Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, χωρίς καμία αμφιβολία η Οδηγία για την οποία συζητάμε κινείται προς θετική κατεύθυνση. Αφορά στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την προώθηση των διατάξεων της Οδηγίας δίνεται μία καινούργια δυναμική στην εσωτερική αγορά, στο χώρο των υπηρεσιών. Γιατί, όπως ξέρουμε έχει προχωρήσει η εσωτερική αγορά στο χώρο των κεφαλαίων και στο χώρο των αγαθών: Ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και ελεύθερη διακίνηση αγαθών. Δεν είχαμε αντίστοιχη ώθηση στο χώρο των υπηρεσιών που καλύπτουν και το μεγαλύτερο κομμάτι της οικονομίας.
Γι’ αυτό το λόγο, αγκαλιάστηκε από τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και υπάρχουν μελέτες που θεωρούν ότι εάν εφαρμοστεί σωστά, μπορούν να δημιουργηθούν δυόμισι εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να δοθεί μία ώθηση στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν σε εθνικό επίπεδο της τάξεως του 2%. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχει αντίστοιχη μελέτη και σε εμάς του ΚΕΠΕ εδώ και κάποια χρόνια, που προβλέπει ότι θα υπάρξουν αντίστοιχα θετικά αποτελέσματα και για την ελληνική οικονομία.
Αναπόφευκτα το μυαλό μου πηγαίνει μερικά χρόνια πίσω, όταν ήμουν Ευρωβουλευτής, μέλος της αρμόδιας Επιτροπής τότε Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας του Καταναλωτή και συζητείτο η σχετική Οδηγία. Προφανώς, η Οδηγία η οποία ψηφίστηκε δεν έχει σχέση με το αρχικό σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, θυμάμαι και δεν μπορώ να μην το πω -γιατί σε αυτές τις περιστάσεις πρέπει να λέμε όλοι μας αυτό που πραγματικά πιστεύουμε, δεν είναι συνηθισμένες οι περιστάσεις που ζούμε- ότι η Ελληνική Αντιπροσωπεία ήμασταν μία εξαίρεση σε σχέση μ’ αυτό που συνέβαινε, σε σχέση με άλλες αντιπροσωπείες από διάφορες χώρες. Φθάσαμε μάλιστα στο τέλος να μας καλούν τα ευρωπαϊκά συνδικάτα να ψηφίσουμε αυτή την Οδηγία, οι εργοδοτικές οργανώσεις να θεωρούν μία Οδηγία εξαιρετικά μετριοπαθή και η αντιπροσωπεία τότε του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε τριχοτομηθεί με κάποιους συναδέλφους να υπερψηφίζουν, κάποιους να καταψηφίζουν και κάποιους άλλους να απέχουν.
Στα δε ελληνικά μέσα ενημέρωσης, τότε, η Οδηγία αυτή που συζητείται σήμερα, ήρεμα εδώ στην Ολομέλεια της Βουλής, θεωρείτο περίπου ο Αρμαγεδδών, κάτι που θα φέρει την καταστροφή. Θυμάμαι μία συνέντευξη τύπου που δώσαμε με τους άλλους συναδέλφους Ευρωβουλευτές των άλλων Κομμάτων και ήμουν μόνος να υποστηρίζω αυτή την Οδηγία και όλοι οι άλλοι θεωρούσαν ότι απ’ αυτό το λόγο θα συντελεστεί η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας.
Προφανώς, είμαστε σε πολύ δύσκολη θέση σήμερα, αλλά δεν είμαστε λόγω της Οδηγίας αυτής ή λόγω της φιλοσοφίας της Οδηγίας αυτής. Είμαστε, γιατί στον τόπο μας επικράτησε η ακριβώς αντίθετη λογική όλα αυτά τα χρόνια, η λογική δηλαδή, του υπερβολικού προστατευτισμού, η λογική του σοσιαλιστικού παρεμβατισμού. Και απ’ αυτή τη λογική είμαστε αναγκασμένοι πια να ξεφύγουμε. Η ίδια η πραγματικότητα μας ωθεί προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αν δε, δεν επικρατούσαν αυτές οι λογικές στην ελληνική κοινωνία και αν και εμείς, για να λέμε την αλήθεια, δεν είχαμε ενδώσει σε ένα βαθμό σε αυτές τις λογικές και είχαμε με περισσότερη σθεναρότητα εφαρμόσει το πρόγραμμά μας και προχωρήσει τις ιδέες μας, σήμερα τα πράγματα θα ήταν προφανέστατα καλύτερα για τον τόπο.
