“Πέρα από τις θεσμικές και οικονομικές προϋποθέσεις, για μένα χρειάζεται μία προϋπόθεση πάνω από όλα: Είναι μία επανάσταση πατριωτισμού από όλους μας, από τον κάθε πολίτη, γιατί όλοι είμαστε Έλληνες και όλοι είμαστε στο ίδιο καράβι, αλλά πάνω από όλα από εμάς τους πολιτικούς. Η Ελλάδα κρέμεται σε μια κλωστή. Μπορεί σε μερικές μέρες να νοσταλγούμε το σήμερα.”
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ – ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΨΗΦΟΥ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
22 ΙΟΥΝΙΟΥ 2011
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η Κυβέρνηση ζητά σήμερα την εμπιστοσύνη της Βουλής και θα ξέρουμε σε μερικές ώρες εάν θα την πάρει. Γνωρίζουμε, όμως, εκ των προτέρων ότι σε κάθε περίπτωση δεν έχει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών.
Ο ανασχηματισμός είναι μία απεγνωσμένη προσπάθεια της Κυβέρνησης να αναγεννηθεί από την τέφρα της, αλλά είναι ολοφάνερο ότι η προσπάθεια αυτή δεν πρόκειται να πετύχει.
Θα μπορούσα πολλά να πω για την αποτυχία της κυβέρνησης. Για το έλλειμμα που ξέφυγε από τους στόχους, για την ύφεση, για την ανεργία, για τον πληθωρισμό, για το δεύτερο μνημόνιο, του οποίου η υπογραφή είναι μια καθαρή απόδειξη ότι απέτυχε το πρώτο. Δεν νομίζω ότι χωράει συζήτηση πάνω σ’ αυτό. Αλλά δε νομίζω ότι χρειάζεται να αναφερθώ σε αυτά. Φτάνει να αναφερθώ στην παραδοχή του Πρωθυπουργού, του κ. Παπανδρέου, ο οποίος την περασμένη Τετάρτη παραιτήθηκε, θέλοντας με την παραίτησή του αυτή, να διευκολύνει την Ελλάδα να προχωρήσει σε έναν καινούριο δρόμο.
Το χειρότερο είναι ότι δεν επέμεινε σε αυτή την παραίτηση. Δεν εννοούσε την προσπάθεια εθνικής συνεννόησης και την προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας που θα ανακούφιζε ως προοπτική τους Έλληνες πολίτες και θα έστελνε ένα διπλό θετικό μήνυμα και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ότι οι Έλληνες συνεννοούνται, βρίσκουν αυτά που τους ενώνουν και όχι αυτά που τους χωρίζουν, για να προχωρήσουν μπροστά. Του δόθηκε ευκαιρία από τον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά ο ίδιος δεν άδραξε την ευκαιρία και έτσι ξανά βρισκόμαστε με μια καινούρια κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ., για να χειριστεί το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, ενώ ο δικός της χρονικός ορίζοντας είναι βραχυπρόθεσμος.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η Ελλάδα βρίσκεται, κακά τα ψέματα, σε μεγάλο κίνδυνο και πρέπει να γίνουν σωστοί χειρισμοί και στις Βρυξέλες και στην Αθήνα. Στις Βρυξέλες πρέπει να καταλάβουν τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τα περιθώρια της ελληνικής κοινωνίας. Και είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ότι φαίνεται ότι από αυτή την πλευρά γίνεται σε κάποιο, μικρό έστω, βαθμό αντιληπτό ότι πρέπει να γίνουν κάποιες κινήσεις, όπως αυτή που περιέγραψε ο κ. Γιούνκερ, σε σχέση με το ΕΣΠΑ και την κατάργηση της υποχρέωσης συγχρηματοδότησης από την Ελλάδα, για να υπάρξει μια κάποια ένεση ρευστότητας. Αλλά ξέρετε, ό,τι και να γίνει από την πλευρά των Βρυξελών για το ΕΣΠΑ, προσπάθεια πρέπει να γίνει, κυρίως εδώ. Ήμασταν πέμπτοι τον Οκτώβριο του 2009, είμαστε δέκατοι τρίτοι σήμερα. Η χώρα δεν κάνει αυτό που πρέπει. Δεν κάνει αυτό το οποίο της αναλογεί για την αντιμετώπιση αυτής της μεγάλης κρίσης.
Από κει και πέρα, είναι ολοφάνερο ότι θα πρέπει να γίνουν και άλλα πολύ συγκεκριμένα βήματα, κυρίως εδώ. Διότι η Ευρώπη έχει το ρίσκο που της αναλογεί, σε σχέση με δυσμενείς εξελίξεις στην Ελλάδα, μη γελιόμαστε όμως, το μεγάλο ρίσκο είναι για μας.
Εμείς, λοιπόν, πρέπει να πάρουμε πρώτα από όλα μια σειρά από πυροσβεστικές πρωτοβουλίες, οι οποίες θα έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση της δυσπιστίας μιας κοινωνίας που ολοένα και περισσότερο διαμαρτύρεται και αγανακτεί απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Έχει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, καταντήσει για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας η λέξη «πολιτικός» να είναι ύβρις. Πρέπει να έχουμε το κουράγιο να το παραδεχθούμε. Αλλά από την άλλη πλευρά πρέπει να έχουμε και το κουράγιο να πούμε ότι στις δημοκρατίες, σε κάθε δημοκρατία οπουδήποτε στον πλανήτη, τις λύσεις τις δίνουν οι πολιτικοί. Δεν τις δίνουν ούτε οι μάγοι ούτε οι λοχίες.
