Η κυβέρνηση στην κρίσιμη στιγμή πήγε να ξυστεί στην γκλίτσα του τσοπάνη. Μπήκε στο μάτι, στο ραντάρ των αγορών και γι’ αυτό το λόγο ενέτεινε το ήδη προϋπάρχον πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
Ομιλία στην κοινή συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων με θέμα «Εξέταση της πρότασης Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας {COM (2010)289 τελικό}».
26-8-2010
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ: Σας θα πολύ, κυρία Πρόεδρε. Η συζήτηση σήμερα, τυπικώς τουλάχιστον, γίνεται σε σχέση με το ζήτημα της επικουρικότητας. Αν δηλαδή, εμείς θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε καλύτερα ή αν θίγονται κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.
Νομίζω, ότι προκύπτει από τη συζήτηση ότι η απάντηση είναι προφανής. Πως δεν θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε καλύτερα και πως θα είχαμε κάθε λόγο, ακόμη και αν δεν υπήρχε πρωτοβουλία εκ μέρους του Συμβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το συγκεκριμένο θέμα, εμείς να ζητήσουμε να υπάρξει πρωτοβουλία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Προφανώς, οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα και ακόμη περισσότερο μια χώρα του μεγέθους της Ελλάδος, δεν μπορεί ένα τέτοιο ζήτημα να το αντιμετωπίσει μόνη της. Είναι πρακτικώς αδύνατο. Άρα, επομένως δεν υπάρχει κανένα ζήτημα ως προς την επικουρικότητα.
Δεύτερον, είναι προφανές και από τη συζήτηση και από παρόμοιες συζητήσεις που έχουν γίνει στο παρελθόν, για μένα τουλάχιστον, ότι το πρόβλημα που συζητάμε σήμερα συνδέεται με ένα ευρύτερο πρόβλημα, ότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει προχωρήσει όλα τα τελευταία χρόνια χωρίς να υπάρξουν -όχι μόνον σε ευρωπαϊκό, κυρίως θα έλεγα σε παγκόσμιο επίπεδο- αντίστοιχοι ελεγκτικοί μηχανισμοί. Εύκολο είναι να το πεις, δύσκολο όμως είναι να γίνει. Διότι, αντιλαμβάνεστε ότι δεν μπορούμε να συζητήσουμε σε παγκόσμιο επίπεδο και να συμφωνήσουμε και για πολύ πιο απλά θέματα -ακόμη και ανθρωπιστικής υφής-, σκεφτείτε για τέτοιου είδους θέματα στα οποία εμπλέκονται τεράστια συμφέροντα.
Εν πάση περιπτώσει, το είδαμε στην μεγάλη τραπεζική κρίση που ξεκίνησε το 2008, ότι έχει προχωρήσει πολύ γρηγορότερα η οικονομία από την πολιτική και αυτό αντανακλάται και στα προβλήματα τα οποία παρουσιάζονται με τις εταιρείες αυτές αξιολόγησης. Το βέβαιο είναι ότι με δεδομένο αυτό το περίγραμμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, ενώνοντας όλοι μαζί οι ευρωπαίοι τις φωνές μας.
Ειπώθηκε από κάποιους συναδέλφους, «ξέρετε καλή η πρωτοβουλία, αλλά ανεπαρκής». Προφανώς είναι ανεπαρκής, αλλά δεν θα μπορούσε και να μην είναι, με την έννοια ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ε.Ε., προσπαθούν να αμυνθούν με βάση τις δυνατότητές τους. Δεν μπορεί να υποκαταστήσουν την παγκόσμια κοινότητα και να έρθουν και να λειτουργήσουν εκτός ευρωπαϊκών συνόρων, επιβάλλοντας τους κανόνες τους.
Λένε ότι εντός των ορίων της Ε.Ε. κάνουμε αυτές τις αξιολογήσεις, λειτουργούμε ως προς τις εταιρείες αυτές, με μία συγκεκριμένη μέθοδο. Δεν μπορούν να έρθουν και να υποδείξουν στην Αμερική, στην Κίνα κ.λπ. ότι και εσείς, πρέπει να λειτουργήσετε, με την αντίστοιχη μέθοδο. Άρα, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει; Πρέπει να έχουμε μία συναίσθηση των δυνατοτήτων μας, της όποιας Ε.Ε., ανεξαρτήτως των Κυβερνήσεων που υπάρχουν ή δεν υπάρχουν σ’ αυτή.
