Με αφορμή τις πρόσφατες ημερίδες εργασίας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), θα θέλαμε κ.Χατζηδάκη να μας εκθέσετε την γενική αίσθηση που αποκομίσατε από το σύνολο των εργασιών. Πιστεύετε πως βοήθησαν στην περαιτέρω διαμόρφωση των θέσεων της χριστιανοδημοκρατικής παράταξης. Υπήρξε κάποια σημαντική πρόοδος και σε ποιους τομείς ;
Αυτές οι ημερίδες μελέτης γίνονται δύο φορές ετησίως και γίνονται για να μας δοθεί μια ευκαιρία να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα και να δούμε που είμαστε και που πρέπει να πάμε. Γι’αυτόν το λόγο, στεκόμαστε κάθε φορά σε μερικά βασικά θέματα που αυτή τη φορά ήταν : η ευρωπαϊκή διεύρυνση, τα ζητήματα της τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας και η νομισματική ενοποίηση. Το ΕΛΚ ήταν, και πιστεύω πως εξακολουθεί να είναι, σε πολιτικό επίπεδο, η βασική δύναμη που βοήθησε να τραβήξει την Ευρώπη προς τα εμπρός. Δηλαδή, είναι η πρώτη δύναμη που μίλησε ανοιχτά για ομοσπονδιακή Ευρώπη και ακόμη και τώρα, παρά το ότι υπάρχει μια πολιτική συνεργασία με τους Βρετανούς Συντηρητικούς που έχουν διαφορετικές απόψεις σε πάρα πολλά ζητήματα, είμαστε η diving force της Ευρωπαϊκής Ενωσης και έχουμε τις πιο φιλοευρωπαϊκές θέσεις, κάτι που φαίνεται σε όλα τα επιμέρους ζητήματα. Έχουμε μιλήσει ανοιχτά υπέρ της Ε.Ε., έχουμε τονίσει ότι η ΟΝΕ είναι βασική προϋπόθεση για να αποκτήσει μία νέα δυναμική η οικονομία της Ευρώπης και έχουμε επισημάνει πως δεν αρκεί η Ενιαία αγορά και θα πρέπει να υπάρξουν ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις. Διότι έτσι όπως έχει κτισθεί η Ενιαία Αγορά, είναι σαν να έχουμε ένα σπίτι δίχως κεραμίδι. Χρειάζεται και το ενιαίο νόμισμα, όπως επίσης απαιτείται να αλλάξουμε το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, το οποίο πάσχει από πολλές δυσκαμψίες. Και, έτσι, περνάμε στο δεύτερο θέμα που απασχόλησε τις ημερίδες εργασίας του ΕΛΚ, της τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας. Στη συζήτηση που έγινε διαπιστώθηκε ότι χώρες σαν τις Η.Π.Α., τον Καναδά και την Ιαπωνία προηγούνται εμφανώς της Ευρώπης σε ανταγωνιστικότητα, εξ ου και η αισθητά χαμηλότερη ανεργία που τις χαρακτηρίζει. Ο Καναδάς μόνος του, δημιούργησε περισσότερες θέσεις εργασίας τα τελευταία χρόνια απ’ό,τι όλη η ηπειρωτική Ευρώπη, την ίδια στιγμή που το πληθυσμιακό μέγεθος του Καναδά είναι μόλις το 1/10 της ηπειρωτικής Ευρώπης. Και αυτό μας δείχνει πως δεν θα πρέπει να είμαστε κοινωνικοί στα λόγια, αλλά κοινωνικοί στην ουσία. Πρέπει, λοιπόν, να βοηθήσουμε τους ανέργους να βρουν απασχόληση και αυτό θα γίνει μόνο όταν, εκτός από το κοινό νόμισμα και την προώθηση μέτρων που ενισχύουν την Ενιαία Αγορά, κατορθώσουμε να περιορίσουμε το μη μισθολογικό κόστος (ιδίως στις χώρες του Βορρά όπου είναι πολύ υψηλό), πετύχουμε να βελτιώσουμε το σύστημα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, προωθήσουμε μέτρα που τονώνουν την ελαστικότητα της αγοράς εργασίας (ελαστικό ωράριο, ουσιαστική προώθηση της μερικής απασχόλησης κοκ) και βεβαίως λάβουμε ενεργητικά μέτρα για την απασχόληση. Δηλαδή, όχι απλώς επιδόματα στους ανέργους, αλλά επιδόματα στις επιχειρήσεις που θα προσλαμβάνουν ανέργους. Σε ό,τι τώρα αφορά την διεύρυνση της Ε.Ε., το ΕΛΚ έχει ταχθεί υπερ της για λόγους τόσο οικονομικούς (νέες αγορές) όσο και πολιτικούς (ασφάλεια), υπό ορισμένες φυσικά προϋποθέσεις που έχουν καθορισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης και είναι αφενός πολιτικές (ανθρώπινα δικαιώματα) και αφετέρου οικονομικές. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν την ύπαρξη ενός ελαχίστου επιπέδου ανάπτυξης/σύγκλισης ούτως ώστε να μπορούν οι οικονομίες των νέων χωρών-μελών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Ενιαίας Αγοράς, καθώς και στην προσαρμογή των νομοθεσιών τους στα κοινοτικά πρότυπα.
