Κύριε Χατζηδάκη, θεωρείτε ικανοποιητικό το ρυθμό ενσωμάτωσης από την πλευρά της Ελλάδας στο κανονιστικό πλαίσιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τις τηλεπικοινωνίες; Πώς σχολιάζετε τις εξελίξεις στον τομέα αυτό για τη χώρα μας;
Δυστυχώς, η Ελλάδα για πολλά χρόνια ήταν και παραμένει ουραγός στην ΕΕ σε ό,τι αφορά τη μεταφορά του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και την ενσωμάτωσή του στην εθνική μας νομοθεσία. Να σας πω ένα παράδειγμα: έως το 1999, όταν όλες οι άλλες χώρες μέλη της ΕΕ ήδη λειτουργούσαν πλήρως με βάση το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο, η Ελλάδα είχε ενσωματώσει μετά βίας μία από τις δέκα βασικές Οδηγίες που αφορούν τις τηλεπικοινωνίες. Εώς και σήμερα, η απελευθέρωση αυτού του τομέα και τα οφέλη που θα προέκυπταν για τους Έλληνες καταναλωτές παραπέμπονται συνεχώς και με διάφορα παρελκυστικά τεχνάσματα στις … ελληνικές καλένδες.
Πρόσφατη έκθεση της ΕΕ για τις τηλεπικοινωνίες στην Ευρώπη επισημαίνει ότι στη χώρα μας επικρατεί μια συγκεκριμένη αντίληψη, εξαιτίας της οποίας η απελευθέρωση της ελληνικής τηλεπικοινωνιακής αγοράς προχωρά με ιδιαίτερο αργό ρυθμό.
Υποθέτω ότι αναφέρεστε στην 6η Έκθεση Εφαρμογής του Κανονισμού Απελευθέρωσης των Τηλεπικοινωνιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία πράγματι καταλογίζει στη χώρα μας σοβαρές αποκλίσεις από το κανονιστικό πλαίσιο για τον συγκεκριμένο τομέα. Τα βασικότερα εμπόδια, όπως προσδιορίζονται στην έκθεση αυτή σχετίζονται με τις χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότητης στην Ελλάδα, την προνομιακή μεταχείριση της οποίας απολαμβάνει ο ΟΤΕ σε σύγκριση με ιδιωτικές ανταγωνιστικές εταιρείες, την ανεπάρκεια της εναλλακτικής υποδομής στη χώρα μας, κ.ά. Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι ουσιαστικά όλες οι ιδιωτικές εταιρείες εξαρτώνται από την υποδομή του ΟΤΕ, ο οποίος το εκμεταλλεύεται δεόντως προς όφελός του.
Στην εν λόγω έκθεση αναφέρεται επίσης ότι, παρά τις όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, δεν υπάρχει μια ισχυρή αρχή εγγύησης του ελεύθερου ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα ο ΟΤΕ να εμποδίζει την είσοδο ανταγωνιστικών εταιρειών στην τηλεπικοινωνιακή αγορά της χώρας μας. Υποδηλώνεται, μάλιστα, ότι η Ελλάδα δεν καταβάλλει τις αναγκαίες προσπάθειες για την καθιέρωση μιας ελεύθερης και ανταγωνιστικής αγοράς… Εσείς συμφωνείτε με αυτή την εκτίμηση;
Κοιτάξτε, υπάρχει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, που είναι αρμόδια για την εύρυθμη λειτουργία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς στη χώρα μας. Δυστυχώς, οι αρμοδιότητές της δεν επαρκούν από μόνες της, εφόσον απουσιάζει η πολιτική βούληση της κυβέρνησης να προβεί, ως οφείλει, σε μια ταχύτατη απελευθέρωση της αγοράς. Εάν η κυβέρνηση πράγματι ήθελε να προωθήσει αυτή την εξέλιξη, είχε κάθε δυνατότητα να το πράξει, καθώς ο ΟΤΕ είναι ΔΕΚΟ και όλες οι διοικήσεις του διορίζονται, ουσιαστικά επιβάλλονται από το κυβερνών κόμμα που έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Συνεπώς, η παρεμπόδιση του ελεύθερου ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες είναι μια καθαρά πολιτική επιλογή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι στην Ελλάδα η προκήρυξη για την παροχή άδειας σταθερής τηλεφωνίας έγινε τρεις μήνες μετά την τελική προθεσμία απελευθέρωσης της αγοράς, ενώ σε όλες τις άλλες χώρες μέλη της ΕΕ οι σχετικές διαδικασίες είχαν προωθηθεί τουλάχιστον τρία χρόνια νωρίτερα;
Ναι, πράγματι η Ελλάδα σημειώνει τεράστια καθυστέρηση έναντι των υπολοίπων κρατών μελών της ΕΕ. Είναι ενδεικτό το γεγονός ότι οι χώρες που είχαν ως προθεσμία απελευθέρωσης την 1η Ιανουαρίου 1998 προέβησαν στην αδειοδότηση ανταγωνιστικών εταιρειών νωρίτερα, αρκετά πριν εκπνεύσει η προθεσμία αυτή. Η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα είχαν αποσπάσει παράταση έως το τέλος του 2000. Ωστόσο, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία παραιτήθηκαν οικειοθελώς αυτού του δικαιώματος και απελευθέρωσαν την αγορά τους νωρίτερα, προκειμένου να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις. Στη χώρα μας, αντιθέτως, η κυβέρνηση όχι απλά εξάντλησε αυτή την παράταση, αλλά την παρέτεινε κι άλλο – κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου – , προκειμένου να εξυπηρετήσει το μονοπωλιακό ΟΤΕ. Έως πέρυσι, το 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε κινήσει εναντίον της χώρας μας 10 διαδικασίες επί παραβάσει στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, δηλαδή καταγγελίες λόγω της μη μεταφοράς των κοινοτικών οδηγιών στο εθνικό μας δίκαιο. Επτά από αυτές τις διαδικασίες έχουν κλείσει σήμερα, ενώ τρεις εκκρεμούν ακόμη. Ειδικότερα, η Επιτροπή απαιτεί από την ελληνική κυβέρνηση εξηγήσεις σε ό,τι αφορά τη χορήγηση αδειών, τη διασύνδεση και την τιμολόγηση της μισθωμένης υποδομής. Αλλά δεν θέλω να σας κουράσω με νομικούς και τεχνικούς όρους. Η πολιτική ουσία της καθυστέρησης στην απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών στη χώρα μας, είναι ότι όλα αυτά αποβαίνουν εις βάρος των Ελλήνων καταναλωτών, οι οποίοι όχι απλά χρησιμοποιούν απαρχαιωμένες υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας, αλλά τις πληρώνουν και πανακριβα από πάνω.
Πώς ακριβώς επηρεάζεται η ελληνική τηλεπικοινωνιακή αγορά από την έλλειψη υγιούς ανταγωνισμού;
Επηρεάζεται και μάλιστα αρνητικά. Το πιο απτό παράδειγμα είναι το υψηλό κόστος των τηλεπικοινωνιών στη χώρα μας, σε σύγκριση με τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Συγκεκριμένα, το 2000 τα ελληνικά νοικοκυριά κλήθηκαν να πληρώσουν για τηλεπικοινωνίες κατά μέσο όρο 19.760 δρχ κάθε μήνα και οι επιχειρήσεις 44.640 δρχ. Με τα καμώματα της κυβέρνησης και την έλλειψη υγιούς ανταγωνισμού, πληρώνουμε για τηλεπικοινωνίες στο σπίτι 35% πάνω από το μέσο κοινοτικό όρο και 130% σε σύγκριση με την αντίστοιχη δαπάνη των Σουηδών νοικοκυριών. Οι δε επιχειρήσεις μας επιβαρύνονται για τηλεπικοινωνίες 24% παραπάνω απ’ό,τι η μέση ευρωπαϊκή επιχείρηση και υπερδιπλάσια απ΄ό,τι οι σουηδικές επιχειρήσεις.
