Τα μέτρα που έλαβαν τις τελευταίες ημέρες η ισπανική, η πορτογαλική, η ιταλική, αλλά και η βρετανική κυβέρνηση ίσως για κάποιους να σημαίνουν ότι το ελληνικό πρόβλημα επεκτάθηκε με τη μορφή ιού στις χώρες αυτές. Ιοί αναμφίβολα υπάρχουν-εκτός από το Internet -και στις αγορές. Ωστόσο, όσοι υποστηρίζουν αυτό, καλό είναι να μην ξεχνούν ότι πριν από το ελληνικό πρόβλημα παρόμοια μέτρα αναγκάστηκαν να λάβουν οι κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Λετονίας, της Ρουμανίας και της Ιρλανδίας (αφήνω στην άκρη την περίπτωση του Ντουμπάι). Επομένως, το πρόβλημα δεν έχει ως αιτία την Ελλάδα. Είναι αρκετά ευρύτερο. Η Ελλάδα απλώς προσφέρθηκε ευγενώς ως επικοινωνιακό και εν συνεχεία κερδοσκοπικό επίκεντρο της όλης υποθέσεως, διότι η σημερινή κυβέρνηση ήθελε να διογκώσει τις ευθύνες τις προηγούμενης, δεν είχε το θάρρος να πάρει ηπιότερα μέτρα στην ώρα τους και χειρίστηκε το όλο ζήτημα ερασιτεχνικά.
Την ώρα που στην Ελλάδα ορισμένοι τηλεοπτικοί σταθμοί, για να εξηγήσουν το πρόβλημα, αναζητούν τα κλεμμένα των τελευταίων πέντε ετών και μόνο (τα οποία ειρήσθω εν παρόδω θα πρέπει να βρεθούν), πριν και μετά από την Ελλάδα πολλές χώρες της Ευρώπης κλονίζονται από τις επιπτώσεις μια κρίσης που δεν είναι προφανώς ελληνική. Όλες αυτές οι χώρες δέχονται πιέσεις από τις αγορές-κερδοσκοπικές, αλλά δεν έχει σημασία- που εδράζονται σε διαφορετικές μεν, αλλά υπαρκτές διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας τους (υψηλός δανεισμός, μεγάλο Δημόσιο, χαμηλή ανταγωνιστικότητα κλπ). Αδυναμίες, οι οποίες έγιναν πιο διακριτές λόγω της προσπάθειας που κατεβλήθη για να αντεπεξέλθουν πολλές και διαφορετικές οικονομίες στις συνέπειες της διεθνούς τραπεζικής κρίσης του 2008. Από κει ξεκίνησε το όλο ζήτημα. Με αποτέλεσμα το σπάσιμο της τραπεζικής φούσκας του 2008 να ακολουθήσει το πρόβλημα ή ο φόβος για ένα πρόβλημα δανεισμού αρκετών οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το όλο ζήτημα είναι λογικό από πλευράς συζητήσεων να επικεντρώνεται στην Ευρωζώνη. Διότι, φυσικά, άλλο το ευρώ και άλλο το νόμισμα της Λετονίας ή της Ουγγαρίας. Σε περιόδους που ο ευρωσκεπτικισμός δεν ανθούσε το ευρώ σχεδιάστηκε ως επιστέγασμα της ενιαίας αγοράς. Για να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ νομισμάτων μιας ομάδας κρατών με κοινές αξίες και στόχους. Ο σχεδιασμός του ευρώ δεν συνδυάστηκε με κοινούς δημοσιονομικούς κανόνες, παρά μόνο με την εκ των υστέρων υιοθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας, το οποίο με τρόπο εξίσου κατανοητό, αλλά και αυθαίρετο τρόπο επέβαλε το όριο του 3% για τα έλλειμμα και του 60% επί του ΑΕΠ για το χρέος. Η δημοσιονομική πειθαρχία δεν είναι, φυσικά, κάτι απευκταίο. Ωστόσο, το όριο του 3% δεν τηρήθηκε ενίοτε ακόμα κι από τη Γερμανία και από τη Γαλλία, ενώ το όριο του 60%- στο οποίο υπήρχε η εξαίρεση της καθοδικής τάσης- παραβιάστηκε ακόμα περισσότερο, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008.
Σήμερα, αντλώντας διδάγματα από την κρίση, ορθώς συζητούνται κοινοί ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. ΟΝΕ, δηλαδή, από την πόρτα και όχι από το παράθυρο. Η Γερμανία, μέρος της κοινής γνώμης της οποίας θεωρεί ότι θυσιάστηκε για το ευρώ- πράγμα που εξηγεί και τη χαρακτηριστική βραδύτητα στην αντιμετώπιση του δικού μας προβλήματος- φαίνεται να προτείνει νέους αυστηρούς, προσαρμοσμένους στα γερμανικά δεδομένα κανόνες. Άλλες χώρες με διαφορετικές παραδόσεις και ανησυχίες προτείνουν τα δικά τους. Αυτό που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε πως όλοι είμαστε στο ίδιο πλοίο. Και πως, όπως μέχρι τώρα, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, για διαφορετικούς λόγους καθεμιά, κάτι κέρδισαν από το ευρώ, έτσι κι από εδώ και πέρα κάτι πρέπει να κερδίσουμε. Η νέα συμφωνία που επιδιώκεται είναι αναγκαία. Αλλά δεν μπορεί να είναι λεόντειος. Δεν μπορεί να επηρεάζεται από ευρωσκεπτικιστικές αναχρονιστικές προκαταλήψεις. Και δεν μπορεί να αγνοεί πως τώρα, μέσα στην κρίση, χρειαζόμαστε περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη. Όλα τα παραπάνω νομίζω, είναι ο πυρήνας του προβλήματος και όχι η-θεμιτή και αναγκαία φυσικά- αναζήτηση των κλεμμένων από αρκετά μέσα ενημέρωσης.