Θα ήθελα να συγχαρώ τον κ. Πρεβελάκη για ένα βιβλίο που θέτει επί τάπητος ένα ζήτημα που οφείλει να είναι στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου. Διότι το ερώτημα «ποιοι είμαστε» δεν έχει θέση μόνο σε ακαδημαϊκής φύσεως συζητήσεις, αλλά, αντιθέτως, σχετίζεται άμεσα με το πού θέλουμε να πάμε ως χώρα.
Το πλούσιο ακαδημαϊκό και επαγγελματικό βιογραφικό του συγγραφέα, καθώς και η πληθώρα παραστάσεων που διαθέτει από διαφορετικά μέρη του κόσμου, του επιτρέπουν να προσεγγίζει το αντικείμενο με τρόπο σφαιρικό, αλλά και με μια οπτική απαλλαγμένη από ιδεοληψίες.
Έχοντας ως αρχικό σημείο αναφοράς το στοιχείο του χώρου, το βιβλίο αυτό ενσωματώνει στοιχεία από πολλούς διαφορετικούς κλάδους όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία και τα οικονομικά. Και το αποτέλεσμα είναι ένα πολυεπίπεδο έργο, το οποίο καταφέρνει να παραμένει προσιτό στον μέσο αναγνώστη και να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του.
Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με την προσέγγιση του κ. Πρεβελάκη απέναντι στο ζήτημα της διαμόρφωσης αυτού που ονομάζουμε ελληνική ταυτότητα, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει το εύρος και το βάθος των γνώσεών του, όπως και την αρτιότητα της ανάλυσής του.
Επίσης, ανεξαρτήτως ιδεολογικών προτιμήσεων, νομίζω πως οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν με τον συγγραφέα πως ο Ελληνισμός είναι κάτι που υπερβαίνει στενά χρονικά η γεωγραφικά πλαίσια. Όπως γράφει και ο κ. Πρεβελάκης, «είμαστε φορείς από κάτι ευρύτερο, το οποίο εκτείνεται μακρύτερα στο χώρο και το χρόνο». (35)
Παρ’ ότι το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον, δεν θα ήθελα να σταθώ τόσο στην ιστορική διάσταση του ζητήματος που παρουσιάζεται στο βιβλίο. Και ο λόγος είναι ότι, ως πολιτικός, νιώθω πως έχω την υποχρέωση να έχω πρωτίστως το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.
Όσον αφορά, λοιπόν, στο μέλλον, θεωρώ ιδιαίτερα εύστοχη τη σκιαγράφηση των νέων χαρακτηριστικών του κόσμου στον οποίο η Ελλάδα καλείται να προσαρμοστεί και να προχωρήσει. Έναν κόσμο που, όπως διαβάζουμε, χαρακτηρίζεται από πολλούς πόλους και όχι από το δίπολο «Δύση-υπόλοιπος κόσμος». Έναν κόσμο με δικτυωτή οργάνωση, ένα «ενιαίο παραγωγικό εργαστήριο» με μια διασυνδεδεμένη αγορά εργασίας. (160)
Σε ένα τέτοιο ρευστό περιβάλλον αυξημένου ανταγωνισμού η Ευρωπαϊκή Ένωση δυσκολεύτηκε -και δυσκολεύεται ακόμη- να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις, κάτι που μεταφράστηκε μεταξύ άλλων στην οικονομική κρίση η οποία έπληξε μεν περισσότερο τη χώρα μας, αλλά επηρέασε έντονα σχεδόν όλες τις χώρες της ηπείρου.
Η κρίση αυτή έδωσε πάτημα σε λαϊκιστές εντός και εκτός συνόρων να ισχυριστούν πως η θέση της Ελλάδας είναι εκτός της ευρωπαϊκής οικογένειας. Η Ελλάδα όμως δεν έχει την πολυτέλεια να προχωρήσει χωρίς την Ευρώπη, αλλά ούτε, βέβαια, και η Ευρώπη έχει την πολυτέλεια να προχωρήσει χωρίς την Ελλάδα. Είναι στο χέρι μας, λοιπόν, να εργαστούμε σκληρά για να σταθούμε στα πόδια μας, να βρεθούμε από το περιθώριο στον πυρήνα της ΕΕ και να εξασφαλίσουμε καλύτερες προοπτικές για τη χώρα μας.
Αποτιμώντας αυτές τις προοπτικές, το βιβλίο αυτό γεννά αισιοδοξία, χωρίς όμως να χαϊδεύει τα αυτιά του αναγνώστη. Αντιθέτως, υπογραμμίζει επανειλημμένως τις δυσκολίες που έχουμε μπροστά μας, και αποτυπώνει με ρεαλισμό τα πλεονεκτήματα τα οποία θα επιτρέψουν στη χώρα, να διεκδικήσει μια σημαντική θέση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Πλεονεκτήματα τα οποία καθίστανται ιδιαιτέρως σημαντικά σε έναν κόσμο δικτυωτό.
- Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της γνώσης, η οποία, όπως τονίζει, αναδεικνύεται ως η μόνη ασφαλής αξία σε ένα ρευστό γεωοικονομικό περιβάλλον. Είναι γνωστό πως οι Έλληνες έχουν έφεση στη γνώση και για αυτό είμαστε από τους λαούς που ξεχωρίζουν παγκοσμίως όταν μιλάμε για επιστημονικό δυναμικό. Είναι εξίσου, όμως, γνωστό, πως όπως λειτουργεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα εξάγουμε κάθε χρόνο κατά χιλιάδες τους νέους μας σε ξένα πανεπιστήμια και ξένες χώρες. Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που οδηγεί τον συγγραφέα να πει πως για να κάνει η ελληνική Ανώτατη Εκπαίδευση την υπέρβαση πρέπει να ενταχθεί ενεργητικά στα διεθνή δίκτυα, εκμεταλλευόμενη μεταξύ άλλων τη δυναμική πανεπιστημιακή Διασπορά που διαθέτει, καθώς και τις δυνατότητές της να διεισδύσει στις αγορές του αναπτυσσόμενου κόσμου.
