Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία καθιστά σαφή την πρόθεσή της να διαδραματίσει, στην ευρύτερη περιοχή της ηγεμονικό ρόλο. Κάτι το οποίο η χώρα μας νοιώθει ολοένα και πιο έντονα, τόσο από τη διπλωματική κινητικότητα της Τουρκίας στην περιοχή, όσο και από τις διαρκώς εντεινόμενες προκλήσεις της απέναντί μας.
Μπροστά στην πραγματικότητα αυτή ορθώνεται ένα κορυφαίο ερώτημα. Πως μπορεί να αντιμετωπισθεί η τουρκική απειλή. Αλλά και πως θα καταστεί εφικτή η δημιουργία κλίματος ασφάλειας, αμοιβαίας κατανόησης που θα επιτρέψει την ειρηνική συμβίωση των δύο λαών. Δεδομένου μάλιστα ότι την Τουρκία δεν μπορούμε να την αγνοούμε ως πραγματικότητα, πολύ δε περισσότερο δεν μπορούμε με κάποιο μαγικό τρόπο να την εξαφανίσουμε από το χάρτη ή να τη μετακινήσουμε σε κάποια άλλη γωνία του πλανήτη.
Υπάρχει ένα απαράβατο διεθνές αξίωμα ότι για την επίλυση των διαφορών ανάμεσα σε δύο χώρες δύο μόνο επιλογές υπάρχουν. Ο πόλεμος ή η ειρηνική συνεννόηση, ουσιαστικά δηλαδή ο διάλογος.
Εάν επιλογή του ελληνικού λαού και της πολιτικής του ηγεσίας είναι η με πολεμική αναμέτρηση επίλυση των διαφορών με την Τουρκία, τότε όλοι μας συλλογικά και υπεύθυνα θα πρέπει να προετοιμάσουμε τη χώρα μας γι’αυτή την προοπτική. Εάν από την άλλη αποκλείσουμε την στρατιωτική εκδοχή, τότε αναπόφευκτα θα πρέπει να δώσουμε ειρηνική διέξοδο στα προβλήματά μας με τη γείτονα. Είμαι απόλυτα βέβαιος, την ίδια δε άποψη συμμερίζονται πολύ πιο ειδικοί από εμένα, ότι εάν οδηγηθούμε σε μια πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία η χρονική διάρκεια της σύγκρουσης θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Πιθανότατα μάλιστα, μετά από διεθνείς παρεμβάσεις, θα οδηγηθούμε στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Στην περίπτωση όμως αυτή ο διάλογος θα είναι αποτέλεσμα διεθνών πιέσεων και θα έχει προκύψει αφού θα έχουμε ήδη καταβάλει ένα υψηλό, πιθανόν, φόρο σε ανθρώπινες ζωές.
Η συμμετοχή της χώρας μας σε διάλογο δε σηματοδοτεί κατ’ανάγκην υποχωρήσεις. Εξ άλλου ο διάλογος, για να παραφράσω γνωστή σχετική ρήση, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά συνέχιση του πολέμου με άλλα, ειρηνικά πια μέσα. Πιστεύω ειλικρινά ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί το καταστροφικό δόγμα “δεν διεκδικούμε τίποτα”. Διαθέτουμε τα επιχειρήματα και τα μέσα ούτως ώστε μέσω ενός διαλόγου να διεκδικήσουμε αυτά που μας ανήκουν. Σ’αυτό το διάλογο θα σταθώ γιατί πιστεύω πως η χώρα μας αργά ή γρήγορα θα εμπλακεί σε μια τέτοια διαδικασία.
Η συμμετοχή μας σε μια διαδικασία διαλόγου, υπό την απαράβατη πάντοτε προϋπόθεση ότι γίνεται απόλυτα σεβαστή η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας, και το πλέγμα των διεθνών και διμερών συμφωνιών, παρέχει στην Ελλάδα το δικαίωμα συγκρότησης της ημερήσιας διάταξης καταθέτοντας τα δικά της προς συζήτηση θέματα.
Τέτοια θέματα έχουμε να θέσουμε πολλά. Χαρακτηριστικά θα μπορούσα να αναφέρω: το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων/πολης, η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η αποκατάσταση του προβλεπόμενου από τη συνθήκη της Λωζάννης καθεστώτος για την Ίμβρο και την Τένεδο, η επιστροφή και διασφάλιση των ελληνικών περιουσιών στους νομίμους κατόχους της αλλά και η επιστροφή όσων εκ των ομογενών θα επιθυμούσαν να το πράξουν, στα σπίτια τους, στην Κων/πολη, την ‘Ιμβρο και την Τένεδο υπό συνθήκες ασφάλειας. Σημαντικό όπλο της Ελλάδας σε ένα τέτοιο διάλογο θα είναι ασφαλώς και το απαράγραπτο δικαίωμά της για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ.
