20 χρόνια μετά την ένταξή μας στην ΕΕ, μπαίνουμε αυτές τις μέρες στην ΟΝΕ. Μετά από 20 χρόνια παλινωδιών που περιελάμβαναν κατά καιρούς αντιευρωπαϊκά συνθήματα, άπειρες επιφυλάξεις (θυμόσαστε τους «αστερίσκους» του Α. Παπανδρέου;) και, στην καλύτερη περίπτωση, καθυστερημένη συμμόρφωσή μας προς το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, η ΟΝΕ Ελλάδα είναι πραγματικότητα για την Ελλάδα.
Νομίζω αξίζει να θυμηθούμε πώς φτάσαμε εδώ. Οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι η πορεία προς την ΟΝΕ ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας ΄90, με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τον τότε πρωθυπουργό Κωσταντίνο Μητσοτάκη και την προσπάθεια της κυβέρνησής του να εξυγιάνει την οικονομία της Ελλάδας. Στη συνέχεια, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ απλούστατα ακολούθησαν τις βασικές γραμμές της κυβέρνησης της Ν.Δ., έστω και με αργότερους ρυθμούς και – δυστυχώς – με ατολμία. Γι’αυτό και μπήκαμε στην ΟΝΕ τελευταίοι και καταϊδρωμένοι.
Η ΟΝΕ δεν είναι πανάκεια
Χωρίς να υποβαθμίζουμε την ιστορική σημασία της προσχώρησής μας στο κοινό νόμισμα, θα ήταν σοβαρό λάθος να επαναπαυθούμε και να θεωρήσουμε ότι από δω και πέρα θα λυθούν όλα τα προβλήματα της οικονομίας μας. Η ΟΝΕ είναι ένα λιμάνι, αλλά σίγουρα δεν είναι ο τελικός προορισμός και τα προβλήματα δεν τελειώνουν με την ένταξή μας. Ας δούμε ποιά είναι η σημερινή εικόνα.
Πρώτον, εκπληρώνουμε τα κριτήρια ονομαστικής σύγκλισης μόνον οριακά και δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν οι επιφυλάξεις των εταίρων μας για τη διατηρησιμότητα αυτής της σύγκλισης. Το δημόσιο χρέος μας παραμένει τριψήφιο ποσοστό (κι ας μην κρυβόμαστε πίσω από τους άλλους υστερούντες σε αυτό τον τομέα, Βέλγιο και Ιταλία). Πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ επισημαίνει τον κίνδυνο να αυξηθεί ο δείκτης τιμών καταναλωτή κατά 5% έως το 2003, ενώ παράλληλα αναμένεται άνοδος του δημοσίου ελλείμματος πέραν του 3%, που είναι και το επιτρεπόμενο όριο στο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Δεύτερον, η ένταξή μας στην ΟΝΕ δεν διασφαλίζει από μόνη της την πραγματική σύγκλιση της οικονομίας μας και σε ορισμένους τομείς μάλιστα διαπιστώνεται απόκλιση. Να σημειωθεί ότι είμαστε η μόνη κοινοτική χώρα, στην οποία η ανεργία αυξάνεται – από 8.9% το 1994 σε 11.7% πέρυσι. Να μην ξεχνάμε ότι, παρά την ονομαστική σύγκλιση, παραμένουμε οι φτωχότεροι Ευρωπαίοι πολίτες, με κατά κεφαλήν εισόδημα στο 69.3% του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ το 1999, και με 7 στις 25 φτωχότερες περιφέρειες της ΕΕ να είναι ελληνικές! Το πιο εντυπωσιακό δε είναι ότι οι Πορτογάλοι, λ.χ. μπήκαν στην ΕΟΚ πέντε χρόνια μετά από μας και φτωχότεροι από μας, ενώ σήμερα μας ξεπερνούν ως προς το βιοτικό επίπεδο και όλους τους σημαντικούς δείκτες ανάπτυξης. Η Ιρλανδία, επίσης μια από τις χώρες Συνοχής, βρίσκεται ήδη πάνω από το μέσο κοινοτικό όρο κατά κεφαλήν εισοδήματος (στο 105%), πραγματοποιώντας ένα αξιοζήλευτο αναπτυξιακό άλμα.
Δυστυχώς, όμως, δεν βλέπουμε την πλάτη των άλλων μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Π.χ. ο δείκτης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα, είναι αποκαρδιωτικός. Σύμφωνα με στοιχεία του World Economic Forum για την ανταγωνιστικότητα, το 1999 η Ελλάδα κατετάχθη τελευταία από όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ, αλλά και στην καθόλου κολακευτική 41η θέση ανάμεσα σε 59 χώρες παγκοσμίως!
Αυτά τα παραδείγματα αποδεικνύουν ότι η κατάσταση της οικονομίας μας ουδεμία σχέση έχει με την πραγματική σύγκλιση που παραμένει το μεγάλο ζητούμενο, αλλά και η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα μας την επομένη της ένταξής μας στην ΟΝΕ.
Τί δέον γενέσθαι
Στον τομέα της οικονομίας οφείλουμε να προβούμε σε ουσιαστική απελευθέρωση των αγορών και σε γενναίο περιορισμό του δημόσιου τομέα, για να πετύχουμε γρηγορότερους ρυθμούς ανάπτυξης και να κλείσουμε την “ψαλίδα” που εξακολουθεί να μας χωρίζει από τους άλλους κοινοτικούς εταίρους μας. Θα ήταν λάθος όμως να πιστέψει κανείς ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί μόνο με κάποιες περιορισμένες ιδιωτικοποιήσεις. Η ανάγκη για πραγματική σύγκλιση της χώρας μας εκτείνεται σε πεδίο ευρύτερο της οικονομίας και σε πολλούς άλλους τομείς του δημοσίου βίου.
