Κωστής Χατζηδάκης

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Προτάσεις Αναν: Τα θετικά και αρνητικά σημεία – Εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής

Οι σημερινές εξελίξεις στο Κυπριακό ήταν ένα αποτέλεσμα κινήσεων που είχαν δρομολογηθεί με κυριότερη αυτήν της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι προφανές ότι κυπριακό δεν θα μπορούσε να «ξεκολλήσει» εάν η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η συμμετοχή μας έδωσε την δυνατότητα να υποστηρίξουμε την αίτηση ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση –και με δεδομένη την ταυτόχρονη αίτηση ένταξης της Τουρκίας- να μπορούμε να θέσουμε σε διαδικασία ένα «πάρε-δώσε» με την Τουρκία. Επίσης, είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έκανε κάθε προσπάθεια ώστε να μην κληρονομήσει το Κυπριακό ως δικό της πρόβλημα.


Συνεπώς θα έπρεπε να περιμένουμε ότι κάποια στιγμή θα βρισκόμασταν ενώπιον κάποια πρότασης για επίλυση του Κυπριακού την οποία προκάλεσε η προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη. Θα έπρεπε να εργαστούμε «προληπτικά» ώστε η λύση να είναι η καλύτερη δυνατή. Ίσως θα ήταν καλύτερα η πρόταση για λύση να προκύψει μετά την επισημοποίηση της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρόταση για την λύση όμως είναι μπροστά μας και δεδομένη. Οπότε, εμείς οι πολιτικοί, θα πρέπει να τοποθετηθούμε και να πούμε ναι ή όχι.


Αν πούμε το όχι, θα υπάρξουν δύο συνέπειες. Η πρώτη συνέπεια θα ήταν ότι η Τουρκία και οι τουρκοκύπριοι θα αποδεχόταν αμέσως το σχέδιο και θα βελτίωναν την διεθνή τους εικόνα. Η δεύτερη συνέπεια θα είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση της Ελλάδας, η οποία θα δυσκολευόταν στην προσπάθεια της να εντάξει την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και αν τα καταφέρναμε σε αυτή την προσπάθεια μας επικαλούμενοι την δεύτερη παράγραφο του Ελσίνκι και χρησιμοποιώντας το βέτο για την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε κλίμα έντασης με τους εταίρους μας. Η διπλωματική μας θέση θα εξασθενούσε και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει σε αυτή την περίπτωση θερμά επεισόδια με την Τουρκία στο Αιγαίο ή στην Κύπρο.


Από την άλλη η λύση που προτείνεται είναι ένας οδυνηρός συμβιβασμός. Παρόλο που η κυβέρνηση προσπαθεί να ωραιοποιήσει τα πράγματα, θα πρέπει να επισημάνω ότι υπάρχουν τρία προβλήματα. Πολύπλοκες διαδικασίες (πολλά κοινοβούλια και πρόεδροι), συνταγματικό πλαίσιο με το δικαίωμα βέτο που παρέχεται στους τουρκοκύπριους και οι αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο όσον αφορά την ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση, απόκτηση περιουσίας κλπ. Ωστόσο υπάρχουν σημαντικά θετικά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν. Καταρχήν με την επίλυση του Κυπριακού οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπαίνουν σε μια καλύτερη τροχιά. Θα υπάρχει θετική επίπτωση στα ζητήματα που αφορούν το Αιγαίο και φυσικά στις αμυντικές μας δαπάνες. Επίσης, 80000 ελληνοκύπριοι θα μπορούν να επιστρέψουν στις εστίες τους, ενώ οι τουρκοκύπριοι θα περιοριστούν στο 28,5% του εδάφους.


Το δίλημμα να πούμε το ναι ή το όχι θα επανέρχεται συνέχεια. Η απόφαση είναι μεγάλη και κρίσιμη. Πρέπει, όμως, να επισημάνω ότι όταν η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση ξεκινούσαν το ταξίδι για τις Βρυξέλλες έπρεπε να γνωρίζουν -και υποθέτω ότι γνώριζαν- την φύση του ταξιδιού. Εάν το ταξίδι τώρα που φθάνει στο τέλος του μας έχει κουράσει αυτός δεν είναι λόγος να σταματήσουμε. Ας φθάσει η Ενωμένη Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μέσα στο πλαίσιο της Ευρώπης θα έχουμε την δυνατότητα να οικοδομήσουμε μαζί Έλληνες και Τούρκοι ένα μέλλον κοινό. Ένα μέλλον Ευρωπαϊκό που θα στηριχθεί στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και την συνεργασία.




Μετάβαση στο περιεχόμενο