Παραδόξως η προοπτική ενός διαλόγου με την Τουρκία προκαλεί μερικές φορές στη χώρα μας ανησυχία, ωσάν να στερείται η Ελλάδα αυτοπεποίθησης και επιχειρημάτων και να θεωρείται εκ προοιμίου σίγουρη η εις βάρος της εξέλιξη μιας τέτοιας διαδικασίας. Εξ άλλου η συστηματική άρνηση του διαλόγου τα τελευταία 20 χρόνια αποδεικνύεται εντελώς ατελέσφορη αφού όχι μόνον προβλήματα δεν επιλύει αλλά αντίθετα ανοίγει τις ορέξεις των γειτόνων μας που κορυφώνουν τις προκλήσεις τους, διευρύνουν τις διεκδικήσεις τους και μπροστά στη δική μας αδυναμία επιβάλλουν ολοένα και νέα τετελεσμένα γεγονότα (γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, αποχή από έρευνες για πετρέλαίο, αμφισβήτηση καθεστώτος έρευνας και διάσωσης κ.ο.κ.).
Από την άλλη η αύξηση της έντασης οδηγεί σε μια φρενίτιδα εξοπλισμών που υποχρεώνει της Ελλάδα (αναγκαστικά έως ένα βαθμό) να δαπανά το υψηλότερο μετά το Ισραήλ ποσοστό του Α.Ε.Π. για τις αμυντικές της δαπάνες και παρ’ ‘όλα αυτά να αδυνατεί να παρακολουθήσει τους εξοπλιστικούς ρυθμούς της Τουρκίας για λόγους απολύτως κατανοητούς.
Ασφαλώς για την επιτυχή έκβαση ενός διαλόγου με την Τουρκία, ο οποίος δεν θα διεξάγεται υπό συνθήκες απειλών και πιέσεων, θα πρέπει να προϋπάρξουν κάποια στοιχεία που θα καταστήσουν την ελληνική θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ισχυρή. Θεωρώ απόλυτα αναγκαία την αναβάθμιση της αποτρεπτικής ισχύος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, δίνοντας έμφαση κυρίως σε ποιοτικά και όχι σε ποσοτικά χαρακτηριστικά, την ενίσχυση του διπλωματικού δυναμικού της χώρας μας καθώς και, τη συγκρότηση ενός οργάνου επιτελικού σχεδιασμού (“διπλωματικό think tank”) το οποίο θα αξιολογεί πληροφορίες και θα επεξεργάζεται λύσεις.
Υπό τους όρους αυτούς πιστεύω ότι η Ελλάδα, μπορεί να λάβει μέρος σε ένα διάλογο με την Τουρκία όχι για να προβεί σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς αλλά για να συμβάλει στην εκτόνωση της έντασης, να διεκδικήσει αποφασιστικά και συγκροτημένα αυτά που δικαιούται και που με δική της αμέλεια έχουν δυστυχώς οδηγηθεί σε τέλμα. Η λύση αυτή είναι επιβεβλημένη όχι μόνο για λόγους εθνικού συμφέροντος αλλά και γιατί οφείλουμε πειστικά να απαντήσουμε στο ερώτημα που μας θέτει σύμπασα η διεθνής κοινή γνώμη. Εάν η Ελλάδα και η Τουρκία εμφανίζονται να έχουν διαφορές αλλά δεν θέλουν να καταφύγουν στη χρήση βίας γιατί δεν κάνουν το αυτονόητο και λογικό, δηλαδή διάλογο;
Προκαλεί άλλοτε απορία και άλλοτε αγανάκτηση η λεγόμενη πολιτική “ίσων αποστάσεων” που κάποιοι σύμμαχοί μας, ακολουθούν ενίοτε έναντι Ελλάδας και Τουρκίας. Η στάση αυτή υπαγορεύεται από τη γεωστρατηγική θέση και την οικονομική βαρύτητα της Τουρκίας που υποχρεώνουν μεγάλες και μικρές δυνάμεις του πλανήτη μας να αποδίδουν στη γειτονική μας χώρα ιδιαίτερη σημασία, σε βαθμό μάλιστα που να είναι διατεθειμένες πολλές φορές να κάνουν τα “στραβά μάτια” σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η πολιτική αυτή των “ίσων αποστάσεων” είναι δύσκολο να ανατραπεί, όσο τουλάχιστον η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει τη σημερινή της θέση στο διεθνές σύστημα. Ωστόσο η εμπιστοσύνη προς την Τουρκία θα είχε ως ένα βαθμό κλονιστεί (και συνέβη πρόσφατα λόγω Ερμπακάν) εάν η δική μας εξωτερική πολιτική είχε κινηθεί πιο δραστήρια και με περισσότερη φαντασία, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες της χώρας μας. Δεν το πράξαμε όμως επιλέγοντας πολλές φορές τη λογική του τριτοκοσμικού απομονωτισμού με αποτέλεσμα βέβαια σήμερα να μεμφόμαστε τους εταίρους μας όχι μόνο για τις δικές τους ενσυνείδητες επιλογές που στο κάτω-κάτω υπαγορεύονται από τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, αλλά ακόμη και για τις δικές μας παραλείψεις, παλινωδίες και αμέλειες.