Κινδυνεύουμε μέσα από τον θόρυβο για τις καταλήψεις και τα επεισόδια, να χάσουμε την ουσία της όλης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της κυβέρνησης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Με την προσπάθεια αυτή επιχειρούνται δύο βασικές τομές: να μπορούν να λειτουργούν μη κρατικά πανεπιστήμια και κυρίως να αναβαθμιστούν τα δημόσια.
Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο η συνύπαρξη κρατικών και μη κρατικών ΑΕΙ θεωρείται αυτονόητη εκτός από την χώρα μας που έχει την παγκόσμια πρωτοτυπία της συνταγματικής απαγόρευσης για τα μη κρατικά. Αν γίνει δεκτή η άποψη αυτών που αντιδρούν θεωρώντας τους εαυτούς τους προοδευτικούς, θα συμβούν τα εξής: Πρώτον η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να έχει το παγκόσμιο ρεκόρ φοιτητικής μετανάστευσης ακολουθούμενη από τη Μαλαισία, αναγκάζοντας πολλούς Έλληνες (πλούσιους και φτωχούς) να στέλνουν τα παιδιά τους σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, κρατικά και μη κρατικά. Δεύτερον θα αναγκαστούμε, σύμφωνα με την Οδηγία 36/2005 που θα τεθεί σε εφαρμογή τον Οκτώβριο του 2007, να αναγνωρίσουμε τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων που συνεργάζονται με ελληνικά κολέγια, ενώ το Σύνταγμά μας επισήμως θα αγνοεί αυτή την πραγματικότητα. Θα προσαρμοστούμε δηλαδή στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα από το παράθυρο κι όχι από την πόρτα
Η δεύτερη τομή που επιχειρείται συνίσταται στην αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου. Αν ρωτούσαμε τους φοιτητές μας που σπουδάζουν σε ξένα πανεπιστήμια θα βλέπαμε ότι οι ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση είναι ρυθμίσεις που ισχύουν σε όλα τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα. Παντού τα πανεπιστήμια είναι αυτοτελή με δυνατότητα να αναπτύσσουν το δικό τους μοντέλο με βάση τα δικά τους χαρακτηριστικά. Σε όλες τις χώρες υπάρχει πρόβλεψη για τα έτη σπουδών. Η διδασκαλία προωθεί την κριτική σκέψη μέσω των πολλαπλών συγγραμμάτων και μέσω του διαδικτύου. Τα πανεπιστήμια αξιολογούνται και μάλιστα η χρηματοδότησή τους είναι συνδεδεμένη με τα αποτελέσματα της δουλειάς τους έτσι ώστε να έχουν τα ιδρύματα περισσότερα κίνητρα. Ακόμα όμως και αυτά τα αυτονόητα προκαλούν αντιδράσεις από την «προοδευτική» αριστερά στην χώρα μας. Δείτε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των αντιδράσεων:
Πρώτον, ενώ η κυβέρνηση μπορούσε από τότε που εξελέγη να φέρει νόμο με βάση το πρόγραμμά της, αποφάσισε να κάνει εθνικό διάλογο. Από τον διάλογο αυτό τα κόμματα και πολλοί φορείς αποχώρησαν. Συζητούν οι Παλαιστίνιοι με τους Ισραηλινούς και δεν μπορούμε να συζητήσουμε εμείς γιατί διαφωνούμε επί της διαδικασίας!
Δεύτερον, το ίδιο «προοδευτικό» κομμάτι διαμαρτυρόταν και μάλιστα με ακραίες μορφές κινητοποιήσεων προτού καν παρουσιαστεί το σχέδιο νόμου. Προφανώς θεωρούν προοδευτικό να απαγορεύουν την αναζήτηση και την ελεύθερη σκέψη στο βαθμό που η αναζήτηση αυτή κινείται εκτός των δικών τους πλαισίων.
Τρίτον, οι διαμαρτυρίες σε πολλές περιπτώσεις εκδηλώθηκαν με τη μορφή καταλήψεων, οι οποίες όμως αποτελούν μία μέθοδο καθαρά αντιδημοκρατική, καθώς δεν σέβεται το δικαίωμα του άλλου να συμμετάσχει στην εκπαιδευτική διαδικασία αν διαφωνεί με τους στόχους που έχει η κατάληψη. Στην πραγματικότητα όσοι επέλεξαν τις καταλήψεις μέσα από συνελεύσεις μειοψηφίας, το έκαναν από πολιτική αδυναμία. Εάν πραγματικά εξέφραζαν το φοιτητικό κίνημα, και όχι τις δυναμικές μειοψηφίες, θα έκαναν αποχή και οι φοιτητές θα τους ακολουθούσαν.
Τέταρτον, όσοι αντιδρούν, στο όνομα της προόδου αρνούνται κάθε αλλαγή! Το μόνο που προτείνουν είναι να δοθούν περισσότερα χρήματα για την παιδεία αγνοώντας βεβαίως ότι μια αύξηση δαπανών -που ασφαλώς είναι αναγκαία- δεν εγγυάται ότι τα χρήματα αυτά θα έπιαναν τόπο σε ένα σύστημα στο οποίο δεν αξιολογείται η χρηματοδότηση.
Πέμπτον, ιδιαίτερα εξοργιστική είναι η άποψή τους για το άσυλο. Κοπτόμενοι δήθεν για την ελευθερία της έρευνας και της διδασκαλίας ουσιαστικά επιτρέπουν με την στάση τους στον κάθε κουκουλοφόρο να πετά βόμβες μολότοφ εναντίον συμπατριωτών και συνομηλίκων τους αστυνομικών. Και παριστάνουν να αγνοούν ότι ακριβώς με την κάλυψη του πανεπιστημιακού ασύλου επιτρέπουν στις δυναμικές μειοψηφίες βιαίως να εμποδίζουν εκδηλώσεις άλλων φοιτητικών παρατάξεων που απλώς έτυχε να εκφράζουν ένα άλλο ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα από αυτό που εκφράζουν οι ίδιοι.
Έκτον, αξιοσημείωτη είναι η στάση του ΠΑΣΟΚ. Στο βαθμό που συμμετείχε στον δημόσιο διάλογο είχε διατυπώσει προτάσεις παραπλήσιες με αυτές της κυβέρνησης. Αποφάσισε όμως τελικά να καταγγείλει τις προτάσεις αυτές όχι γιατί διαφωνεί, αλλά γιατί τις υποστηρίζει η Νέα Δημοκρατία και αυτομάτως μετατρέπονται σε προτάσεις αντιδραστικές και εξοβελιστέες.
Είναι προφανές ότι από αυτό το σκηνικό η κυβέρνηση βγαίνει κερδισμένη, καθώς η πλειοψηφία των πολιτών δέχεται πως η προσπάθειά της αποτελεί επιστροφή προς το αυτονόητο και
την κοινή λογική. Για την Ελλάδα η στάση όλων αυτών των δήθεν προοδευτικών δημιουργεί προβλήματα στα πανεπιστήμια και στην καθημερινότητά μας. Ωστόσο, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την κυβέρνηση παρά μόνο η πορεία προς τα εμπρός. Αυτό που θα μείνει στο τέλος δεν θα είναι οι ακραίες αντιδράσεις, αλλά οι θετικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση.