Με την έκθεσή της του Οκτωβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τη μία άνοιξε το δρόμο για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας από την άλλη, όμως, έθεσε τέτοιους όρους και προϋποθέσεις που κατέστησαν τον δρόμο αυτό δύσβατο και ανηφορικό. Το «ναι μεν αλλά» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Συμβούλιο Κορυφής του Δεκεμβρίου στο αίτημα της Τουρκίας για έναρξη των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων, απορρέει από την διάθεσή της να παρουσιάσει μία ισορροπημένη εικόνα μετά τις έντονες αντιδράσεις που είχαν σημειωθεί σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά κυρίως στους κόλπους της ίδιας της Κομισιόν.
Με την έκθεσή της η Επιτροπή εκφράζει την πρόθεσή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θέσει σε κηδεμονία την Άγκυρα για όσο χρονικό διάστημα διαρκέσουν οι διαπραγματεύσεις, εντάσσοντας την ενταξιακή της πορεία στο μικροσκόπιο των Βρυξελλών. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασιστεί η διακοπή των διαπραγματεύσεων ενώ παράλληλα δεν δίνεται καμία εγγύηση για το αποτέλεσμα τους. Καμία βέβαια διαπραγμάτευση δεν έχει προειλημμένο αποτέλεσμα. Ωστόσο ο τονισμός της πραγματικότητας αυτής από την Κομισιόν έχει τη σημασία του.
Είναι γεγονός ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό και επιφυλακτικότητα το ενδεχόμενο της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και αυτή η στάση επικεντρώνεται κυρίως σε δύο τομείς. Πρώτον στη μόνιμη αμφιβολία που επικρατεί σε μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου ότι η Τουρκία αδυνατεί να εκπληρώσει τα πολιτικά κριτήρια, καθώς παρά τα βήματα προόδου που έχουν γίνει (μεταρρύθμιση του Ποινικού Κώδικα και την εναρμόνιση του με τους ευρωπαϊκούς κανόνες), οι καταγγελίες για βασανιστήρια και καταπάτηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων συνεχίζονται. Οι ίδιες αμφιβολίες επικρατούν και για τον ρόλο του στρατού. Δεύτερον , στο οικονομικό κόστος του εγχειρήματος. Δεν είναι λίγοι οι ευρωπαίοι πολιτικοί (με τρανό παράδειγμα τον Αρμόδιο Επίτροπο για την Αγροτική Πολιτική κ. Φίσερ) που υποστηρίζουν ότι η ένταξη της Τουρκίας θα κοστίσει στα υπόλοιπα κράτη- μέλη όσο κόστισε η πρόσφατη διεύρυνση. Δεν λείπουν, βεβαίως, αναφορές και σε άλλα προβλήματα, όπως ο μουσουλμανικός χαρακτήρας της Τουρκίας και τα προβλήματα της μαζικής μετανάστευσης που μια ενδεχόμενη ένταξή της θα δημιουργήσει.
Επομένως, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, το «πράσινο» φως που άναψε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι στην πραγματικότητα “πορτοκαλί”. Αν θα γίνει πράσινο ή κόκκινο θα εξαρτηθεί πρωτίστως από την συμπεριφορά της ίδιας της Τουρκίας και την προσαρμογή της στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά και από τις αντιδράσεις των λαών της Ευρώπης σε αυτήν την προοπτική. Η πρόταση του Γάλλου προέδρου Ζακ Σιράκ για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος πριν από την ένταξη της Τουρκίας, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Από τη μια μεριά, ανεβάζει πιο ψηλά τον πήχη για την Τουρκία, η οποία θα κρίνεται ολοένα και αυστηρότερα και από την άλλη μπορεί να δημιουργήσει μία τέτοια δυναμική, που μπορεί να ωθήσει και άλλες χώρες ( π.χ Γερμανία) σε αυτή την κατεύθυνση.
