Πριν από μερικές ημέρες, σε μια ημερίδα του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Επικοινωνίας, όπου ήμουν καλεσμένος μαζί με το Ν. Δένδια και το Γ. Παπαθανασίου, διηγήθηκα μια ιστορία, η οποία πιστεύω αντικατοπτρίζει το πολιτικό πρόβλημα της κεντροδεξιάς και της χώρας μας συνολικότερα.
Η ιστορία έχει να κάνει με τη συνθήκη του Σένγκεν για την ελεύθερη διακίνηση των πολιτών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς διαβατήρια. Η Ελλάδα είχε μεν υπογράψει τη συνθήκη αυτή αλλά δεν την είχε κυρώσει. Και ο λόγος ότι το ΠΑΣΟΚ, στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, δεν τολμούσε να φέρει τη συνθήκη προς κύρωση στη Βουλή, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία της αριστεράς στη χώρα μας ήταν αντίθετη στην εν λόγω συνθήκη, προβάλλοντας το γνωστό ιδιότυπο επιχείρημα περί παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περί διαρκούς παρακολούθησης των ταξιδιωτών από το «μεγάλο αδελφό»! Η Νέα Δημοκρατία από την πλευρά της, πίεζε το ΠΑΣΟΚ να ακολουθήσει το δρόμο που ακολούθησαν άλλα ευρωπαϊκά κράτη και να ολοκληρώσει επιτέλους τη διαδικασία.
Τελικά, όταν η τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ έφερε τη συμφωνία προς κύρωση στη Βουλή, αποδείχθηκε ότι, εκτός από κάποιους βουλευτές της ίδιας της κυβέρνησης που έμειναν πιστοί στο ξεπερασμένο σκεπτικό της Αριστεράς, την καταψήφισαν ξαφνικά και αρκετοί βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι φάνηκε να έχουν επηρεαστεί από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, οι οποίες μιλούσαν για συνθήκη του Σατανά και για το 666.
Η ιστορία αυτή είναι ενδεικτική των τάσεων που υπάρχουν στη χώρα μας. Από τη μια, δηλαδή, υπάρχει μια ξεπερασμένη αλλά ηγεμονεύουσα Κεντροαριστερά, και από την άλλη υπάρχει ένα κομμάτι της ευρύτερης Κεντροδεξιάς, το οποίο έχει μείνει προσηλωμένο στο παρελθόν. Ευθύνη όλων εμάς που αγωνιζόμαστε για μια σύγχρονη, Νέα Δημοκρατία, είναι να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Να αγωνιστούμε για ένα πραγματικά μοντέρνο, φιλελεύθερο, ευρωπαϊκό κεντροδεξιό κόμμα. Ένα κόμμα που, όχι μόνο στα λόγια αλλά στην πράξη, θα παρακολουθεί τα σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα και τις εξελίξεις της εποχής.
Είναι αλήθεια ότι πρέπει να δώσουμε τη μάχη των ιδεών για να ανατρέψουμε τη σημερινή πολιτική ισορροπία εις βάρος της Κεντροδεξιάς στην Ελλάδα. Μόνο που αυτό πρέπει να γίνει με σύγχρονες θέσεις. Με ιδέες από το σήμερα και το αύριο. Όχι με νοσταλγικές προσεγγίσεις, όχι με ευρωσκεπτικιστικές αποκλίσεις, όχι με λαϊκίστικες φωνές, που ξεφεύγουν από την παράδοση της υπευθυνότητας και της σοβαρότητας που είχε διαχρονικά η Νέα Δημοκρατία.
Κοντολογίς, δε χρειαζόμαστε ούτε ένα δεύτερο ΛΑΟΣ
ούτε ένα δεύτερο ΠΑΣΟΚ. Ούτε, δηλαδή, ένα κόμμα, το οποίο θα εκπροσωπεί τον ακροδεξιό εθνικισμό και λαϊκισμό, ούτε ένα κόμμα, το οποίο θα αντιγράφει τα αποτυχημένα σοσιαλιστικά και κρατικίστικα πειράματα.
Στην Ευρώπη του σήμερα, τα κεντροδεξιά κόμματα κερδίζουν τις εκλογές υποστηρίζοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία και την ελεύθερη οικονομία ως προϋπόθεση για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Περιορίζουν τον κρατικό παρεμβατισμό στην εκπαίδευση ενθαρρύνοντας την αξιολόγηση, την άμιλλα, την αξιοκρατία.