Που θα λέγατε ότι διαφοροποιείται η χριστιανοδημοκρατική παράταξη από τις τρέχουσες πρακτικές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων
Έχω την εντύπωση ότι οι σοσιαλδημοκράτες, αν και διαθέτουν την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, στην πραγματικότητα είναι μία δύναμη που σύρεται από εμάς. Δεν ξέρω πόσο καθαρό είναι αυτό, όμως στα οικονομικά ζητήματα θα έλεγα πως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτού. Στο ενιαίο νόμισμα, παρά τους δισταγμούς που ακόμη έχουν ορισμένοι εξ αυτών και τις προϋποθέσεις που θέτουν, έχουν ουσιαστικά αποδεχθεί τις θέσεις μας. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στα κοινωνικά θέματα, καθόσον η συζήτηση που διεξάγεται για το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο έχει ουσιαστικά μεταφερθεί στο δικό μας “γήπεδο” διότι δεν μιλούν πλέον οι σοσιαλιστές για κρατικό παρεμβατισμό, αλλά για περιορισμό του. Άρα, βρισκόμαστε ενώπιον μιας σαφούς υπεροχής των ιδεών μας, των ιδεών της κεντροδεξιάς, πράγμα που κυρίως οφείλεται στην παγκοσμιοποίηση των οικονομιών. Η παγκοσμιοποίηση σημαίνει ανταγωνιστικότητα και η ανταγωνιστικότητα σημαίνει ελεύθερη οικονομία, διότι χωρίς ελεύθερη οικονομία δεν μπορείς να είσαι ανταγωνιστικός. Συνεπώς, η εξέλιξη των τεχνολογιών και των οικονομιών δικαίωσε την φιλελεύθερη ιδεολογία.
Στα εργασιακά θέματα πού εντοπίζετε τις μεταξύ σας διαφορές;
Στα ζητήματα αγοράς εργασίας, εμείς λέμε ξεκάθαρα τις απόψεις μας ενώ οι σοσιαλδημοκράτες ακολουθούν με δειλία λες και ανακαλύπτουν για πρώτη φορά την “πυρίτιδα” (την “εφεύραμε” πρώτοι εδώ και πολλά χρόνια). Δηλαδή, όταν μιλάνε για ελαστικότητα στην αγορά εργασίας (μέχρι πρότινος λέγανε χωρίς μείωση των αποδοχών, πράγμα το οποίο είναι ανέφικτο, τώρα προτείνουν και την παράλληλη μείωση των αποδοχών). Δεν είναι τόσο θετικοί στα να δουν ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και άλλα σχήματα όπως η πλήρης απελευθέρωση του ωραρίου, η ουσιαστική ενίσχυση της μερικής και προσωρινής απασχόλησης, η επανεξέταση της έννοιας του κατωτάτου μισθού, η κατάργηση των υπερβολικών περιορισμών στο ζήτημα των απολύσεων. Δεν αντιλαμβάνονται ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες εμποδίζουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και συνεπώς αντιστρατεύονται την αύξηση της απασχόλησης και στρέφονται κατά των εργαζομένων. Δεν καταλαβαίνουν πως η υποχρεωτική -για την επιχείρηση- απόλυση μερικών εργαζομένων ισοδυναμεί με την επιβίωσή της και κατ’επέκταση με τη διατήρηση εν ζωή των υπολοίπων θέσεων εργασίας στην επιχείρηση. Οι σοσιαλιστές είναι πάρα πολύ διστακτικοί σε όλα αυτά εξαιτίας των ταμπού τους και της εξάρτησης που έχουν από τα συνδικάτα, τα οποία χρησιμοποιούν προεκλογικά για να ανέλθουν στην εξουσία. Αλλά εκείνο το οποίο δεν πρέπει να αποσιωπούμε, είναι ότι τα συνδικάτα πολλές φορές δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να στηρίζουν εκείνους που είναι μέσα στο κοινωνικό μοντέλο. Αν οι άνεργοι είχαν δικές τους οργανώσεις και μπορούσαν να μιλήσουν θα μας έλεγαν “προς Θεού, κάντε κάτι ώστε οι επιχειρηματίες να μπορούν να μας προσλάβουν”. Και αυτό που θα έπρεπε να τους απαντήσουμε είναι ότι “για να σας προσλάβουν οι επιχειρηματίες θα πρέπει να υπάρξει ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα, που δεν υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη”. Υπάρχει στις Η.Π.Α., την Ιαπωνία και την Ν.Ασία, όχι όμως στην Ε.Ε. Κανείς δεν λέει ότι θα πρέπει να γίνουμε Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη ή ακόμη και Η.Π.Α. Υπάρχει η ευρωπαϊκή κοινωνία που δεν πρέπει να αγνοούμε. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει μια ταχύτατη εξέλιξη στις τεχνολογίες και τις παραγωγικές διαδικασίες, που επίσης δεν πρέπει να αγνοούμε αν θέλουμε να είμαστε εντός πραγματικότητας. Και επιτέλους εμείς οι πολιτικοί θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε εμείς που δημιουργούμε τις θέσεις εργασίας, αλλά οι επιχειρηματίες και η ελεύθερη αγορά. Καθήκον δικό μας είναι να τους βοηθήσουμε να λειτουργήσουν όσο το δυνατόν αποδοτικότερα και καλύτερα χωρίς υπερβολικούς περιορισμούς και παράλογες αγκυλώσεις. Αυτή είναι η δουλειά μας. Αλλιώς θα είμασταν εμείς επιχειρηματίες.
Το γεγονός, όμως, ότι καλούνται κατά πλειοψηφία και χώρα άλλες πολιτικές δυνάμεις να εφαρμόσουν δικές σας ιδέες τι μπορεί να σημαίνει; Μήπως σημαίνει ότι υπάρχει κακή μετάδοση των ιδεών αυτών από την παράταξή σας στον κόσμο; Γιατί προτιμώνται π.χ. οι σοσιαλδημοκράτες;
Το ζήτημα που θίγετε κουβέντιασα και στο περιθώριο της εν λόγω διάσκεψης με κάποιους συναδέλφους. Εκείνο το οποίο είδαμε, είναι ότι εκτός από την ουσία, σημασία έχει πολλές φορές και η “συσκευασία”. Και πολλές φορές οι σοσιαλιστές κατορθώνουν να “πλασάρουν” προεκλογικά την πολιτική τους καλύτερα απ’ό,τι εμείς, επειδή βάζουν μεγαλύτερη δόση συναισθήματος. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας, παρά το ότι επί της ουσίας τίποτα δεν αλλάζει. Από την άλλη πλευρά, όμως, υστερούν, νομίζω στο πως εφαρμόζουν την πολιτική μας. Διότι όταν δεν πιστεύεις πράγματι κάποιες ιδέες και όταν δεν τις αντιλαμβάνεσαι σωστά, σύρεσαι από κακέκτυπα και απομιμήσεις αυτών, ενόσω συνεχίζεις να πάσχεις από δογματισμούς και αγκυλώσεις του παρελθόντος που δεν μπορείς να ξεπεράσεις.