρίζεται από αδιαφανείς διαδικασίες, συντεχνιακά συμφέροντα και υπέρογκo κόστος. Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση οφείλουμε να εφαρμόσουμε την ευρωπαϊκή νομοθεσία σε ζητήματα σχετικά με την κατάργηση των μονοπωλιακών πρακτικών και την ουσιαστική ανεξαρτησία των εποπτικών αρχών όπως η ΡΑΕ, την οποία η κυβέρνηση έχει υπονομεύσει επανειλημμένως. Στόχος οφείλει να είναι η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, το χρηματιστήριο ενέργειας και η πλήρης μετάβαση στο target model στην ηλεκτροπαραγωγή.
Το άνοιγμα αγορών που θα δρομολογήσουμε πρέπει να είναι ουσιαστικό. Αυτό περιλαμβάνει, για παράδειγμα, αύξηση του όγκου του φυσικού αερίου που διατίθεται σε δημοπρασία, με ανάλογη προσαρμογή της ΔΕΠΑ στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα της αγοράς φυσικού αερίου. Προϋποθέτει, επίσης, συμφωνίες που προασπίζουν το δημόσιο συμφέρον, σε αντίθεση με τις κινήσεις που κάνει η κυβέρνηση στην περίπτωση της ΔΕΗ, οι οποίες τελικά ζημιώνουν τη χώρα.
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μικρή ΔΕΗ –για την οποία μας κατακεραύνωνε όταν στην αντιπολίτευση- πέρασε στη μισή ΔΕΗ, χωρίς λεφτά! Συμφώνησαν, δηλαδή, ότι το μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ από το 90-95% της αγοράς, θα πάει στο 50% μέχρι το 2020 και μάλιστα με μηδενικό αντάλλαγμα! Για να το πούμε απλά, η ΔΕΗ είναι μια επιχείρηση που έχει στα γραφεία της στελέχη με στόχο να χάσουν πελάτες, με μηδέν ευρώ κέρδος για το κράτος και την ίδια την εταιρία! Στη ΔΕΗ προέχουν κάποιες κινήσεις σωτηρίας με τις οποίες θα επιχειρηθεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ρευστότητας, ενώ στο τέλος της διαδρομής του προγράμματος εξυγίανσης πρέπει να είναι η εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή.
Θα ήθελα να σταθώ και στο θέμα των δικτύων, στο οποίο επίσης βιώνουμε τον παραλογισμό της κυβερνητικής πολιτικής. Εμείς δεν πιστεύουμε ότι τα δίκτυα βγάζουν πόδια και φεύγουν και γι’ αυτό δεν φοβόμαστε την είσοδο επενδυτών στα δίκτυα της χώρας. Άλλωστε, υπάρχει η επίβλεψη της ρυθμιστικής αρχής, υπάρχει η εμπειρία της Πορτογαλίας, υπάρχουν οι καλές ευρωπαϊκές πρακτικές. Επίσης, δεν πιστεύουμε στα διπλά κριτήρια στα οποία φαίνεται να πιστεύει η κυβέρνηση που προχωράει, από τη μία, στην ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ, αλλά περιορίζει το ποσοστό παραχώρησης του ΑΔΜΗΕ στο 24%. Για μας πρέπει να προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση και του ΔΕΣΦΑ και του ΑΔΜΗΕ. Η προσέγγισή μας είναι ενιαία.
2.Για να πετύχουμε τους στόχους μας είναι επίσης απαραίτητο να εξασφαλίσουμε τους πόρους που θα επιτρέψουν την αναβάθμιση των ενεργειακών υποδομών της χώρας. Οι δημόσιοι πόροι, καλώς ή κακώς, δεν φτάνουν. Οι απαιτούμενοι πόροι θα βρεθούν είτε με ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες θα προασπίζουν το δημόσιο συμφέρον (πχ με blocking minority στον ΑΔΜΗΕ), είτε με ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα) που μας επιτρέπουν να προσελκύσουμε ιδιωτικές επενδύσεις με διαφανείς διαδικασίες και χαμηλό κόστος για το δημόσιο. Η παρουσία του Υπερταμείου, πέρα από την κριτική που έχουμε ασκήσει, οφείλω να πω ότι περιπλέκει τα πράγματα. Διότι δεν είναι σαφές από τον νόμο που το διέπει ποιες θα είναι οι δυνατότητες της όποιας κυβέρνησης για την άσκηση πολιτικής στα θέματα ιδιωτικοποιήσεων και ΣΔΙΤ.