Με κέντρο της προσπάθειας τον μαθητή, τον σπουδαστή και τον γονιό και όχι τους μηχανισμούς της εκπαίδευσης. Στηρίζουν την αστυνομία, η οποία για να κάνει τη δουλειά της δεν πρέπει, ασφαλώς, να ζητάει την άδεια από οποιαδήποτε μειοψηφία ή ομάδα άσκησης ιδεολογικής τρομοκρατίας. Δίνουν έμφαση στο περιβάλλον προχωρώντας με συγκεκριμένα μέτρα και θεσπίζοντας οικονομικά κίνητρα και αντικίνητρα, για να πετύχουν στην πράξη μια ουσιαστική αλλαγή της νοοτροπίας των πολιτών.
Αυτή την κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσουμε και εμείς. Προϋπόθεση, βεβαίως, για όλα αυτά είναι να εννοούμε όσα λέμε.
Να αντιληφθούμε πως είμαστε στην εποχή του συγκεκριμένου και πως οι πολίτες γυρνάνε στις πλάτες τους τις κούφιες ρητορείες, στα μεγάλα λόγια και στα κενά περιεχομένου συνθήματα. Ζητάνε από μας να είμαστε, όχι μόνο σύγχρονοι, αλλά και αποτελεσματικοί. Να αναλάβουμε, επιτέλους το πολιτικό κόστος και να δώσουμε με θάρρος λύσεις σε προβλήματα που δεν αντιμετωπίστηκαν στο παρελθόν και, όπως φαίνεται, δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν από την άτολμη, αμφίθυμη και διχασμένη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα, τα μέλη της Νέας Δημοκρατίας θα κάνουν μια κρίσιμη επιλογή. Ωστόσο, η εκλογή αρχηγού από μονή της δε μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα της παράταξης. Μπορεί όμως να δώσει τον τόνο για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει το κόμμα.
Χωρίς αμφιβολία είναι ανάγκη να γυρίσουμε σελίδα. Μόνο που η σελίδα αυτή πρέπει να είναι μια σελίδα μπροστά. Αν οι εκλογές γίνουν κανονικά, θα γίνουν το 2013 και στόχος της Νέας Δημοκρατίας, εκ των πραγμάτων, είναι να προετοιμάσει την Ελλάδα του 2020. Να διαχειριστεί τα προβλήματα της επόμενης δεκαετίας. Πρέπει, λοιπόν, να σκεπτόμαστε με όρους μέλλοντος και όχι παρελθόντος.
Με άλλα λόγια, η προσπάθεια για προβολή των ιδεών και των θέσεών μας δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε περιχαράκωση, όπως συνέβη στο παρελθόν με τους Βρετανούς Εργατικούς που έμειναν για 18 χρόνια συνέχεια στην αντιπολίτευση ή τους Βρετανούς συντηρητικούς, που έχουν χάσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1997 και μετά. Ένα κόμμα που μπορεί να κερδίσει στην πολιτική διαπάλη είναι σίγουρα ένα κόμμα με αυτοπεποίθηση, αλλά και παράλληλα ένα κόμμα με σύγχρονο και όχι μουσειακό λόγο. Ένα κόμμα που δεν ποδηγετείται από τους αντιπάλους του, αλλά και δε γυρνάει την πλάτη του στην κοινωνία.
Τιμώ όλους τους υποψηφίους σ’ αυτήν την εκλογική διαδικασία. Θεωρώ όμως ότι η υποψηφιότητα της Ντόρας Μπακογιάννη ανταποκρίνεται περισσότερο στις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για να γίνει η Νέα Δημοκρατία αξιόπιστη εναλλακτική λύση.
Οι απαντήσεις που πρέπει να δοθούν στα σύγχρονα προβλήματα δε θα προκύψουν ούτε από ένα μοντέλο ενός ασπόνδυλου κόμματος, που ψάχνει ψήφους με τη λογική του ώριμου φρούτου, ούτε όμως και με το μοντέλο ενός περιχαρακωμένου κόμματος που αφήνει κενό χώρο στον αντίπαλο προς εκμετάλλευση. Θα προκύψουν μόνο μέσα από ένα κόμμα, το οποίο, προβάλλοντας σύγχρονες φιλελεύθερες ιδέες και επεξεργαζόμενο επίσης σύγχρονες αλλά και εφαρμόσιμες λύσεις, μπορεί να πείσει για τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία του. Στο αύριο, λοιπόν, με ιδέες απ’ το αύριο.
