Ομιλία Κωστή Χατζηδάκη στην εκδήλωση «Συνταγματική Αναθεώρηση – Εθνική ανάγκη ή πολιτική σκοπιμότητα»
Η σημερινή συζήτηση είναι σημαντική. Όμως σημαντικό είναι επίσης να θυμόμαστε πως η πορεία που ακολουθούν οι χώρες δεν είναι τόσο θέμα Συντάγματος. Είναι θέμα εφαρμογής του Συντάγματος και γενικότερης νοοτροπίας. Άλλωστε το Σύνταγμά μας δεν απέχει τόσο από της Σουηδίας, αλλά ούτε και της Αλβανίας. Και η Ελλάδα απέχει αρκετά από το να είναι τόσο Σουηδία, όσο και Αλβανία.
Στη συζήτηση περί Συντάγματος, λοιπόν, πρέπει να μιλάμε πρώτα από όλα για την εφαρμογή του. Διότι σήμερα υπάρχουν κραυγαλέα παραδείγματα μη εφαρμογής του Συντάγματος από την ίδια τη Βουλή. Ενδεικτικά αναφέρω:
- Το άρθρο 29 προβλέπει την έκδοση νόμου για τη λειτουργία των κομμάτων, κατά τα πρότυπα του γερμανικού Συντάγματος. Ο νόμος αυτός δεν έχει εκδοθεί από το 1975, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ένα πλαίσιο λειτουργίας των ελληνικών κομμάτων με βάση κάποιους ελάχιστους κανόνες σε σχέση με την εσωκομματική δημοκρατία και τη διαφάνεια. Σε μια εποχή αυξημένης δυσπιστίας απέναντι στα κόμματα και το πολιτικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα έχουν διπλή υποχρέωση να θεσπίσουν τέτοιου είδους κανόνες. Μια τέτοια θεσμική πρωτοβουλία θα ενίσχυε χωρίς καμιά αμφιβολία την αξιοπιστία τους.
- Ας προχωρήσουμε στη λειτουργία του Κοινοβουλίου. Το άρθρο 75 λέει πως κάθε νομοσχέδιο και πρόταση νόμου που συνεπάγεται επιβάρυνση του προϋπολογισμού πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που καθορίζει τη δαπάνη. Μόνο το 2016, από τους 91 νόμους που ψήφισε η κυβέρνηση, μόλις οι 24 συνοδεύονταν από έκθεση δαπάνης με πραγματική εκτίμηση της δαπάνης που προκαλείται! Αντί για εκτίμηση, διαβάζαμε συχνά στις εκθέσεις του ΓΛΚ τη φράση «δεν μπορεί να προβεί σε εκτίμηση της δαπάνης, επειδή δεν του παρασχέθηκαν στοιχεία από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τους υπουργούς»!
- Αλλά δεν σταματάει εκεί η εξόφθαλμη παραβίαση του Συντάγματος από τη σημερινή κυβέρνηση στη Βουλή. Στο άρθρο 74 του Συντάγματος διαβάζουμε πως «προσθήκη ή τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου δεν εισάγεται για συζήτηση». Αρκεί να αναφέρουμε πως στις 12 κυρώσεις διεθνών συμβάσεων που ψηφίστηκαν το 2016 μπήκαν 39 τροπολογίες! Είναι αυταπόδεικτο πως οι τροπολογίες αυτές ήταν άσχετες και επομένως, επρόκειτο περί παραβίασης του Συντάγματος. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται πως «προσθήκες ή τροπολογίες Υπουργών συζητούνται μόνο αν έχουν υποβληθεί τρεις ημέρες πριν την έναρξη της συζήτησης στην Ολομέλεια». Ωστόσο, το 69% των υπουργικών τροπολογιών που κατατέθηκαν το 2016 ήταν εκπρόθεσμες!
Πριν μιλήσουμε, λοιπόν, για αλλαγές στο Σύνταγμά μας, θα ήταν χρήσιμο να σταθούμε στην ανάγκη να δείχνουμε σεβασμό στο Σύνταγμα, ξεκινώντας από το Κοινοβούλιο.
Αυτό όμως δεν καθιστά, σε καμία περίπτωση, περιττή τη συζήτηση περί Συνταγματικής Αναθεώρησης. Η Συνταγματική Αναθεώρηση μπορεί να μας βοηθήσει, είτε αφαιρώντας κάποιες παγίδες που περιέχει το Σύνταγμά μας σήμερα, είτε θεσπίζοντας ορισμένες διατάξεις που θα συμβάλουν στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην πιο ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας μας, αλλά και στη στήριξη της οικονομίας.