3.Στο σκέλος της προστασίας του περιβάλλοντος η Ελλάδα, δυστυχώς, έχει μείνει πολύ πίσω όσον αφορά στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Απαιτείται μια σειρά από παρεμβάσεις με στόχο τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, όπως η αναμόρφωση του πλαισίου για τους ενεργειακούς ελέγχους κτηρίων στα πρότυπα της Ολλανδίας και της Γαλλίας. Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά το πρόγραμμα που έχει ενταχθεί από την πλευρά της Γαλλίας στο πακέτο Γιουνκέρ για την ενεργειακή αναβάθμιση των σπιτιών. Φυσικά, είναι σημαντικό να υπάρξει έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σύμφωνα με τις καλές ευρωπαϊκές πρακτικές και με δεδομένο τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον λιγνίτη. Και αυτό βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον σχεδιασμό και υλοποίηση έργων υποδομών, αλλά και την αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων.
4.Τέλος, χρειαζόμαστε μια σοβαρή, πολυδιάστατη ενεργειακή πολιτική με διεθνή ορίζοντα. Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη περίοδο. Δεν είναι μόνο η οικονομική κατάσταση της χώρας. Είναι και η αυξημένη επιθετικότητα της Τουρκίας, αλλά και οι ευαίσθητες γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή. Όλα αυτά κάνουν την εφαρμογή ενεργειακής πολιτικής μια δύσκολη άσκηση. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να υπάρχει μια στρατηγική, μακροπρόθεσμη προσέγγιση. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνεται αυτό και εμφανίζεται συχνά με δύο και τρεις διαφορετικές γραμμές σε σημαντικά εθνικά ζητήματα.
Πρέπει να υποστηρίξουμε τα έργα υποδομών που μπορούν να κάνουν τη χώρα μας ενεργειακό σταυροδρόμι. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται οι αγωγοί TAP και IGB, καθώς και άλλα έργα που προωθούνται από τον ιδιωτικό τομέα. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να γίνει ενεργειακός κόμβος, όντας το πλέον ανεπτυγμένο κράτος και διαθέτοντας την πιο ώριμη ενεργειακή αγορά της περιοχής. Παράλληλα, έχουμε ανάγκη από μια πολιτική πολλαπλών πηγών και οδεύσεων που θα μειώσει το ενεργειακό κόστος, θα εξασφαλίσει την ενεργειακή μας ασφάλεια, αλλά και θα δημιουργήσει ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη.
Σημαντικές επενδύσεις μπορούν να γίνουν και στον τομέα των υδρογονανθράκων ευτυχώς η κυβέρνηση μετά από μια μεγάλη περίοδο αδράνειας υιοθετεί –σε κάποιο βαθμό- τη δική μας προσέγγιση, όμως προχωρά με πολύ αργούς ρυθμούς. Εμείς μιλάμε για επιτάχυνση των διαδικασιών, για ενίσχυση της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων και για έρευνες υδρογονανθράκων σε νέα οικόπεδα, διότι ακριβώς θέλουμε να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία για προσέλκυση διεθνών παικτών και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Κυρίες και κύριοι,
Όλα αυτά που περιέγραψα εντάσσονται σε ένα πλαίσιο αναπτυξιακής πολιτικής που έχει στόχο τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Ένα νέο μοντέλο που θα έχει στο επίκεντρο την προσέλκυση επενδύσεων, τη στήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την υιοθέτηση καλών ευρωπαϊκών πρακτικών.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβούν όλα αυτά στα οποία αναφέρθηκα είναι να προσεγγίσουμε με σοβαρότητα τις πολλές διαφορετικές πτυχές του ζητήματος της ενεργειακής πολιτικής. Ώστε να υπερβούμε ξεπερασμένες αντιλήψεις και δογματισμούς και να βοηθήσουμε την πατρίδα μας να κάνει βήματα μπροστά. Στην προσπάθεια αυτή, το βιβλίο του κ. Τσακίρη αποτελεί ένα πολύτιμο εφόδιο, και θα ήθελα να τον συγχαρώ για αυτό το πολύ σημαντικό πόνημα.