Τις τελευταίες ημέρες αρκετά έχουν γραφεί και πολλά έχουν ειπωθεί σχετικά με την αγορά αυτοκινήτου, όχι μόνο στην χώρα μας, αλλά και στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αιτία του θορύβου οι νέες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είδαν το φως της δημοσιότητας τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου. Προτάσεις που έχουν δημιουργήσει σύγχυση, όχι μόνο στους καταναλωτές, αλλά και στους ενδιαφερόμενους φορείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτοκινήτου.
Στο παρελθόν τόσο εγώ, όσο και άλλοι συνάδελφοι μου ευρωβουλευτές από διάφορα κράτη μέλη, είχαμε επισημάνει επανειλημμένως στην Κομισιόν τα προβλήματα που υπάρχουν στην αγορά του αυτοκινήτου τόσο για τα καινούρια, όσο και για τα μεταχειρισμένα. Προβλήματα που έχουν ως αποτέλεσμα την διαμόρφωση υψηλών τιμών. Ας δούμε, λοιπόν, τι σημαίνουν οι νέες προτάσεις της Κομισιόν και τι πρόκειται να συμβεί σχετικά με την φορολόγηση τόσο των καινούριων όσο και των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων κατά την εισαγωγή τους.
Οι νέες προτάσεις της Κομισιόν
Πρώτον, δίνεται η δυνατότητα στις αυτοκινητοβιομηχανίες να επιλέξουν μεταξύ είτε ενός δικτύου αποκλειστικών αντιπροσώπων, είτε ενός επιλεκτικού δικτύου εμπόρων οι οποίοι θα ικανοποιούν κάποια κριτήρια τα οποία θα θέτει η κάθε αυτοκινητοβιομηχανία.
Δεύτερον, δίνεται η δυνατότητα στους εμπόρους να πουλούν από την ίδια έκθεση αυτοκίνητα διαφορετικών κατασκευαστών. Αυτό ίσχυε και μέχρι τώρα αλλά ήταν οικονομικά ασύμφορο, καθώς οι αυτοκινητοβιομηχανίες είχαν το δικαίωμα να απαιτήσουν από τους εμπόρους την σύσταση διαφορετικής εταιρίας και ξεχωριστό προσωπικό πωλήσεων γα κάθε μάρκα αυτοκινήτου. Τώρα το μόνο που μπορούν να απαιτήσουν είναι η συγκέντρωση των αυτοκινήτων κάθε εταιρίας σε ένα σημείο της έκθεσης.
Τρίτον, υπάρχουν λιγότεροι περιορισμοί για τους “μεσάζοντες”, οι οποίοι διευκολύνουν κάποιον πελάτη που θέλει να αγοράσει αυτοκίνητο, από άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε όπου το βρίσκει φθηνότερο.
Τέταρτον, δίνεται η δυνατότητα στους εμπόρους να δημιουργήσουν καταστήματα πώλησης και σε κάποιο άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε.
Πέμπτον, οι έμποροι αυτοκινήτων απαλλάσσονται της υποχρέωσης να παρέχουν service μετά την πώληση του αυτοκινήτου. Από εδώ και στο εξής τόσο το service, όσο και την επισκευή των αυτοκινήτων θα μπορεί να την κάνει οποιοδήποτε συνεργείο πληρεί τα κριτήρια που θέτει ο κατασκευαστής.
Έκτον, τελειώνει το μονοπώλιο των “αυθεντικών” ανταλλακτικών. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες δεν θα μπορούν πια να απαγορεύσουν στα επίσημα συνεργεία αυτοκινήτων να αποκτήσουν ανταλλακτικά ίδιας ποιότητας με τα δικά τους από άλλους προμηθευτές, εκτός από ειδικές περιπτώσεις.
Επίσης στις προτάσεις της Κομισιόν γίνεται αναφορά τόσο στις πωλήσεις αυτοκινήτων μέσω σούπερμαρκετ όσο και μέσω του διαδικτύου. Και για τις δύο περιπτώσεις η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι οι παραπάνω έμποροι θα πρέπει να ικανοποιούν τα κριτήρια που θέτει ο κατασκευαστής για τον κλασικό έμπορο.
