Κωστής Χατζηδάκης

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Πως η προστασία του περιβάλλοντος δημιουργεί ανάπτυξη – Περιοδικό Οικονομικός Ταχυδρόμος

Η προστασία του περιβάλλοντος στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο είναι μια έννοια συμπαθής. Κανένας δεν μπορεί να είναι αντίθετος. Ωστόσο, αρκετοί είναι εκείνοι οι οποίοι σκέφτονται, αν και δεν το ομολογούν ανοικτά, ότι η προστασία του περιβάλλοντος συνεπάγεται οικονομικό κόστος, άρα, προκαλεί οικονονομική επιβάρυνση στο κράτος και στις επιχειρήσεις, επιβραδύνοντας έτσι την ανάπτυξη.


Δεν θα αναλύσουμε εδώ το μέγεθος του οικονομικού κόστους. Ασφαλώς το κόστος αυτό υπάρχει. Το κόστος όμως στην οικονομία απο την έλλειψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος είναι μεγαλύτερο. Στη Γερμανία υπολογίζεται ότι οι βλάβες που προκαλούνται στο περιβάλλον ισούνται με το 5% του ΑΕΠ της χώρας αυτής ετησίως. Αυτό από την αρνητική σκοπιά : τί ζημιά δηλαδή κάνουμε στην οικονομία μη προστατεύοντας το περιβάλλον. Οι μελέτες όμως των Γερμανών έχουν και μια άλλη διάσταση. Μας λένε ότι η επένδυση 1 εκατομμυρίου μάρκων στο περιβάλλον δίνει 3 εκατομμύρια μάρκα στην οικονομία.


Επειδή όλα αυτα μπορεί να ακούγονται ως ψυχρές μελέτες ψυχρών Γερμανών, θεωρώ σκόπιμο να θίξω 4 σημεία στα οποία αποδεικνύεται πρώτον ότι οι έννοιες περιβάλλον και ανάπτυξη δεν είναι απαραίτητα αντιτιθέμενες, δεύτερον ότι υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης συνεπάγεται καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος και τρίτον ότι η προώθηση μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος μπορεί σε μεγάλο βαθμό να ενισχύσει την ανάπτυξη. Να δείξω δηλαδή ότι η αειφόρος ανάπτυξη -η ανάπτυξη δηλ. που δεν γίνεται εις βάρος των φυσικών πόρων, αλλά χρησιμοποιεί τους φυσικούς πόρους για περαιτέρω πρόοδο- δεν είναι απλώς μια περίεργη έννοια, αλλά κάτι το οποίο μπορεί να γίνει πραγματικότητα.


Ποιές είναι λοιπόν οι βασικές παράμετροι αυτής της σύζευξης περιβάλλοντος και ανάπτυξης :


1) Η ανάπτυξη συνεπάγεται εξ ορισμού συσσώρευση πλούτου και τεχνογνωσίας που, με τη σειρά τους, διευκολύνουν την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι οι πιο πλούσιες και ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες είναι αυτές που εμφανίζουν μεγαλύτερη ευαισθησία για το περιβάλλον. Εχει διαπιστωθεί πλέον ότι η μεταφορά πόρων και τεχνογνωσίας στα πλαίσια των κοινοτικών πολιτικών συνοχής προς τις ασθενέστερες χώρες μέλη μπορεί να έχει δευτερογενή θετική επίδραση στο επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας στις χώρες αυτές, εφόσον βεβαίως οι πόροι αυτοί απορροφηθούν και αξιοποιηθούν σωστά.


2) Μια περιφέρεια με καλές περιβαλλοντικές συνθήκες είναι αποδεδειγμένα πιο ελκυστική για επενδύσεις από μία άλλη περιβαλλοντικά υποβαθμισμένη. Ενδεικτική είναι η πρόσφατη εμπειρία στην Ανατολική Γερμανία, όπου η τρομερή περιβαλλοντική υποβάθμιση που άφησε πίσω του ο υπαρκτός σοσιαλισμός δυσκόλεψε σε σημαντικό βαθμό το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων της γερμανικής κυβέρνησης. Από την άλλη πλευρά, η εκτέλεση περιβαλλοντικών έργων σε μια περιοχή, δεν αναβαθμίζει μόνο το περιβάλλον, αλλά ενισχύει και τις προοπτικές ανάπτυξής της – είναι αυτονόητο ότι η ύπαρξη βιολογικών καθαρισμών καθιστούν τις ακτές σε μια τουριστική περιοχή πολύ πιο ελκυστικές. Πρέπει, λοιπόν, στο επίπεδο της Ε.Ε. να εξεταστεί με μεγάλη προσοχή αυτό που στην κοινοτική ορολογία λέγεται “προτιμησιακή περιβαλλοντική διαφοροποίηση του κοινοτικού συντελεστή ενίσχυσης, με στόχο την προώθηση περιβαλλοντικά αειφορικών επενδύσεων”, δηλ. σε απλά ελληνικά η κατά προτεραιότητα ενίσχυση των επενδύσεων που συντελούν στην αειφόρο ανάπτυξη.


3) Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η εκτέλεση περιβαλλοντικών έργων σημαίνει δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αυτό ισχύει τόσο για τα άμεσα περιβαλλοντικά έργα (έργα δασοπροστασίας, αναδασώσεις, προστασία βιοτόπων, κ.λπ.), όσο και για τα έργα που χαρακτηρίζονται “φιλικά” προς το περιβάλλον (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών αντί αυτοκινητοδρόμων κ.λπ.). Το πεδίο αυτό είναι ιδιαίτερα πρόσφορο για την Ελλάδα, η οποία και αυξημένες ανάγκες στις μεταφορικές υποδομές της έχει και οξυμένα περιβαλλοντικά προβλήματα αντιμετωπίζει και τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία των πολιτών της καλείται να καταπολεμήσει.


4) Είναι ιδιαίτερα σημαντικές οι δυνατότητες απασχόλησης που παρέχουν οι επονομαζόμενες “οικολογικές επιχειρήσεις” (eco-business), συνεισφέροντας μ’αυτόν τον τρόπο στην ανάπτυξη. Πρόκειται για επιχειρήσεις, οι οποίες κατέχουν αξιόλογο μερίδιο στην αγορά των προηγμένων χωρών. Εδώ συγκαταλέγεται ένα μεγάλο φάσμα επιχειρήσεων που ξεκινά από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή αγαθών και την παροχή συμβουλών για τον έλεγχο της ρύπανσης, φτάνει σε επιχειρήσεις που παράγουν νέες τεχνολογίες για την εξοικονόμηση ενέργειας και καταλήγει σε εξειδικευμένες εταιρείες που προσφέρουν υπηρεσίες για τη διαχείριση και τον περιορισμό των αποβλήτων. Στις επιχειρήσεις αυτές, όπου επιτυγχάνεται συνδυασμός του “τερπνού μετά του ωφελίμου” (προστασία περιβάλλοντος – δημιουργία θέσεων απασχόλησης) αναφέρεται και η περσινή Ανακοίνωση της Επιτροπής για την “Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Ενθάρρυνση Πρωτοβουλιών Τοπικής Ανάπτυξης και Απασχόλησης”. Στην ΕΕ ενισχύεται συνεχώς η άποψη ότι οι “οικολογικές επιχειρήσεις”, οι οποίες στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι μικρομεσαίες, πρέπει να τύχουν γενναίας υποστήριξης από κοινοτικούς πόρους. Παράλληλα, πρέπει να ενισχυθεί και ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στη σύζευξη περιβάλλοντος και απασχόλησης (π.χ. ο οικολογικός τουρισμός).


Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι το ζητούμενο σήμερα στην όλη ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η τόνωση της απασχόλησης, πρέπει και μπορεί να αποκτήσει μια ισχυρή περιβαλλοντική διάσταση. Το χρέος μας απέναντι στους εαυτούς μας και στις επόμενες γενιές μας καθιστά υπεύθυνους για την προώθηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης, το οποίο θα βασίζεται στην αρμονική σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Ενός μοντέλου απασχόλησης που θα αξιοποιεί στο έπακρο τους φυσικούς πόρους και δεν θα τους καταχράται! Ενός μοντέλου ανάπτυξης των μεταφορών που θα μας επιτρέπει να εκμηδενίζουμε τις αποστάσεις απολαμβάνοντας το περιβάλλον! Και, τέλος, ενός μοντέλου περιφερειακής ανάπτυξης που θα σέβεται την ταυτότητα των περιφερειών της Ευρώπης και θα αναδεικνύει τη μοναδικότητα του περιβάλλοντός τους.




Μετάβαση στο περιεχόμενο