Έχετε υπόψη σας με ποιόν τρόπο η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ “ευεργέτησε” τους πολίτες της ΕΕ;
Βεβαίως. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μάς έρχεται από τη Γαλλία, η οποία απελευθέρωσε την αγορά της σταθερής τηλεφωνίας στα τέλη του 1997. Ένα χρόνο αργότερα, οι τιμές είχαν ήδη μειωθεί κατά 10%. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα κράτη της ΕΕ, με την Ολλανδία και τις σκανδιναβικές χώρες να πρωταγωνιστούν σε αυτή την πορεία απελευθέρωσης και στα οφέλη που αποκομίζουν οι πολίτες τους.Θα έλεγα, όμως, ότι εκτός από το χαμηλότερο κόστος που κατάβάλλουν οι Ευρωπαίοι πολίτες για τηλεπικοινωνίες, ένα πολύ μεγάλο όφελος της απελευθέρωσης της αγοράς είναι η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, σε μια περίοδο που η ανεργία αποτελεί το μεγαλύτερο πονοκέφαλο για τις κυβερνήσεις και το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα της Ευρώπης. Σημειώστε ότι μόνο το 1998 τα κέντρα τηλεφωνικής και ραδιοτηλεφωνικής εξυπηρέτησης στην ΕΕ απασχολούσαν ήδη 1 εκατ. εργαζόμενους και ο αριθμός αυτός αυξάνεται συνεχώς. Να σας θυμίσω επίσης ότι αυτή τη στιγμή στην ΕΕ χηρεύουν περί τις 500.000 θέσεις εργασίας στον τομέα της πληροφορικής, ενώ εκτιμάται ότι την τριετία 2000-2002 μόνο η κινητή τηλεφωνία στην Ευρώπη θα έχει προσφέρει 150.000 νέες θέσεις εργασίας. Στη δε οπτικοακουστική βιομηχανία της ΕΕ ο αντίστοιχος αριθμός ενδέχεται να ξεπεράσει τις 300.000 έως το 2005. Κι όλα αυτά χάρη στην απελευθέρωση και την προσέλκυση επενδύσεων στις ευρωπαϊκές τηλεπικοινωνίες.
Πότε κρίνετε ότι και στη χώρα μας θα έχουμε τα αντίστοιχα πρώτα αποτελέσματα της απελευθέρωσης;
Θα έλεγα ότι έχουμε ήδη αργήσει κι ότι όλα αυτά έπρεπε να είχαν γίνει χθες, και σε αυτό τον τομέα είναι τεράστιες οι ευθύνες των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ. Αλλά ας κοιτάμε μπροστά. Θέλω να πιστεύω ότι, υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να προωθήσει την απελευθέρωση των τηλεπικοιωνωνιών έως το τέλος αυτού του έτους και ενδεχομένως το 2002 ήδη θα έχουμε κάποια θέτικα αποτελέσματα – μεγαλύτερη γκάμα υπηρεσιών και χαμηλότερες τιμές σε ορισμένους τομείς. Το θέμα, όμως, δεν είναι να δούμε απλά κάποια αποτελέσματα, το ζητούμενο είναι η Ελλάδα και οι πολίτες της να απολαμβάνουν το σύνολο της Κοινωνίας των Πληροφοριών, σε ολόκληρο το φάσμα των εφαρμογών που μάς επιτρέπει η επανάσταση των τηλεπικοινωνιών.
Έσείς προσωπικά, στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών σας δραστηριοτήτων, έχετε αναλάβει κάποιες πρωτοβουλίες με στόχο να επιταχυνθεί η έλευση της Κοινωνίας των Πληροφοριών στην Ελλάδα;
Εκτός από τις πολλές ερωτήσεις που έχω υποβάλει κατά καιρούς προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πριν από δύο περίπου χρόνια εκπόνησα με επιστημονικούς συνεργάτες μου μια μελέτη με θέμα «Κοινωνία των Πληροφοριών: Τι δεν κάνει και τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα». Στη μελέτη αυτή είχαμε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου η Ελλάδα να μείνει πίσω εξαιτίας της μη συμμόρφωσής της με το κοινοτικό δίκαιο και της προσκόλλησής της σε ένα ξεπερασμένο διοικητικό μοντέλο, που καταδικάζει τη χώρα μας σε τεχνολογική και αναπτυξιακή υστέρηση. Συγκεκριμένα, προτείνουμε σε αυτή τη μελέτη τη δημιουργία μιας ανεξάρτησης Διοικητικής Αρχής Κοινωνίας των Πληροφοριών, η οποία να συντονίζει όλα τα εμπλεκόμενα υπουργεία, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη από το Γ΄ ΚΠΣ και συγκεκριμένα από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Κοινωνίας των Πληροφοριών, με προϋπολογισμό περί το 1 τρισ.