Οι παραπάνω προτάσεις της Επιτροπής κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση. Η δυνατότητα που δίνεται στις αυτοκινητοβιομηχανίες να καταργήσουν τους αποκλειστικούς αντιπροσώπους, το τέλος στο μονοπώλιο των αυθεντικών ανταλλακτικών, η διευκόλυνση της αγοράς αυτοκινήτου από κάποιο άλλο κράτος μέλος (παρότι ο αγοραστής θα συνεχίσει να πληρώνει υψηλούς φόρους κατά την εισαγωγή του αυτοκινήτου), η δυνατότητα παροχής επίσημου service και επισκευής του αυτοκινήτου από περισσότερα συνεργεία υποβοηθούν τον ανταγωνισμό και ενδέχεται, σε ευρωπαϊκό επίπεδο να μειώσουν τις τιμές προς όφελος των καταναλωτών. Από την άλλη πλευρά, οφείλω να επισημάνω ότι σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι τιμές εισαγωγής των αυτοκινήτων στην Ελλάδα είναι φθηνότερες για ένα μεγάλο αριθμό μοντέλων, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό σημαίνει ότι τα περιθώρια να πέσουν οι τιμές λόγω φθηνότερης εισαγωγής των αυτοκινήτων είναι περιορισμένα, τουλάχιστον όσον αφορά τα αυτοκίνητα μικρού και μεσαίου κυβισμού. Απομένει λοιπόν να δούμε στην πράξη το ποια θα είναι η εξέλιξη των τιμών των αυτοκινήτων. Ωστόσο θα πρέπει να επισημάνω ότι η αγορά δεν απελευθερώνεται όσο θα έπρεπε και η φορολογία που επιβάλλεται κατά την εισαγωγή των αυτοκινήτων, καινούριων ή μεταχειρισμένων, παραμένει υψηλή, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Ας δούμε τι πρόκειται να γίνει με αυτές τις δύο περιπτώσεις.
Τι θα γίνει με την φορολόγηση των καινούριων αυτοκινήτων
Τον Δεκέμβριο του 2000, με κοινή μας ερώτηση εννέα ευρωβουλευτές από διάφορα κράτη μέλη, θέσαμε τόσο προς την Κομισιόν, όσο και προς το Συμβούλιο το ζήτημα της ασυνέπειας του ισχύοντος συστήματος φορολόγησης των αυτοκινήτων προς τους κανόνες της Ενιαίας Αγοράς και το ελεύθερο εμπόριο. Συγκεκριμένα υποστηρίξαμε ότι το άρθρο 25 της Ιδρυτικής Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας απαγορεύει την επιβολή δασμών στις εισαγωγές και εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών. Η Κομισιόν μας απάντησε ότι στηρίζεται στο άρθρο 90 και όχι στο άρθρο 25 της Ιδρυτικής Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με αποτέλεσμα ο φόρος που επιβάλλεται στα εισαγόμενα αυτοκίνητα να μην θεωρείται από την Επιτροπή δασμός, αλλά εσωτερικός φόρος με συνέπεια να μην υπάρχει δικαίωμα επέμβασής της. Οπότε στο άμεσο μέλλον δεν αναμένεται να υπάρξει κάποια θετική εξέλιξη για τους καταναλωτές από πλευράς Κομισιόν, όσον αφορά την φορολόγηση των καινούριων αυτοκινήτων. Ωστόσο θέλω να τονίσω ότι η προσπάθεια τόσο η δική μου, όσο και των υπολοίπων ευρωβουλευτών θα συνεχισθεί. Και αυτό διότι πιστεύουμε ότι πρέπει να επικρατήσει η σωστή νομική αξιολόγηση από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 25 και αυτό διότι ο ειδικός φόρος για την αγορά αυτοκινήτου λειτουργεί στην πραγματικότητα ως δασμός.
Τι θα γίνει με τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα
Όσον αφορά τις υψηλές τιμές των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που εισάγονται στην χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση, η οποία αρνείται να συμμορφωθεί προς το κοινοτικό δίκαιο. Η χώρα μας έχει ήδη καταδικαστεί μια φορά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξαιτίας των υψηλών φόρων που επιβάλει κατά την εισαγωγή τους. Η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια δήθεν “συμμόρφωσης” ψήφισε τον νόμο 2682/99 ο οποίος και πάλι επιβάλει υψηλούς φόρους. Η Επιτροπή δεν έμεινε ικανοποιημένη με τις διατάξεις του παραπάνω νόμου με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε ξανά ένα βήμα πριν το Δικαστήριο. Αυτή τη φορά αν ξαναδικαστούμε, όπως είναι το πιθανότερο, θα κληθούμε να πληρώνουμε πρόστιμο. Η διαδικασία, όμως, είναι χρονοβόρα. Για τη συμμόρφωση της Ελλάδας θα χρειαστεί να κάνουμε δύο με τρία χρόνια υπομονή.