Μετά την “κλειστή συνάντηση” Άγγλων, Γάλλων και Γερμανών στη Γάνδη, τώρα και η πολιτική αμυντικών συμμαχιών της Ε.Ε (αντιτρομοκρατική συμμαχία) ασκείται από “λίγους και εκλεκτούς” που αποφασίζουν και για τους υπόλοιπους. Φτάσαμε, λοιπόν, στην Ε.Ε των “πατρίκιων” και των “πληβείων”;
Και οι δύο πρωτοβουλίες, ασφαλώς, είναι απαράδεκτες. Κάθε κράτος, βεβαία, δικαιούται να παίρνει τόσο σε διμερές όσο και σε πολυμερές επίπεδο πρωτοβουλίες που το ίδιο κρίνει. Ωστόσο όταν είναι όμως μέλος σε έναν οργανισμό όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει την ίδια στιγμή να σέβεται κάποιες υποχρεώσεις του που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα. Οι πρωτοβουλίες αυτές οδηγούν σε μια αγνόηση των ευρωπαϊκών θεσμών και υποδηλώνουν τάσεις ηγεμονισμού υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα συμπεριφορές του μακρινού παρελθόντος. Θα πρέπει να δοθεί δυναμική απάντηση από την Ελληνική κυβέρνηση και από τις κυβερνήσεις των χωρών που αποκλείσθηκαν. Δεν μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει όταν στήνονται τέτοιου είδους παραμάγαζα. Οι μεγάλες χώρες έχουν, προφανώς το δικαίωμα να συζητούν μεταξύ τους, να αναπτύσσουν διμερείς επαφές, αλλά δεν επιτρέπεται με την δημιουργία παρα-θεσμών να υπονομεύουν την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αντίδραση όλων εμάς των υπολοίπων θα πρέπει να είναι άμεση γιατί αλλιώτικα θα δημιουργηθεί προηγούμενο το οποίο αργότερα δεν θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε.
Το ”κακό” για πολλούς είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τη Σύνοδο Κορυφής της Νίκαιας. Συμφωνείτε ότι εκείνη η “ανακατανομή” έθεσε τις βάσεις για όσα βλέπουμε σήμερα;
Η συνθήκη της Νίκαιας έτσι όπως έχει εγκριθεί δεν δημιουργεί επισήμως, τουλάχιστον, προβλήματα. Αλλά καμιά συνθήκη δεν μπορεί να αποτρέψει εξελίξεις σαν και αυτή που ζήσαμε τις προηγούμενες ημέρες εάν υπάρχουν πολιτικές ηγεσίες πρόθυμες να προχωρήσουν σε τέτοιου είδους κινήσεις. Ας μην ψάχνουμε τις αιτίες στα επίσημα κείμενα. Τα επίσημα κείμενα δεν υιοθετούν τέτοιου είδους τακτικές. Εξελίξεις, όμως, σαν και αυτή στηρίζονται σε αρχές που δεν συμπεριλαμβάνονται σε επίσημα κείμενα και διακηρύξεις που δυστυχώς είναι διαχρονικές στην πολιτική ζωή και τέτοιου είδους “αρχές” είναι ο κυνισμός και η αλαζονεία.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ των δύο ταχυτήτων και έχει αναγάγει σε μείζονα προτεραιότητα τη συμμετοχή της σε αυτή. Έχουμε θέσει εκεί;
Η συνθήκη της Νίκαιας, σε συνέχεια παλαιότερων ρυθμίσεων της συνθήκης του Άμστερνταμ, ρυθμίζει με καθαρότερο τρόπο το θέμα της λεγόμενη ενισχυμένης συνεργασίας που μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που πολλοί θεωρούν Ευρώπη δύο ταχυτήτων. Και το ρυθμίζει με ένα τρόπο που έγινε αποδεκτός από όλους τελικά. Τι είναι η ενισχυμένη συνεργασία; Η δυνατότητα κάποιων χωρών να έχουν στενότερη συνεργασία μεταξύ τους, χωρίς κανένας να αποκλείεται από αυτή την συνεργασία εφόσον θέλει να συμμετάσχει και εφόσον βεβαίως μπορεί. Είναι προφανές ότι αυτή η ρύθμιση δεν έχει καμία σχέση με τις κλειστές συναντήσεις της Γάνδης και του Λονδίνου. Εάν μια χώρα θέλει και μπορεί είναι ελεύθερη να συμμετάσχει στην ενισχυμένη συνεργασία. Αυτό δεν είναι εναντίον των συμφερόντων της Ελλάδας. Και τούτο διότι μετά την διεύρυνση θα συμμετάσχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρες, οι οποίες δεν θα έχουν την δυνατότητα να ακολουθήσουν άλλες χώρες περισσότερο προηγμένες οικονομικά σε διάφορες πολιτικές. Δεν μπορεί η πατρίδα μας να είναι όμηρος χωρών όπως η Λιθουανία και η Σλοβακία. Από την άλλη μεριά ακόμη και τώρα υπάρχουν χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και τα Σκανδιναβικά κράτη που δεν θέλουν να συμμετάσχουν σε ορισμένες ευρωπαϊκές πολιτικές. Δεν μπορεί η άρνηση αυτή να αποτελέσει εμπόδιο για την στενότερη συνεργασία όλων των υπολοίπων. Επομένως, άλλο η επίσημη ανοικτή και διαφανής συνεργασία σε ορισμένους τομείς κάποιων από τις ευρωπαϊκές χώρες μέσα από διαδικασίες που καθορίζει η ίδια η συνθήκη και άλλο οι παραθεσμικές συναντήσεις που υπονομεύουν την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για την πορεία διεύρυνσης της Ε.Ε; Τι μπορεί να σημαίνουν, ειδικότερα, για την πορεία ένταξης της Κύπρου, με δεδομένο ότι μερικοί, τουλάχιστον, από τους “ισχυρούς” δεν δέχονται ένταξη της πριν λυθεί το πολιτικό της πρόβλημα;
Για να λάβει χώρα η διεύρυνση θα πρέπει να εγκριθεί από τις 15 κυβερνήσεις και από τα 15 εθνικά κοινοβούλια. Εδώ απαιτείται ο κανόνας της ομοφωνίας. Κατά συνέπεια υπάρχουν θεσμικές εγγυήσεις στην συνθήκη, ότι ενδεχόμενες μεθοδεύσεις ορισμένων μεγάλων χωρών δεν θα μπορέσουν να γίνουν δεκτές. Άλλωστε, προσωπικά δεν βλέπω ότι υπάρχει τέτοια διάθεση. Για την Κύπρο είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να υπενθυμίσει στους εταίρους μας όλα όσα διακήρυξαν στο Ελσίνκι. Ότι δηλαδή η επίλυση του Κυπριακού δεν μπορεί να συνδεθεί με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα ήταν αδιανόητο να υπάρξει οπισθοχώρηση από αυτό το κεκτημένο. Πρέπει, επίσης, να γίνει σαφές, σε περίπτωση που κάποιος θελήσει να ανατρέψει όλα όσα έχουν δρομολογηθεί μέχρι τώρα, ότι η τελευταία λέξη ανήκει στην Βουλή των Ελλήνων, η οποία προφανώς δεν θα μπορέσει να ψηφίσει υπέρ της ένταξης των υπολοίπων χωρών αν από την διεύρυνση εξαιρεθεί η Κύπρος.