Το ελαιόλαδο του Μαρόκου και της Τυνησιάς εισέρχεται ανταγωνιστικά στην Ευρωπαϊκή αγορά
Η Κομισιόν ξεκινά τη συζήτηση για τη σύναψη “ευρωμεσογειακών συμφωνιών” για το ελαιόλαδο, με την Τυνησία και το Μαρόκο, οι οποίες μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα προβλέπουν απελευθέρωση των συναλλαγών. Αυτό επισημαίνει ο Επίτροπος για θέματα Γεωργίας κ. Φράντς Φίσλερ απαντώντας σε ερώτηση του Ευρωβουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Κωστή Χατζηδάκη. Ο κ. Φίσλερ επιβεβαιώνει μ’ αυτόν το τρόπο ότι όντως επίκειται, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, η άρση των περιορισμών στην εισαγωγή ελαιόλαδου απ’ αυτές τις δύο χώρες. Στην ίδια απάντηση ο Αυστριακός Επίτροπος προσθέτει ότι σ’ αυτή τη φάση η Κομισιόν συλλέγει στοιχεία για την “Κοινή Οργάνωση Αγοράς Ελαιολάδου”, ώστε να “υποβάλει πρόταση για τη μεταρρύθμιση του τομέα, με εφαρμογή από την έναρξη της περιόδου εμπορίας 2001-2002”. Ο κ. Φίσλερ σημειώνει επίσης, ότι στα πλαίσια της πρότασης για ένα νέο κανονισμό ελαιολάδου, η Κομισιόν θα εξετάσει μια νέα στρατηγική για την προώθηση της ποιότητας και της τυποποίησης.
Ο κ. Χατζηδάκης σχολιάζοντας την απάντηση του κ. Φίσλερ επισήμανε ότι “μας θέτει για μια ακόμη φορά ενώπιον τον κινδύνων που θα προκύψουν από την αναθεώρηση του κανονισμού για το λάδι. Αναθεώρηση που, προς το παρόν τουλάχιστον δεν αναμένεται να έχει θετικές εξελίξεις για τους ελαιοπαραγωγούς καθώς φαίνεται ότι θα προταθεί να περάσουμε από την επιδότηση ανά κιλό στην επιδότηση ανά δέντρο. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα με το άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών στο ελαιόλαδο του Μαρόκου και της Τυνησίας και την ελεύθερη εισαγωγή ελαιολάδου από αυτές τις χώρες καθώς ο ανταγωνισμός θα οξυνθεί. Όλα αυτά έρχονται να υπογραμμίσουν ακόμη μια φορά τις ευθύνες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ- που από το 1981 μέχρι σήμερα είναι στην εξουσία για 16 χρόνια-καθώς αμέλησαν να προετοιμάσουν τους Έλληνες ελαιοπαραγωγούς παραγωγούς ενόψει του ολοένα και εντεινόμενου ανταγωνισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ παράγουμε το 25% του λαδιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση τυποποιούμε μονό το 3% και το υπόλοιπο αγοράζεται στο εξωτερικό από ξένους-κυρίως Ιταλούς-μισοτιμής και εν συνέχεια τυποποιείται ως λάδι δικής τους παραγωγής. Και όλα αυτά παρότι είχαμε την ευκαιρία εδώ και πολλά χρόνια να αξιοποιήσουμε την κοινοτική επιδότηση και να φτιάξουμε δικά μας τυποποιητήρια.”