Να λοιπόν που ο ευρωπαϊκός διάλογος εμπλουτίζεται με ένα νέο όρο. Μετά την ‘επικουρικότητα’, την ‘εταιρικότητα’ την ‘προσθετικότητα’ προέκυψε ο ‘οικονομικός πατριωτισμός’! Νέα εθνικά προστατευτικά μέτρα κρατών–μελών απέναντι σε ευρωπαϊκές εξαγορές και συγχωνεύσεις ξεπηδούν, κλυδωνίζοντας το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Άλλωστε, η σπουδαιότητα αυτού του ζητήματος έγινε ιδιαίτερα εμφανής στα όσα ειπώθηκαν ανάμεσα στους αρχηγούς κρατών-μελών και ευρωπαϊκών οργάνων κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής στα τέλη Μαρτίου.
Αποτέλεσε ίσως για κάποιους έκπληξη το γεγονός ότι κυβερνήσεις κρατών, θεωρητικά προασπιστών της Ευρωπαϊκής Ιδέας, αντέδρασαν ‘εθνικιστικά’ σε εσωτερικές υποθέσεις εξαγορών και συγχωνεύσεων, αγνοώντας επιδεικτικά την ευρωπαϊκή, αλλά και τη διεθνή διάσταση αυτής τους της πράξης.
Η Πολωνία προκάλεσε αναστάτωση, όταν καθυστέρησε την έγκριση συγχώνευσης δύο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες ανήκαν σε ιταλικά και γερμανικά κεφάλαια. Η Ισπανία από την άλλη, δημιούργησε ανησυχία σταματώντας την εξαγορά της ισπανικής Endesa από τη γερμανική E.ON. Τέλος, οι Βρυξέλλες θορυβήθηκαν μετά την ψήφιση νέας προστατευτικής νομοθεσίας για έντεκα οικονομικούς τομείς της Γαλλίας. Το αποκορύφωμα αποτέλεσε η παρέμβαση της γαλλικής κυβέρνησης κατά του ενδιαφέροντος εξαγοράς της γαλλικής Suez από την ιταλική ENEL, προωθώντας άντ’ αυτού τη συγχώνευσή της με την κρατική Gaz de France.
Οδηγούν άραγε οι προαναφερθείσες εθνικές προστατευτικές παρεμβάσεις σε θετικά αποτελέσματα για τις οικονομίες αυτών των χωρών και, ενδεχομένως κατά συνέπεια, για την ευρωπαϊκή οικονομία; Ή αντίθετα περιορίζουν, φρενάρουν κι εν τέλει παγώνουν την πορεία οικονομικής ολοκλήρωσης μιας ενωμένης και συνάμα ανταγωνιστικής Ευρώπης;
Η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, εργαζομένων και κεφαλαίων που συμφωνήθηκε το 1957 στη Ρώμη αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Ένωσης. Αντίστοιχα, η υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης το 1985, έθεσε τις βάσεις προς μια ενιαία εσωτερική αγορά. Σήμερα, το 2006, μπορούμε να πούμε ότι η ενιαία αγορά υπάρχει και – με εξαίρεση τον τομέα των υπηρεσιών που υπάρχουν ακόμα προβλήματα – λειτουργεί, σε γενικές γραμμές, επιτυχώς. Έχει καλυτερεύσει τη θέση τόσο των ευρωπαίων καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, στην Ευρώπη – μέσω και της λεγόμενης Στρατηγικής της Λισσαβόνας – γίνεται προσπάθεια να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ συγκριτικά με άλλους διεθνείς οικονομικούς παίκτες.
Παρ’ όλα αυτά, η πορεία ολοκλήρωσης της ΕΕ, μετά από οικονομικές επιτυχίες πενήντα ετών, βρίσκεται σε σημείο καμπής. Αρκετές εθνικές κυβερνήσεις αντιδρούν αρνητικά στην έμμεση ενοποίηση κι αναδιάρθρωση καίριων τομέων, όπως ο χρηματοπιστωτικός κι ο ενεργειακός. Τα κράτη-μέλη αθετούν τις δεσμεύσεις που τα ίδια έδωσαν όταν ξεκινούσε το πείραμα της ΕΕ. Είναι γνωστό ότι ένα εγχείρημα σαν κι αυτό περνά δικαίως περιόδους εσωτερικής αναζήτησης. Η αναζήτηση αυτή όμως, πρέπει να οδηγήσει σε δημιουργικά μέτρα για τη στασιμότητα που διέπει σήμερα την ΕΕ. Δεν ωφελεί να προστίθενται φραγμοί, όπως η παράκαμψη των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης: της διακίνησης κεφαλαίων και του δικαιώματος εγκατάστασης.
