Λίγο ή πολύ τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι γνωστά και δυστυχώς διαχρονικά. Υπερβολικό έλλειμμα, μεγάλο δημόσιο χρέος, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, περιορισμένες εξαγωγές. Δεν ωφελεί, λοιπόν, για ακόμα μία φορά να διαπιστώνουμε το πρόβλημα. Εκείνο που χρειάζεται είναι με αποφασιστικότητα και κυρίως με συγκεκριμένες πολιτικές να προχωρήσουμε στην επίλυση των προβλημάτων που ταλανίζουν για χρόνια την ελληνική οικονομία.
Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα αυτά. Η Ευρώπη μας δείχνει το δρόμο και έχουμε παραδείγματα ευρωπαϊκών και μη χωρών, που εφάρμοσαν συγκεκριμένες πρακτικές και πέτυχαν. Αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς. Να επικεντρωθούμε, με άλλα λόγια, σε τρεις τομείς: στον περιορισμό των δαπανών, στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, και βεβαίως στην προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών.
Και γίνομαι πιο συγκεκριμένος. Για να μειώσουμε τις δαπάνες πρέπει να ακολουθήσουμε τα επόμενα χρόνια μια πραγματικά περιοριστική πολιτική, τόσο στους μισθούς και τις συντάξεις, όσο και στις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. Πρέπει, παράλληλα, να μειώσουμε τις δαπάνες σε τομείς που για χρόνια αποτελούν ανοιχτή πληγή για το ελληνικό δημόσιο. Τομείς όπως εκείνος της υγείας, όπου επιβάλλεται η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου συστήματος για τη συνταγογράφηση και τη χορήγηση φαρμάκων και για την εξοικονόμηση δαπανών στα νοσοκομεία. Αλλά και ο ΟΣΕ, που στοιχίζει ημερησίως 2 εκατ. ευρώ στους Έλληνες φορολογούμενους, πρέπει να εξυγιανθεί άμεσα, ακολουθώντας ένα πρόγραμμα όπως αυτό που ξεκινήσαμε πριν μερικά χρόνια, με στόχο να νοικοκυρευτούν τα οικονομικά του Οργανισμού, να επιτευχθεί ο εξορθολογισμός του εταιρικού σχήματος και η οργάνωση του ίδιου του Ομίλου. Στην τοπική αυτοδιοίκηση επίσης, πρέπει να υπάρξει ένας ουσιαστικότερος έλεγχος των δαπανών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν φαινόμενα μη αποτελεσματικής διαχείρισης των πόρων.
Για τη φοροδιαφυγή, πρέπει να ασκηθεί μια ουσιαστική πολιτική χωρίς υπεκφυγές. Να προχωρήσουμε στην ηλεκτρονική διασύνδεση των οικονομικών υπηρεσιών του Δημοσίου με τις επιχειρήσεις, ώστε να γίνονται άμεσα οι διασταυρώσεις των φορολογικών και άλλων στοιχείων. Να αναβαθμίσουμε το ρόλο της ΥΠΕΕ, σύμφωνα με τον τρόπο λειτουργίας αντίστοιχων οργανισμών στην υπόλοιπη Ευρώπη και να αξιοποιήσουμε τις υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα για να εισπραχθούν βεβαιωθέντα χρέη προς το Δημόσιο. Ειδικά όσον αφορά τον τομέα της φοροδιαφυγής, για να υπάρξουν ουσιαστικά αποτελέσματα, πέρα από τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν άμεσα, θα πρέπει το κράτος να επιδιώξει την αλλαγή της νοοτροπίας του πολίτη. Επενδύοντας στη διαφάνεια και την αξιοκρατία πρέπει να πείσουμε τον Έλληνα φορολογούμενο ότι τα χρήματά του πιάνουν τόπο και ότι αξιοποιούνται με συγκεκριμένο τρόπο προς όφελος του ίδιου.
Όσον αφορά τώρα τις διαρθρωτικές αλλαγές, πρέπει πρώτον να συνεχίσουμε τις αποκρατικοποιήσεις, δίνοντας προτεραιότητα στην εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή καταρχήν για τη ΔΕΠΑ, αλλά και για την ΕΥΑΘ και τη ΛΑΡΚΟ. Επίσης, πρέπει να αναμορφώσουμε την αγορά εργασίας, για περισσότερες και καλύτερες δουλειές. Να ορίσουμε, για παράδειγμα, ειδικές αμοιβές σε περιοχές με υψηλή ανεργία, έξω από τα όρια της εθνικής συλλογικής σύμβασης, αλλά και να υποχρεώσουμε τους ανέργους να παρακολουθούν αναβαθμισμένα προγράμματα επανακατάρτισης του ΟΑΕΔ, εφόσον επιθυμούν να λαμβάνουν επίδομα ανεργίας. Παράλληλα, πρέπει να προχωρήσουμε στην απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, όπως γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη, προτάσσοντας εκείνα που είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία όπως είναι οι οδικές μεταφορές και για τις οποίες είχε ήδη ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος.
Όλα τα παραπάνω μέτρα είναι δύσκολα αλλά αναγκαία. Και μπορούν βεβαίως να συνδυαστούν και με πιο «ευχάριστες» πολιτικές, όπως είναι η απλούστευση της διαδικασίας ίδρυσης επιχειρήσεων, η καλύτερη οργάνωση των επιχειρηματικών πάρκων, η έμφαση σε αναδυόμενους τομείς της οικονομίας όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που μπορεί και πρέπει να αποτελέσουν ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα μας. Το κρίσιμο στοίχημα όμως σχετίζεται με τα δύσκολα.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έκανε μια σοβαρή προσπάθεια σε όλους τους παραπάνω τομείς, αλλά δεν προχώρησε πάντοτε με το δυναμισμό που θα έπρεπε. Από την άλλη πλευρά, τα πρώτα τουλάχιστον δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης δεν είναι ενθαρρυντικά. Το ΠΑΣΟΚ δίνει την εντύπωση ότι προχωρά σαν τον Χριστόφορο Κολόμβο, ο οποίος ξεκίνησε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει και έφτασε χωρίς να ξέρει πού βρίσκεται. Υπάρχουν μέλη της κυβέρνησης που φαίνεται να συνειδητοποιούν τα προβλήματα, αλλά είναι αυτοπαγιδευμένα στις προεκλογικές τους υποσχέσεις. Και άλλα, που απλώς είναι ξεχασμένα στη δεκαετία του ’80. Πρέπει άμεσα να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα, κυρίως στον τομέα της οικονομίας. Το διάστημα που διανύουμε είναι εξαιρετικά κρίσιμο και κάθε μέρα που περνάει χωρίς ουσιαστικές δράσεις είναι εις βάρος της χώρας μας. Ας ελπίσουμε ότι η νέα κυβέρνηση θα διαψεύσει τους φόβους μας.
