Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό στην χώρα μας σχετικά με την Οδηγία για τις Υπηρεσίες ή, όπως είναι ευρύτερα γνωστή, την “Οδηγία Μπόλκεσταιν” από το όνομα του Ολλανδού Επιτρόπου που ετοίμασε την αρχική πρόταση. Αν και ελάχιστοι γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, οι αφορισμοί από το χώρο της Αριστεράς, αλλά και τα συνθήματα τύπου “Μπολκεστάιν… Φρανκενστάιν!” έχουν ήδη δημιουργήσει στην κοινή γνώμη μία ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση. Δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε ένα αρχικό στάδιο της διαδικασίας έγκρισης της Οδηγίας, πολλά μπορούν να αλλάξουν στο περιεχόμενό της. Ωστόσο, οφείλουμε ήδη να επισημάνουμε τέσσερις βασικές αλήθειες σχετικά με την αναγκαιότητα αλλά και τα πιθανά οφέλη του συγκεκριμένου νομοθετήματος, ιδίως αν διορθωθούν ατέλειες και υπερβολές της αρχικής πρότασης.
Πρώτον, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στην ΕΕ δεν αποτελεί κάποια καινούρια ρύθμιση που προσπαθεί να επιβάλει η συγκεκριμένη Οδηγία. Αντίθετα, ο στόχος αυτός κατοχυρώνεται ήδη από το 1957 με τη Συνθήκη ίδρυσης της ΕΟΚ και αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες των Ευρωπαίων πολιτών! Όσο όμως κι αν ισχύει θεωρητικά η δυνατότητα για κάθε πάροχο οικονομικών υπηρεσιών να ασκήσει την υπηρεσία του και σε κάποιο άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, στην πράξη αυτό δεν ήταν εφικτό. Συχνά τα κράτη επέβαλαν νομικά και διοικητικά εμπόδια (γραφειοκρατία, χρονοβόρες διοικητικές διαδικασίες πιστοποίησης και αδειοδότησης, κλπ), με αποτέλεσμα να αποθαρρύνουν ουσιαστικά τους Ευρωπαίους πολίτες να ασκήσουν ένα βασικό τους δικαίωμα. Αυτά τα εμπόδια επιχειρεί να καταργήσει η Οδηγία για τις Υπηρεσίες. Για το λόγο αυτό, η Οδηγία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς στην ΕΕ με στόχους: μεγαλύτερες επενδύσεις, περισσότερες δουλειές και περισσότερες επιλογές γα τον καταναλωτή.
Δεύτερον, οι υπηρεσίες παράγουν σήμερα σχεδόν το 60% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και το 70% των θέσεων απασχόλησης στην ΕΕ. Είναι λοιπόν φανερό ότι η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών εκτός των συνόρων ενός κράτους μέλους, θα συμβάλει αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία. Σύμφωνα με προβλέψεις του ΟΟΣΑ, η ορθή εφαρμογή αυτής της Οδηγίας μπορεί οδηγήσει στην δημιουργία μέχρι και 2,5 εκατ. θέσεων εργασίας με αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 1,8%. Δε νομίζω λοιπόν ότι έχουμε την “πολυτέλεια” να γυρίσουμε την πλάτη μας σε μία τέτοια προοπτική και να αδιαφορούμε τελείως για τέτοιου είδους μελέτες.
Τρίτον, η κριτική που ασκείται σήμερα δεν δικαιολογείται με δεδομένη τη σημερινή πραγματικότητα. Το ερώτημα “είστε υπέρ ή κατά της οδηγίας Μπολκεστάιν” δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, γιατί όλοι πλέον συζητούν για ένα τροποποιημένο κείμενο. Θέλω στο σημείο αυτό να επισημάνω τις βελτιώσεις που πρόκειται να επιφέρουν στο κείμενο της Οδηγίας οι προτάσεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στην Ευρωβουλή. Συγκεκριμένα, η περίφημη αρχή της “χώρας προέλευσης”, σύμφωνα με την οποία ο πάροχος υπηρεσιών υπόκειται μόνο στη νομοθεσία της χώρας προέλευσής του, προτείνεται να αντικατασταθεί με την αρχή «ελευθερία παροχής υπηρεσιών». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το κράτος στο έδαφος του οποίου ασκείται μία υπηρεσία, θα έχει δικαίωμα ελέγχου της υπηρεσίας αλλά και του παρόχου της για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Για παράδειγμα, αν μία πολωνική εταιρία θέλει να ασκήσει μία υπηρεσία στην Ελλάδα, θα πρέπει να πληρεί όλους τους όρους ασφάλειας, υγείας και περιβάλλοντος, που επιβάλλει η χώρα μας.
Τέταρτον, σε καμία περίπτωση δε θίγονται τα δικαιώματα των εργαζομένων με την παρούσα Οδηγία. Ο φόβος για το λεγόμενο κοινωνικό ντάμπινγκ δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα, αφού τα συγκεκριμένα ζητήματα καλύπτονται από την ισχύουσα Οδηγία Απόσπασης Εργαζομένων. Για να καταστεί αυτό περισσότερο σαφές, κάποιες αναφορές για το θέμα που υπήρχαν στην αρχική πρόταση διαγράφηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Συνεπώς, μπορούμε να είμαστε ήσυχοι ότι όσοι ξένοι εργαζόμενοι έρθουν στην Ελλάδα θα δουλεύουν με ελληνικά ημερομίσθια.
Η Οδηγία για τις Υπηρεσίες αναμένεται να μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον. Δε θα πρέπει όμως ποτέ να χάνουμε το δάσος πίσω από το δέντρο. Το σίγουρο είναι ότι η Οδηγία δημιουργεί προοπτικές ανάπτυξης και νέες θέσεις εργασίας, συμβάλλει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού αλλά και την βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται στην ΕΕ. Τα αρνητικά σημεία, τα οποία σίγουρα υπάρχουν, μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί. Αρκεί να συζητήσουμε με ψυχραιμία και να γνωρίζουμε το θέμα για το οποίο μιλάμε.