Μία άλλη παρατήρηση αφορά στο δημόσιο χαρακτήρα του οποιουδήποτε Ευρωπαϊκού φορέα, ο οποίος θα είναι το ευρωπαϊκό Rating Agency. Καταλαβαίνω, ότι δεδομένης και της κατάρρευσης πολλών δοξασιών του παρελθόντος, σε σχέση με το κράτος, ορισμένοι προσπαθούν, να καταπιαστούν από αυτές τις δοξασίες, έστω και ως προς το δημόσιο χαρακτήρα του Rating Agency σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αλλά και πάλι υπάρχει ένα τελείως πρακτικό πρόβλημα. Τέτοιες αξιολογήσεις, όπως είπε προηγουμένως ο κύριος Σκυλακάκης, γίνονται και σήμερα. Τι είναι δημόσιο; Σε ευρωπαϊκό επίπεδο εννοώ. Είναι το κοινοτικό, αυτό είναι το δημόσιο. Ακόμη περισσότερο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – κατεξοχήν διοικητική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης- κάνει ετήσιες και πολλές άλλες αξιολογήσεις σε σχέση με την οικονομία. Την ευρωπαϊκή οικονομία και τις οικονομίες των κρατών- μελών, που λαμβάνονται ή δεν λαμβάνονται υπόψη, αλλά εν πάση περιπτώσει, γίνονται.
Τι θα προσθέσει, λοιπόν, ένας δημόσιος, κοινοτικός Οργανισμός Αξιολόγησης, ο οποίος θα έρθει δίπλα στην Επιτροπή και θα είναι το «δίδυμο αδελφάκι της» και θα πει ακριβώς τα ίδια πράγματα με αυτά που θα πει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή; Το προσεγγίζω, νομίζω, με την κοινή λογική. Δεν πρόκειται, να πει κάτι το διαφορετικό. Επομένως, όποια επίπτωση έχει σήμερα η φωνή, ή η αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την ίδια ακριβώς επίπτωση, μικρότερη ή μεγαλύτερη, δεν το κρίνω αυτό, θα έχει η φωνή και η αξιολόγηση αυτού του καινούργιου Ευρωπαϊκού Οργανισμού.
Άρα, πράγματι υπάρχει «καρτέλ», πράγματι υπάρχουν παιχνίδια, πράγματι πρέπει, να δούμε, πως θα αντιμετωπίσουμε όλα αυτά τα παιχνίδια. Μόνο που πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε, μιας και μιλάμε για την αγορά, με τους κανόνες της αγοράς, δηλαδή, όντως να δοθούν κίνητρα και να δούμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πως μπορούν, να υπάρξουν φωνές από την αγορά, που θα έχουν τη μορφή που έχουν τα Rating Agency διεθνώς, ώστε να υπάρχουν και οι δικές μας φωνές και να είναι και περισσότερες. Δεν είναι ανάγκη να είναι μόνο ένας ο Οργανισμός, για να μην υπάρχει αυτό το αμερικάνικο μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο, το οποίο υπάρχει σήμερα.
Νομίζω, ότι αυτό θα είχε μεγαλύτερη αξιοπιστία και θα μας προσέφερε και στην ευρωπαϊκή οικονομία και στην ελληνική οικονομία πολλή μεγαλύτερη κάλυψη, γιατί αυτός είναι ο στόχος: να μην γινόμαστε θύματα παιγνίων που γίνονται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και κλείνω με δύο ακόμη παρατηρήσεις. Η πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει, με το ότι ακόμη και Δημόσιος Οργανισμός να γίνει και αυτό που εύχεται ο Συνασπισμός να γίνει και οποιοσδήποτε άλλος, πρέπει, να μην ξεχνάμε το ουσιώδες πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το οποίο υπήρχε και γι’ αυτό δόθηκε η δυνατότητα να υπάρξει και η κερδοσκοπία. Και εκτός από το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας που υπήρχε, υπήρχε και ένα δεύτερο στοιχείο, το ότι η Κυβέρνησή μας στην κρίσιμη στιγμή πήγε να ξυστεί στην γκλίτσα του τσοπάνη. Μπήκε στο μάτι, στο ραντάρ των αγορών και γι’ αυτό το λόγο ενέτεινε το ήδη προϋπάρχον πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Και προσπαθώ να είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, την πραγματική οικονομία δηλαδή και τα πραγματικά μας προβλήματα.
Και το τελευταίο, που το είπε και ο κύριος Σταϊκούρας προηγουμένως και απομένει, κύριε Υπουργέ, να το απαντήσετε. Εμείς οι βουλευτές, είπε ο καθένας τη δική του γνώμη, μία γνώμη όμως δεν έχει ειπωθεί, σε σχέση με το πώς πρέπει να προχωρήσει το πράγμα, και αυτή είναι η γνώμη της Κυβέρνησης. Τα έγγραφα δεν τη λένε, στη δική σας την τοποθέτηση δεν ειπώθηκε κάτι πολύ συγκεκριμένο ως προς αυτό και περιμένουμε να το ακούσουμε.