Ο κατακερματισμός της ευρωπαϊκής αγοράς κι ο εμφύλιος ευρωπαϊκός πόλεμος μεταξύ οικονομιών και επιχειρήσεων των κρατών–μελών ωφελεί τελικά τους ανταγωνιστές της Ευρώπης σε διεθνές επίπεδο. Δεν επιτρέπει στην ΕΕ την οικονομική δυναμική που θα μπορούσε να έχει αν ήταν όντως μια ενιαία αγορά. Μια ενιαία δηλαδή, οικονομία με πραγματική ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, με πραγματική κινητικότητα στο χώρο των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
Η πίττα της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι συγκεκριμένη και μη αυξανόμενη όπως νομίζουν πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αντίθετα, μπορεί να αυξηθεί αν ενισχύσουμε την επιχειρηματική ελευθερία και την εξάλειψη γραφειοκρατικών φραγμών μέσα στην ευρύτερη ευρωπαϊκή αγορά.
Παράδειγμα αποτελεί η νέα προσπάθεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη δημιουργία μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής. Ο υπάρχων κατακερματισμένος σε εθνικά επίπεδα τομέας, σε συνδυασμό με την αδυναμία εξαγορών, στερεί τις διασυνοριακές διασυνδέσεις που θα προσέφεραν χαμηλότερες τιμές στους καταναλωτές και σημαντική βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών. Η πολυδιάσπαση της αγοράς δεν επιτρέπει οικονομίες κλίμακας και παρεμποδίζει μια σοβαρή παρουσία της Ευρώπης διεθνώς. Τέλος, δημιουργεί, δευτερογενώς, και ζητήματα ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας.
Τα κατάλοιπα εθνικών διαφορών του προηγούμενου αιώνα είναι ακόμα εδώ να επηρεάζουν όχι μόνο τις αντιλήψεις, αλλά και την οικονομική ανάπτυξη. Η υπερβολική προστασία ωστόσο, ενός συγκεκριμένου τομέα σε μια χώρα, εμποδίζει την οικονομική δυναμική συνολικά στην Ευρώπη, αλλά τελικά και στην ίδια τη συγκεκριμένη χώρα που εντάσσεται στο ευρύτερο ευρωπαϊκό σύνολο κι επηρεάζεται από αυτό. Μια ανταγωνιστική αγορά αποτελεί πόλο έλξης επενδύσεων, βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών, καλύτερες τιμές για τους καταναλωτές. Μετά από 50 χρόνια συνύπαρξης και κοινής πορείας προς αυτό το στόχο, είναι καιρός να εξαλειφθούν συναισθήματα καχυποψίας μεταξύ των κρατών-μελών.
Η Ευρώπη του Jacques Delors μας έφερε ένα βήμα πιο κοντά σε μια πραγματικά ενωμένη Ευρώπη. Σήμερα, δύο δεκαετίες αργότερα, το πρότυπο του Delors αμφισβητείται από την ίδια του τη χώρα, τόσο από ομοϊδεάτες του όσο κι από τους κατ’ όνομα φιλελεύθερους. Οι αντιδράσεις όμως όλων αυτών δεν απαντούν στα πραγματικά προβλήματα ούτε χαρακτηρίζονται από μια οραματική προσέγγιση τόσο για την Ευρώπη όσο για την ίδια τη χώρα. Είναι αντιδράσεις που πηγάζουν από το παρελθόν και καθοδηγούνται από συμφέροντα επί μέρους επιχειρηματιών ή συντεχνιών.
Η Ευρώπη όμως για να προχωρήσει χρειάζεται όραμα και θάρρος. Πολιτικούς που να κοιτάνε τις επόμενες γενιές κι όχι τις επόμενες εκλογές.