- Ο συγγραφέας μιλάει επίσης για τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας η οποία δεν της επιτρέπει μόνο να είναι ενεργειακός κόμβος και να επωφελείται από τη ροή αγαθών, αλλά να έχει και ρόλο στο μετασχηματισμό των αγαθών αυτών, η οποία θα μπορέσει να αναζωογονήσει την ελληνική βιομηχανία. Το ίδιο ισχύει, βέβαια, και για τον κλάδο των μεταφορών και των logistics. Η επένδυση της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά αποδεικνύει πια και στους πιο κακόπιστους τη σημασία που έχει να ξανοιχθούμε και σε αυτόν τον τομέα, μακριά από τον κρατισμό και τις λαϊκίστικες δοξασίες.
- Ο συγγραφέας τονίζει ακόμη τη σημασία της αγροτικής παραγωγής και τις προοπτικές που ανοίγονται για την ελληνική παραγωγή με δεδομένο πως οι καταναλωτικές αγορές πλούσιων χωρών αναζητούν ιδιαίτερα, ποιοτικά γεωργικά προϊόντα. Βεβαίως, εδώ έχει μεγάλη σημασία να σημειώσουμε την ανάγκη στροφής της ελληνικής γεωργίας από τις επιδοτήσεις στην πραγματική παραγωγική δραστηριότητα. Υπάρχουν σήμερα νησίδες αισιοδοξίας όπως είναι οι πατατοπαραγωγοί του Νευροκοπίου, οι παραγωγοί κρόκου στην Κοζάνη και οι μαστιχοπαραγωγοί στη Χίο, καθώς και οι νέες ομάδες αγροτών και μη που ασχολούνται με την παραγωγή ροδιού και χυμού από ρόδι. Όμως όλα αυτά είναι, δυστυχώς, η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Για αυτό και πέρα από τη γεωργία έχει τεράστια σημασία η στροφή των Ελλήνων εντός της Ελλάδας από τη λογική της διανομής στη λογική της παραγωγής.
- Στον τομέα του πολιτισμού γνωρίζουμε όλοι τα μεγάλα πλεονεκτήματά μας, όμως δεν αρκεί να επαναπαυόμαστε στην ύπαρξή τους. Όπως σημειώνει εύστοχα ο συγγραφέας, για να αξιοποιήσουμε πλήρως τα πλεονεκτήματα αυτά οφείλουμε να κινηθούμε ευφυώς, μένοντας μακριά από «μικροπολιτικές δημοκοπίες» και «επαρχιώτικες κουτοπονηριές». Συχνά υπερηφανευόμαστε για την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Και πολύ καλά κάνουμε. Μόνο που η περηφάνια δεν έφτασε σε κανέναν. Το παρελθόν, αλλά και το όποιο δημιουργικό παρόν, δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι για επανάπαυση. Πρέπει να αποτελούν έναν πρόσθετο λόγο για κινητικότητα και δημιουργικότητα από τις δυνάμεις του σύγχρονου Ελληνισμού. Στα μάτια των τρίτων δεν θα κριθούμε μόνο από τους προγόνους μας, αλλά κυρίως από το τι κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Και επειδή στον πολιτισμό έχουμε να πούμε και να δείξουμε πολλά, τόσο από το παρελθόν όσο και από το παρόν, έχει ιδιαίτερη σημασία για την περίπτωση της Ελλάδας η πολιτιστική διπλωματία. Για να προβάλουμε διεθνώς την ταυτότητα και τις ιδιαιτερότητες του Ελληνισμού διαχρονικά. Και υπό αυτό το πρίσμα έχει τεράστια σημασία η αξιοποίηση της ελληνικής Διασποράς, ιδιαίτερα των διακεκριμένων Ελλήνων του εξωτερικού.
Κυρίες και κύριοι,
Θα ήταν εύκολο για κάποιον που έγραφε ένα τέτοιο βιβλίο να περιοριστεί σε μια αυστηρώς ακαδημαϊκής φύσεως ανάλυση, η οποία θα απέφευγε να αναφερθεί στα επόμενα βήματα της χώρας.
Ο κ. Πρεβελάκης όμως, σκιαγραφεί με θάρρος το όραμά του για την Ελλάδα του αύριο. Μια Ελλάδα που θα βασιστεί σε πλεονεκτήματα που έχουν διαμορφωθεί σε βάθος αιώνων, αλλά θα τα εξελίξει σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής και θα προχωρήσει στις αλλαγές που χρειάζεται ώστε να κάνει το άλμα για να βγει από το σημερινό τέλμα. Για να αποκτήσει τη θέση που της αξίζει σε διεθνές επίπεδο και να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες. Θα ήθελα, λοιπόν, να συγχαρώ και πάλι τον κ. Πρεβελάκη για ένα πραγματικά σημαντικό έργο, που συμβάλλει ουσιαστικά στη συζήτηση για την Ελλάδα που θέλουμε να χτίσουμε όλοι όσοι ενδιαφερόμαστε για το μέλλον της πατρίδας μας.