- Η πρώτη μεγάλη παγίδα στο Σύνταγμα έχει να κάνει με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ας αφήσουμε στην άκρη την υποκρισία αυτών που λένε πως η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων θα οδηγήσει σε υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας, αλλά δεν έχουν πρόβλημα με την ανομία, την έλλειψη αξιολόγησης, την απομόνωση από την αγορά εργασίας και την απουσία ξενόγλωσσων προγραμμάτων. Ανεξαρτήτως ιδεολογικής προσέγγισης, κάθε λογικός πολίτης οφείλει να διερωτάται: Ένα παιδί που δεν κατάφερε να περάσει σε δημόσιο πανεπιστήμιο και δεν έχει τα χρήματα να πάει στο εξωτερικό να σπουδάσει, είναι κοινωνικά δίκαιο να μην έχει καμία επιλογή για σπουδές; Παράλληλα, την ίδια στιγμή που η Κύπρος εισάγει χιλιάδες φοιτητές από το εξωτερικό, γιατί να διώχνουμε τους νέους, και να πηγαίνουν τα χρήματα τους σε άλλες οικονομίες; Τη στιγμή, μάλιστα, που έχουμε τόσα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που θα μας επέτρεπαν να γίνουμε διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο, όπως η Κύπρος!
- Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι η ανάγκη για αποσύνδεση της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Σήμερα, από την πρώτη κιόλας μέρα μετά τις εκλογές, αρχίζουν τα σενάρια για το πώς η αντιπολίτευση θα την στήσει στην κυβέρνηση για να την ρίξει με αφορμή την εκλογή Προέδρου. Αυτή είναι μια κατάσταση που δεν συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα μας. Δεν μπορούμε να επιτρέπουμε στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό να αποσταθεροποιεί τη χώρα κάθε λίγο και λιγάκι. Το πώς θα προχωρήσουμε σε αυτή την αλλαγή είναι ανοιχτό σε συζήτηση. Ο Πρόεδρος θα μπορούσε να εκλέγεται, για παράδειγμα, από ένα άλλο σώμα, πχ ένα μικτό σώμα βουλευτών, περιφερειαρχών και δημάρχων, όπως γίνεται στη Γερμανία. Προσωπικά, δε, πιστεύω ότι χρειάζεται μια πολύ λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Διότι διαφορετικά, λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική μας κουλτούρα και το πώς λειτουργεί το πολιτικό σύστημα στη χώρα, υπάρχει ο κίνδυνος να υπάρξει ένας υφέρπων ή ανοιχτός ανταγωνισμός μεταξύ Προέδρου Δημοκρατίας και πρωθυπουργού, πράγμα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν χρειάζεται η χώρα, ιδιαίτερα στις κρίσιμες στιγμές που περνάμε εδώ και χρόνια.
- Τέλος, θα ήθελα να σταθώ σε 3 ακόμα αλλαγές που θα βοηθούσαν αποφασιστικά την οικονομία και τη χώρα να πάνε μπροστά:
- Η πρώτη αλλαγή έχει να κάνει με τη θέσπιση ορίου στο έλλειμμα του προϋπολογισμού, το οποίο οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να ξεπερνούν. Να συνταγματοποιήσουμε, δηλαδή, τις προβλέψεις του Συμφώνου Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως συμβαίνει δηλαδή και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια πρόβλεψη να πέφτει αυτομάτως μια κυβέρνηση αν το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι υπερέβη τον στόχο. Για να μην κινδυνεύσουμε ποτέ ξανά να επιστρέψουμε στις αρνητικές πρακτικές του παρελθόντος, οι οποίες είχαν ολέθριες συνέπειες για τη χώρα.
- Αλλαγές, επίσης, θα μπορούσαμε να προωθήσουμε και όσον αφορά στον χώρο της αυτοδιοίκησης, ώστε η αυτοδιοίκηση να έχει δικούς της πόρους, να είναι υπόλογη απευθείας στους πολίτες για την αξιοποίηση των πόρων αυτών και να πάψουν οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες να είναι συνδικαλιστές, δείχνοντας συνέχεια προς την κεντρική εξουσία. Έτσι θα ενισχύσουμε τη διαφάνεια και τη λογοδοσία των Ο.Τ.Α., και θα εξασφαλίσουμε πως οι φόροι των πολιτών θα τους εξασφαλίζουν καλύτερες υπηρεσίες στην καθημερινότητά τους.
iii. Η συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να εισάγει τη δυνατότητα έκδοσης νόμων με αυξημένη τυπική ισχύ, βάσει των οποίων επενδύσεις μεγάλης σημασίας θα μπορούν να έχουν ένα σταθερό φορολογικό καθεστώς διαρκώς και αδιατάραχτα, ανεξάρτητα από τις αλλαγές κυβερνήσεων. Με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλίσουμε πως οι επόμενες κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να ανατρέπουν σημαντικές επενδύσεις. Αυτό θα βοηθήσει στην καταπολέμηση του καθεστώτος αβεβαιότητας που υπάρχει σήμερα, στο οποίο ένας επενδυτής που έρχεται να βάλει τα λεφτά του στη χώρα μας και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας μπορεί να δει τα σχέδιά του να τινάζονται στον αέρα από πολιτικούς που βάζουν ιδεοληψίες και μικροπολιτικές σκοπιμότητες πάνω από το καλό της χώρας.