Πρέπει, λοιπόν, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων όλοι και να πάρουμε μια σειρά από θεσμικές κατ’ αρχήν πρωτοβουλίες είτε αφορούν τη διαφάνεια στο δημόσιο βίο, ονομαστικοποίηση των εισφορών στα κόμματα, ταχεία προφανώς διερεύνηση των σκανδάλων και πάνω από όλα μία θαρραλέα αναθεώρηση του Συντάγματος, για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.
Δεύτερον, πρέπει να προχωρήσουμε σε μία θαρραλέα δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία προσέξτε, δεν πρέπει να στηρίζεται κυρίως στους φόρους, αλλά στην περικοπή των δαπανών. Έτσι γίνεται σε όλες τις χώρες που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα με μας. Σε μας μόνο γίνεται το αντίθετο, γιατί αυτό είναι επιλογή της κυβέρνησης.
Τρίτον, χρειαζόμαστε ένα σοκ ανάταξης της οικονομίας. Άκουσα την απεγνωσμένη προσπάθεια προηγουμένως του Υπουργού του κ. Χρυσοχοίδη να φανεί αισιόδοξος. Δεν τα κατάφερε, διότι λόγω του χαρακτήρα του σε πολλές αποστροφές του λόγου του, ξανάγινε και πάλι ρεαλιστής και η κατάσταση δυστυχώς είναι τελείως αρνητική.
Ο τελευταίος επενδυτικός νόμος, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, -δεν ξέρω πόσοι Έλληνες πολίτες το ξέρουν- διαπιστώσαμε ότι δεν είχε αποτελέσματα. Ακόμα και αν εγκριθούν όλες οι αιτήσεις, το συνολικό ποσό που θα καταβληθεί, θα είναι δώδεκα φορές μικρότερο από το διαθέσιμο ποσό. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι κακός ο νόμος. Άλλωστε και εμείς τον ψηφίσαμε. Αλλά όταν το δάσος καίγεται, ποιος θα έρθει να αναπτύξει υλοτομικές δραστηριότητες μέσα στο φλεγόμενο δάσος; Χρειάζεται, λοιπόν, να αποκατασταθεί πρωτίστως η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών, του κάθε επενδυτή, του κάθε πολίτη.
Και πέρα από την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και τη δημοσιονομική προσαρμογή, χρειάζονται γι’ αυτό το λόγο μέτρα που θα κάνουν την Ελλάδα φιλική στην επιχειρηματικότητα. Δεν πρόκειται να έχουμε επενδύσεις, αν δεν έχουμε ιδιώτες επενδυτές. Ας το καταλάβουμε μια και καλή. Και το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι ένα θαρραλέο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Όχι μόνο για λόγους ταμειακούς, αλλά γιατί θα στείλει ένα σινιάλο διεθνώς ότι κάτι επιτέλους αλλάζει σ’ αυτόν τον τόπο και η Ελλάδα σταματάει να είναι η τελευταία σοβιετικού τύπου χώρα στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Πρέπει επιτέλους να αντιληφθούμε ότι είναι προς όφελος της πατρίδας μας να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Το μήνυμα της Νέας Δημοκρατίας είναι απολύτως ξεκάθαρο. Και ο Πρόεδρός μας υπήρξε απολύτως ξεκάθαρος στο μήνυμα που έστειλε σε κάθε λογής συντεχνίες, ως προς αυτό.
Κύριε Πρόεδρε, θα τελειώσω με δύο ακόμα παρατηρήσεις.
Μία για τον Υπουργό και μία παρατήρηση που θεωρώ ότι είναι σημαντική. Ο Υπουργός μας μίλησε για τη δημόσια επενδυτική τράπεζα. Είναι μία παραλλαγή της ιδέας της κυρίας Κατσέλη, η οποία μας μιλούσε για ταμείο αναχρηματοδότησης της οικονομίας. Ήταν στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήταν στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, το επαναφέρει με νέα μορφή ο κ. Χρυσοχοίδης.
Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούν, ενδεχομένως δεν ξέρουν και οι ίδιοι τι εννοούν, αλλά πάντως ο χρόνος περνάει, ο χρόνος τρέχει εις βάρος της Ελλάδας και μένουμε με αυτές τις ιδέες. Όπως μένουμε και με τους ερασιτεχνισμούς της κυβέρνησης όσον αφορά τη δομή της την ίδια και φυσικά με το Υπουργείο Ναυτιλίας. Αυτό που συμβαίνει με το Υπουργείο Ναυτιλίας, αν δεν είναι δράμα, είναι τουλάχιστον ανέκδοτο. Θλιβερό ανέκδοτο. Δεν έχει παγκόσμιο προηγούμενο ο χειρισμός της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Εν πάση περιπτώσει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πέρα από τις θεσμικές και οικονομικές προϋποθέσεις, για μένα χρειάζεται μία προϋπόθεση πάνω από όλα: Είναι μία επανάσταση πατριωτισμού από όλους μας, από τον κάθε πολίτη, γιατί όλοι είμαστε Έλληνες και όλοι είμαστε στο ίδιο καράβι, αλλά πάνω από όλα από εμάς τους πολιτικούς. Η Ελλάδα κρέμεται σε μια κλωστή. Μπορεί σε μερικές μέρες να νοσταλγούμε το σήμερα.
Πρέπει, λοιπόν, όλοι να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό και η κυβέρνηση να αποφασίσει, αφού επέλεξε να προχωρήσει μόνη της, να προχωρήσει, τουλάχιστον, όπου νομίζει η ίδια. Οι επιδόσεις της ιδιαίτερα από το Φλεβάρη και μετά που έβαλε κάτω τα μολύβια, μετά τις ανακοινώσεις της τρόικα, είναι απογοητευτικές. Ας κοιτάξει, λοιπόν, να αλλάξει σελίδα, διότι οι ευθύνες της είναι ιστορικές.