Εκτός από την ενίσχυση του ανταγωνισμού, με τα προφανή οφέλη για τους καταναλωτές όπως επισημαίνετε, υπάρχουν και πολλές άλλες πτυχές των νέων τεχνολογιών, όχι πάντα θετικές. Π.χ. πληθαίνουν συνεχώς τα παράπονα χρηστών ότι δέχονται ανεπιθύμητα μηνύματα στο Διαδίκτυο και ότι επιβαρύνονται ένα περιττό, πλην όμως ουκ αμελητέο, κόστος…
Ναι, όντως συμβαίνει αυτό. Θα αναφέρεστε στα λεγόμενα junk mails, τα οποία κατακλύζουν τους χρήστες του Internet, χωρίς να ζητήσει κανείς τη συναίνεσή τους. Πρόκεται για μηνύματα που είτε αποβλέπουν στη διαφήμιση προϊόντων και υπηρεσιών είτε καλούν τους αποδέκτες να συμμετάσχουν σε «ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα» για θέματα που δεν τους ενδιαφέρουν και πολλά άλλα. Το πρόβλημα διογκώνεται συνεχώς κι αυτό μου το επιβεβαίωσε πολύ πρόσφατα ο αρμόδιος κοινοτικός επίτροπος, ο Φινλανδός κ. Έρικ Λικάνεν. Σε ερώτηση που τού είχα υποβάλει γι’αυτό ακριβώς το θέμα, ο επίτροπος μού απάντησε ότι πράγματι υπάρχει η δυνατότητα κάθε μέρα να αποστέλλονται σε παγκόσμια κλίμακα έως και 20 δισ. μηνύματα – επαναλαμβάνω, 20 δισ. μηνύματα – εμπορικής και διαφημιστικής φύσεως. Το κόστος για τους χρήστες του Internet από αυτούς τους “απρόσκλητους επισκέπτες” προσεγγίζει το ιλιγγιώδες ποσό των 10 δισ. ευρώ, άρα κάπου 3 τρισ. 400 δισ. δραχμές. Αλλά εκτός από το τεράστιο οικονομικό κόστος, υπάρχει και το πολύ σοβαρό θέμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Τα όργανα της ΕΕ ήδη ετοιμάζονται να προωθήσουν ειδική κοινοτική οδηγία, η οποία θα ενισχύει τη λεγόμενη “αποστολή μηνυμάτων κατόπιν άδειας του παραλήπτη” (permission-based marketing), ώστε να προστατευτούν οι Ευρωπαίοι χρήστες του Internet που δεν επιθυμούν να λαμβάνουν τέτοια μηνύματα. Η Κοινωνία των Πληροφοριών έχει αναμφισβήτητα απίστευτες δυνατότητες και πάρα πολύ θετικές πλευρές, ωστόσο οι καταναλωτές πρέπει να νιώθουν ότι η ιδιωτική τους ζωή προστατεύεται επαρκώς κι αυτό είναι κατ’εξοχήν πολιτικό θέμα, όχι απλά οικονομικό.
Συμφωνώ απόλυτα με την τελευταία σας επισήμανση. Ας περάσουμε τώρα σε μια άλλη εφαρμογή της Κοινωνίας των Πληφοροριών – την κινητή τηλεφωνία, που έχει γνωρίσει εντυπωσιακή άνθηση στη χώρα μας. Ωστόσο, το κόστος χρήσης των κινητών τηλεφώνων παραμένει εξαιρετικά υψηλό, ιδίως σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ. Πώς σχολιάζετε αυτό το γεγονός;
Πράγματι, τα κόστη χρήσης των κινητών στην Ελλάδα και ειδικότερα τα τιμολόγια κλήσης από σταθερό προς κινητό είναι πολύ υψηλά. Το παραδέχεται άλλωστε και η ίδια η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι στη χώρα μας ο ανταγωνισμός στην κινητή τηλεφωνία, με 3 μόνο παροχείς, δεν έχει φτάσει ακόμη τα επιθυμητά επίπεδα και γι’αυτό το λόγο οι τιμές παραμένουν ακόμη υψηλές. Να σας δώσω παραδείγματα από άλλες χώρες της ΕΕ, όπως τη Μεγάλη Βρετανία με τις 51 εταιρείες κινητής τηλεφωνίας που ήδη παρέχουν υπηρεσίες στους καταναλωτές. Θα μου πείτε ότι η Βρετανία είναι μεγάλη χώρα – σωστά. Να δούμε τι συμβαίνει σε μικρότερες χώρες – στη Φινλανδία που δεν έχει ούτε το μισό πληθυσμό της Ελλάδας ήδη λειτουργούν 11 εταιρείες κινητής τηλεφωνίας και στη Δανία 5. Στη Σουηδία, με την οποία έχουμε λίγο-πολύ τον ίδιο πληθυσμό, λειτουργούν 8 εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Ο νοών νοείτω.