Εν πάση περιπτώσει, προχωρήσουμε σήμερα μπροστά και αυτό είναι καταρχήν θετικό. Υπάρχουν, όμως, δύο επιφυλάξεις και από τον Εισηγητή μας τον κ. Κυριάκο Μητστοτάκη επισημάνθηκαν, θέλω και εγώ να τις υπογραμμίσω. Η μία είναι ότι έχουμε μία επί λέξει ενσωμάτωση της Οδηγίας. Είναι μία αρνητική παράδοση, που έχουμε γενικότερα σε αυτόν τον τόπο σε σχέση με την ενσωμάτωση κοινοτικών οδηγιών. Οι οδηγίες στην πραγματικότητα είναι ένα πλαίσιο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Η ενσωμάτωσή τους δεν πρέπει να είναι αντιγραφή του κειμένου των οδηγιών, αλλά μία εξειδίκευση. Προσαρμογή, δηλαδή, στις ιδιαιτερότητες της χώρας. Αυτό δεν συμβαίνει, τουλάχιστον δεν συμβαίνει με τη σημερινή οδηγία.
Το δεύτερο και πιο ανησυχητικό είναι ότι η ενσωμάτωση γίνεται με παραπομπή, κατ’ επανάληψη, σε υπουργικές αποφάσεις. Αυτό δεν το επισημαίνω για να σημειώσω το κλασικό επιχείρημα ότι περιορίζεται έτσι ο ρόλος του Κοινοβουλίου. Προφανώς αυτό συμβαίνει. Το επισημαίνω γιατί φοβούμαι ότι με την παραπομπή σε έκδοση πολλών υπουργικών αποφάσεων, η ενσωμάτωση μιας θετικής για την ελληνική οικονομία, οδηγίας, μπορεί να παραπεμφθεί στις καλένδες. Γνωρίζουμε τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης, γνωρίζουμε πως κινείται, τους ρυθμούς με τους οποίους κινείται. Φοβούμαι, λοιπόν, ότι η ενσωμάτωση της Οδηγίας αυτής είναι δυνατόν να καταστεί θεωρητική και όχι μία ενσωμάτωση επί της ουσίας.
Και τελειώνω με μία παρατήρηση. Όσοι ασχολούνται με το θέμα και εκ των πραγμάτων δεν είναι υποχρεωμένοι όλοι να έχουν βαθειά γνώση, είναι ένα θέμα τεχνικό, νομίζουν ότι με αυτή την Οδηγία, κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον, μπορούμε να έχουμε απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, όπως θεωρείται στην Ελλάδα. Λάθος. Μπορούμε να έχουμε ελευθερία παροχής υπηρεσιών, χωρίς υπερβολικούς γραφειοκρατικούς περιορισμούς σε μία σειρά από επαγγέλματα. Μπορούν να εγκατασταθούν ξένες εταιρείες στην Ελλάδα, χωρίς τέτοιου είδους γραφειοκρατικά εμπόδια και με σεβασμό φυσικά των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Αλλά δεν σημαίνει αυτό ότι θα έχουμε απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας ή μεταφορών, γιατί εκεί ισχύουν ειδικές κοινοτικές οδηγίες και πρέπει το κράτος να κινηθεί μόνο του. Ούτε σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε αυτό για το οποίο μίλησα πριν, την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων. Εκεί πρέπει να κινηθούμε μόνοι μας. Και πρέπει η Κυβέρνηση να προχωρήσει θαρρετά προς αυτήν την κατεύθυνση. Εμείς στις είκοσι τρεις προτάσεις που καταθέσαμε, τις αναπτυξιακές από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, έχουμε μιλήσει ξεκάθαρα γι’ αυτό. Ο προσανατολισμός μας είναι σαφής. Έχουμε σημειώσει πως πρέπει να προχωρήσουμε στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, στην απελευθέρωση της αγοράς μεταφορών, στην απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, στην άρση του καμποτάζ. Επιμένουμε σ’ αυτό, βάζουμε πάνω απ’ όλα το συμφέρον του τόπου και καλούμε την Κυβέρνηση να μη δειλιάσει, να ξεπεράσει τις αντιδράσεις των συντεχνιών και να προχωρήσει προς αυτήν την κατεύθυνση, γιατί σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες πρέπει όλοι μας να βάλουμε πάνω απ’ όλα την Ελλάδα.
Ευχαριστώ πολύ.