Για μας η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας έχει μία ιδιαιτερότητα. Μία ευρωπαϊκή Τουρκία θα είναι καλύτερος γείτονας. Η Ε.Ε θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την μετατροπή του Αιγαίου σε θάλασσα ειρήνης, αλλά και για τη δίκαιη επίλυση του Κυπριακού έστω και μεσομακροπρόθεσμα. Όσο πιο κοντά έρχεται η Τουρκία στην Ευρώπη, τόσο θα αυξάνονται και οι υποχρεώσεις της απέναντί μας. Και τις υποχρεώσεις αυτές δεν τις ξεχνάμε. Το γεγονός ότι 27 γύροι διερευνητικών επαφών για το Αιγαίο δεν έχουν καταλήξει ακόμη δεν σημαίνει ότι η προσπάθεια θα σταματήσει. Αντίθετα όταν η Τουρκία ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα έχει ακόμα μεγαλύτερη υποχρέωση να αφήσει στο παρελθόν τον κακό της εαυτό της στο Αιγαίο.
Σε αυτό το σκεπτικό υπάρχουν βέβαια δύο «αλλά»:Το πρώτο είναι σχετικό με την πρόσφατη προκλητικότητα των Τούρκων στο Αιγαίο. Είτε αυτή έχει σχέση με ανεξέλεγκτους στρατιωτικούς κύκλους και δικές τους ανομολόγητες επιδιώξεις, είτε συναρτάται με υποσημειώσεις της ίδιας της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας για το Αιγαίο η τακτική αυτή δεν νομίζω ότι είναι τελικά καθόλου έξυπνη για την ίδια την Τουρκία. Και τούτο, γιατί είναι προφανές ότι παρά την καλή θέληση της Ελλάδας και παρά το γεγονός ότι καταρχήν η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας υπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα υπάρχουν και κάποια όρια από τη δική μας πλευρά. Πιστεύω, όμως, ότι η Τουρκική ηγεσία έχει λάβει το μήνυμα ότι η διατήρηση ενός καλού κλίματος στο Αιγαίο είναι προς όφελος και των δύο πλευρών.
Το δεύτερο αγκάθι είναι το Κυπριακό. Εκεί βεβαίως έχει διαμορφωθεί ένα νέο κλίμα μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν, καταρχήν πιο βολικό για την Τουρκία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Τουρκία απαλλάσσεται από συγκεκριμένες υποχρεώσεις που έχει στην Κύπρο. Η κυβέρνηση σε συνεργασία με την Κυπριακή ηγεσία αντιμετωπίζει το θέμα, Είμαι βέβαιος ότι στο πλαίσιο των συζητήσεων που θα γίνουν πριν από το Συμβούλιο Κορυφής του Δεκεμβρίου θα επιδιωχθεί το καλύτερο δυνατόν προς την κατεύθυνση κάποιων κινήσεων εκ μέρους της Τουρκίας, που θα αποδεικνύουν την καλή της θέληση προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν μπορούμε φυσικά να αγνοήσουμε τα γενικότερα γεωπολιτικά δεδομένα, ούτε να θεωρήσουμε την Ελλάδα και την Κύπρο ως υπερδυνάμεις που μπορούν να επιβάλλουν στα πάντα την θέλησή τους. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως η Τουρκία δικαιούται να παραμένει απαθής για το Κυπριακό γαντζωμένη απλά και μόνο πίσω από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν.
Τα επόμενα χρόνια θα είναι κρίσιμα για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Η επικείμενη απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής τον Δεκέμβριο που θα είναι όπως φαίνεται θετική, δεν αποτελεί για αυτήν «λευκή επιταγή». Η γειτονική μας χώρα θα πρέπει να δώσει μία σκληρή μάχη. Μία μάχη κόντρα στην συνείδηση και το παρελθόν της. Μία μάχη για να ξεπεράσει τον εαυτό της και την «κεμαλική παράδοση» δεκαετιών, χωρίς να οπισθοδρομήσει σε «φονταμενταλιστικούς πειρασμούς» που θα την απομακρύνουν οριστικά από το ευρωπαϊκό τρένο. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι η Ευρώπη που θα προσαρμοστεί στα Τουρκικά δεδομένα, αλλά η Τουρκία στα Ευρωπαϊκά. Και αν συμβεί κάτι τέτοιο όλοι θα είμαστε κερδισμένοι.