Όχι, δεν έφυγε η ευρωπαϊκή αστυνομία από την Ελλάδα, όπως πολλοί νόμισαν ότι συμβαίνει με την άρση της «επιτήρησης» από την Επιτροπή. Η ΕΕ ήλεγχε και θα εξακολουθήσει να ελέγχει τα οικονομικά της χώρας, πράγμα που ασφαλώς θα έπρεπε να κάνει κάθε σοβαρή ελληνική κυβέρνηση ανεξάρτητα από την συμμετοχή μας στον ΟΝΕ. Αυτό που συνέβη με την άρση του καθεστώτος του άρθρου 104 παράγραφος 9 της Συνθήκης, κατά την κοινοτική ορολογία, είναι η πιστοποίηση ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλό δρόμο. Ενώ, δηλαδή, τα ελλείμματά μας ήταν της τάξεως του 7,5 % και το χρέος μας ήταν 108,5% του ΑΕΠ, το έλλειμμα θα εξακολουθήσει να είναι κάτω από το 3% ενώ παράλληλα το χρέος περιορίζεται κάτω από το 100% μετά από πάρα πολλά χρόνια. Αυτά είναι καλά νέα για την τσέπη μας, διότι εμείς οι πολίτες καλούμασταν και θα καλούμαστε στο μέλλον να πληρώνουμε τυχόν υπέρογκα χρέη. Είναι ένα θετικό σινιάλο επίσης για υποψήφιους επενδυτές
και επομένως για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας καθώς περνάει το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι στο σωστό δρόμο.
Η θετική αυτή εξέλιξη όμως δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε έναν παράδεισο. Από πλευράς ανταγωνιστικότητας εξακολουθούμε να έχουμε προβλήματα και μέσα στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο σκηνικό είναι σημαντικό να ενισχύσουμε την θέση μας. Υπάρχουν, προφανώς, διάφορες μέθοδοι για να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί τις οποίες όμως δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε. Δεν μπορούμε να γίνουμε ούτε Μαλαισία ούτε Ταϊλάνδη από πλευράς μισθών. Μπορούμε όμως, παράλληλα με την εξυγίανση των δημοσιοοικονομικών μεγεθών, να επενδύσουμε σε αυτό που εγώ ονομάζω «έξυπνη ανάπτυξη». Να αναδείξουμε, δηλαδή, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (πέρα απ’τη ναυτιλία είναι ο ποιοτικός τουρισμός, οι νέες τεχνολογίες, η βιολογική γεωργία, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες) στηρίζοντας τους τομείς προτεραιότητας με την αντίστοιχη αναπτυξιακή υποδομή.
Αφετηρία της προσπάθειας αυτής είναι ο τομέας της εκπαίδευσης. Με συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και με την επέκτασή τους στις υπόλοιπες βαθμίδες, έτσι ώστε να συνδεθεί η γνώση με την αγορά εργασίας και η εκπαίδευση να γίνει πρόσθετο όπλο για την προσέλκυση επενδύσεων. Στην οικονομία, χρειάζεται να συνεχιστεί η προσπάθεια να φύγει το κράτος απ’τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και να αξιοποιηθούν-όχι απλά να απορροφηθούν-τα κοινοτικά κονδύλια. Παράλληλα, να λυθεί, όπως επισημαίνει η Κομισιόν, το ασφαλιστικό όπου τυχόν αδράνεια θα επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά και θα αποτελεί αντιλαϊκή πολιτική ιδιαίτερα εναντίον των νεότερων γενεών.
Εξίσου σημαντική προς την κατεύθυνση της έξυπνης ανάπτυξης είναι η συνέχιση των αλλαγών στη δημόσια διοίκηση, που σήμερα αποτελεί βαρίδι στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Ένας διεθνής διαγωνισμός για την πρόσληψη ενός μεγάλου οίκου που θα μας δώσει ιδέες για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι, νομίζω, αναγκαίος. Τέλος, για μας που λόγω τουρισμού το περιβάλλον είναι πηγή πλούτου, η προστασία του θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα. Δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε καταδίκες από το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πρέπει αντίθετα να αντιληφθούμε ότι αν δεν υπήρχε η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική θα έπρεπε να την εφεύρουμε.
Επομένως, η άρση της επιτήρησης από την Κομισιόν πιστοποιεί τις θετικές εξελίξεις, αλλά δεν σημαίνει ότι θα συμβεί αυτό που έλεγε ο Μίμης Φωτόπουλος … «και τώρα θα κάααθομαι». Όχι, δεν μπορούμε να καθόμαστε. Αντίθετα έχουμε μπροστά μας μια σειρά από προκλήσεις που πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε, αν δεν θέλουμε να πάνε χαμένα όλα όσα μέχρι τώρα καταφέραμε.