Αλήθεια, για ποιές διαρθρωτικές αλλαγές μιλάμε; Καθαρά ενδεικτικά, θα αναφέρω τέσσερεις τομείς προτεραιότητας:
· Ο θεσμικός εκσυγχρονισμός της ελληνικού κράτους πρέπει να προχωρήσει το ταχύτερο δυνατόν, στο πνεύμα της νέας εποχής. Αυτό αφορά ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τη διοικητική διαίρεση της χώρας μας και τη δημόσια διοίκηση (που έτσι όπως λειτουργεί σήμερα, παραμένει βαρίδι για την όποια αναπτυξιακή προσπάθεια) έως την ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου στην εθνική μας νομοθεσία. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να είναι θαρραλέα και με το βλέμμα στο μέλλον, ώστε να είναι η Ελλάδα ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
· Η παιδεία, σε συνδυασμό με τη σωστή επαγγελματική κατάρτιση (κι όχι έτσι όπως εφαρμόστηκε στο Α΄ και Β΄ ΚΠΣ), αποτελεί την καλύτερη δυνατή επένδυση στο μέλλον του εθνους μας, αλλά και την καλύτερη δυνατή απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας που είναι πολύ πιθανό να αυξηθεί κι άλλο τα προσεχή χρόνια, αν δεν λάβουμε μέτρα αποδοτικά.
· Το φαινόμενο της Κοινωνίας των Πληροροφιών ή της “ψηφιακής οικονομίας”, την έννοια του οποίου δεν φαίνεται να έχουμε κατανοήσει ακόμη στη χώρα μας, αυξάνει τη σημασία της ανταγωνιστικότητας και επιβάλλει τη ριζική ανασυγκρότηση της οικονομίας σε τεχνολογικό επίπεδο, αλλά και σε ό,τι αφορά την ευελιξία της αγοράς εργασίας, την προσαρμογή του ασφαλιστικού συστήματος στις νέες μορφές απασχόλησης, κ.ά. Οι αλλαγές αυτές πρέπει να αποτυπωθούν σε ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο που να λύνει προβλήματα κι όχι να δημιουργεί πρόσθετα.
· Η παγκοσμιοποίηση επιφέρει πολλές αλλαγές που – είτε μας αρέσουν είτε όχι – πρέπει να αντιμετωπιστούν από τη χώρα μας ψύχραιμα και αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, η μετανάστευση προς την Ελλάδα απαιτεί εθνική στρατηγική που να μη λαμβάνει υπόψη μόνο τους κινδύνους, αλλά να εξετάζει και τις ευκαιρίες από την παρουσία των μεταναστών και να οδηγεί στην ομαλή ενσωμάτωσή τους στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Το μετά-ΟΝΕ όραμα
Ποιό είναι, λοιπόν, το όραμα της Ελλάδας στη μετά-ΟΝΕ εποχή; Εάν το όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η ένταξη της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ, το όραμα Μητσοτάκη να επανέλθουμε σε τροχιά που μας οδηγούσε στην ΟΝΕ και το όραμα Σημίτη να μπούμε στην ΟΝΕ, ποιός είναι ο νέος εθνικός στόχος; Με ποιό όραμα θα πορευθούμε ως χώρα την επομένη της ένταξής μας στην ΟΝΕ;
Το όραμά μας στη μετά-ΟΝΕ εποχή πρέπει να αφορά πρωτίστως την ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα, το πώς θα σταθεί η Ελλάδα αντιμέτωπη με της προκλήσεις του νέου περιβάλλοντος. Και σ’αυτή την πορεία η πολιτεία και ο πολιτικός κόσμος της χώρας μας έχουν να αναλάβουν ιδιαίτερα μεγάλες ευθύνες.
Νομίζω το όραμά μας πρέπει να είναι σύνθετο και πανεθνικό. Σύνθετο, διότι πρέπει να βελτιώσουμε τη διεθνή θέση μας σε ένα ευρύ πεδίο που εκτείνεται από την παιδεία και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης έως την ουσιαστική αναβάθμιση όλης σχεδόν της υποδομής της πατρίδας μας. Συνάμα όμως πρέπει να είναι όραμα πανεθνικό, για να κινητοποιεί όλους τους Έλληνες πολίτες. Συνεπώς, κυβέρνηση και αντιπολίτευση οφείλουν – παρά τις όποιες διαφωνίες τους και είναι λογικό να έχουν διαφωνίες – να δουλέψουν από κοινού για την εκπλήρωση αυτού του εθνικού στόχου.
Η κυβέρνηση οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, προβαίνοντας με τόλμη στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, χωρίς φόβο του πολιτικού κόστους και απαλλαγμένη από δογματισμούς του παρελθόντος. Η αντιπολίτευση, με τη σειρά της, οφείλει να ασκεί κριτική – σκληρή, αν χρειαστεί – αλλά ταυτόχρονα να “σπρώχνει” την κυβέρνηση προς τη σωστή κατεύθυνση, συμβάλλοντας έτσι στην εθνική προσπάθεια. Μια προσπάθεια που δεν πρέπει να “αυτοπεριοριστεί” στις απαραίτητες αλλαγές στην οικονομία, αλλά να επεκταθεί και σε άλλους τομείς, ώστε να πορευθούμε στη νέα εποχή με αυτοπεποίθηση και με τα κατάλληλα εφόδια ως χώρα γενικότερα.